ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
1
ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ πάνω από άβυσσο και η κοινή νοημοσύνη λέει ότι η ύπαρξή μας δεν είναι παρά αιφνίδιο ρήγμα φωτός ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες ερέβους· γνήσια δίδυμα τα εκατέρωθεν σκοτάδια, κι όμως ο άνθρωπος, κατά κανόνα, αντικρίζει την προγενέθλια άβυσσο πιο ήρεμα απ’ ό,τι την άλλη, προς την οποία οδεύει (τρέχοντας με τεσσερισήμισι χιλιάδες παλμούς την ώρα περίπου). Γνωρίζω, ωστόσο, και την περίπτωση νεαρού χρονοφοβικού, ο οποίος ένιωσε κάτι σαν πανικό όταν είδε για πρώτη φορά οικογενειακές ταινίες γυρισμένες λίγες εβδομάδες πριν τη γέννησή του. Είδε έναν κόσμο κατά βάσιν απαράλλαχτο – ίδιο σπίτι, ίδιοι άνθρωποι – και κατάλαβε μετά ότι εκείνος δεν υπήρχε πουθενά, ενώ κανένας δεν πενθούσε την απουσία του. Σ’ ένα παράθυρο του επάνω ορόφου φάνηκε η μητέρα του να κουνάει το χέρι της – κι αυτή η ασυνήθιστη χειρονομία τον αναστάτωσε σαν να ήταν αποχαιρετισμός ακατάληπτος. Aλλά το θέαμα που τον κατατρόμαξε ήταν ένα ολοκαίνουργιο καρότσι που στεκόταν εκεί, στη βεράντα της εισόδου, με την καταχρηστική αυταρέσκεια του φέρετρου· και μάλιστα φέρετρου άδειου, λες και, στην ανάστροφη πορεία των γεγονότων, ως και τα κόκαλά του είχαν εξαλειφθεί.
Tέτοια διανοήματα αρμόζουν στο νεαρό της ηλικίας. Με άλλα λόγια, τα πρώτα και τα έσχατα παίρνουν συχνά έναν τόνο μάλλον εφηβικό – εκτός και αν συμβαίνει να ελέγχονται από το επιβάλλον και την αυστηρότητα κάποιας θρησκείας. Η φύση θέλει τον ώριμο άνθρωπο να αποδέχεται τα δυο μαύρα κενά, στην πρώρα και στην πρύμνη του, με την αταραξία που αποδέχεται τα όσα προβάλλουν ενδιάμεσα. Πρέπει η φαντασία, εξέχουσα απόλαυση του αθάνατου και του ανώριμου, να έχει τα όριά της. Για να χαρούμε τη ζωή, δεν κάνει να την παραχαιρόμαστε.
Σε τέτοια δεδομένα αντιστέκομαι. Θέλω να σηκωθώ να διαδηλώσω δημόσια ενάντια στη φύση. Ο νους μου έχει καταβάλει κολοσσιαίες προσπάθειες, αλλεπάλληλες, γυρεύοντας να διακρίνει ψήγματα, έστω, προσωπικής ανταύγειας, στα απρόσωπα ερέβη που περιβάλλουν τη ζωή μου. Ευχαρίστως ασπάζομαι κι εγώ, μαζί με τον κάθε φτιασιδωμένο πρωτόγονο, την πεποίθηση ότι έρεβος είναι, απλούστατα, το αποτέλεσμα του τείχους που ορθώνει ο χρόνος και χωρίζει εμένα και τις μωλωπισμένες μου γροθιές από τον ελεύθερο κόσμο της αχρονίας. Ταξίδεψα προς τα πίσω στη σκέψη – και η σκέψη, όσο περισσότερο προχωρούσα, έσβηνε αμετάκλητα – ίσαμε τόπους απόμακρους, όπου ψαχούλεψα να βρω μυστική δίοδο· κι έφτασα να καταλάβω, εντέλει, ότι η φυλακή του χρόνου είναι σφαιρική, δίχως εξόδους. Εκτός της αυτοκτονίας, δοκίμασα τα πάντα. Έβαλα την ταυτότητά μου κατά μέρος, να γίνω στοιχειό να τρυπώσω σε κόσμους που υπήρξαν πριν καν συλληφθώ. Υποβλήθηκα νοητικά στην ποταπή δοκιμασία του συγχρωτισμού με βικτωριανές μυθιστοριογράφους και απόστρατους στρατηγούς, όλο αναμνήσεις από προηγούμενες ζωές τους, τότε που ήταν σκλάβοι αγγελιαφόροι και διέσχιζαν ρωμαϊκούς δρόμους ή σοφοί γέροντες και κάθονταν κάτω από ιτιές στη Λάσσα. Tα πιο παλιά μου όνειρα έφερα άνω κάτω, ψάχνοντας για ίχνη και νήματα – αν και, ας το ξεκαθαρίσω ευθύς αμέσως, απορρίπτω αναφανδόν τον τετριμμένο, ευτελή, βαθύτατα μεσαιωνικό κόσμο του Φρόυντ, με το μανιακό κυνήγι των αφροδισιακών του συμβόλων (σαν να γυρεύει ο αναγνώστης βακωνικές ακροστιχίδες σε κείμενα του Σαίξπηρ) και τα κακεντρεχή έμβρυά του που κατασκοπεύουν, κρυμμένα στη φυσική τους κόγχη, την ερωτική ζωή των γονιών τους.
Στην αρχή δεν είχα σαφή αντίληψη του γεγονότος ότι ο χρόνος, τόσο απέραντος εκ πρώτης όψεως, ήταν φυλακή. Αναδιφώντας τα παιδικά μου χρόνια (το πλησιέστερο πράγμα στην αναδίφηση της αιωνιότητας) βλέπω το ξύπνημα της συνείδησης σαν
σειρά διαδοχικών σπιθισμάτων: τα διαστήματα μεταξύ τους μικραίνουν βαθμιαία, ώσπου σχηματίζονται φωτεινές δέσμες αντίληψης που παρέχουν στη μνήμη ακροσφαλή στηρίγματα. Να μετρώ και να μιλώ έμαθα πολύ νωρίς και περίπου συγχρόνως, πλην όμως η ενδόμυχη γνώση του ότι εγώ ήμουν εγώ και οι γονείς μου ήταν οι γονείς μου, φαίνεται ότι δεν καταστάλαξε παρά αργότερα, συνειρμικά με την ανακάλυψη της ηλικίας τους σε σχέση με τη δική μου. αν κρίνω από τον έντονο ήλιο ο οποίος, όταν σκέφτομαι αυτή την αποκάλυψη, πλημμυρίζει αυτοστιγμεί τη μνήμη μου με λοβιώδεις κηλίδες που λάμπουν μέσα από διαπλεκόμενους σχηματισμούς φυλλωμάτων, η αφορμή πρέπει να δόθηκε στα γενέθλια της μητέρας μου, προχωρημένο καλοκαίρι, εξοχή· έθεσα ερωτήματα, ζύγιασα απαντήσεις. Όλα συμφωνούν με τη θεωρία της ανακεφαλαίωσης· οι απαρχές της συνείδησης του στοχαζόμενου εαυτού, στο μυαλό των απώτατων προγόνων μας, θα συνέπεσαν, ασφαλώς, με την ανάφανση της αίσθησης του χρόνου.
Όταν λοιπόν ο πρωτοφανέρωτος, φρέσκος και δροσερός αριθμητικός τύπος της ηλικίας μου, το «τέσσερα», βρέθηκε αντιμέτωπος με τους γονεϊκούς τύπους των τριάντα τριών και των είκοσι επτά, κάτι μου συνέβη. Δέχτηκα έναν αφάνταστα τονωτικό κλονισμό. Λες και αναβαπτίστηκα με τρόπο ιερότερο από την ελληνοκαθολική εκείνη κατάβρεξη την οποία, πριν από πενήντα μήνες είχε υποστεί ουρλιάζοντας, μισο-πνιγμένος ο μισο-βίκτωρ (η μητέρα μου, πίσω από τη μισόκλειστη πόρτα, όπου το παλιό έθιμο ήθελε τους γονείς να αποσύρονται, κατάφερε πάντως να ελέγξει κάπως την αδεξιότητα του πρωτοπρεσβύτερου πατέρα Kονσταντίν Βετβενίτσκι): ένιωσα να βυθίζομαι απότομα σε ένα υλικό ακτινοβόλο και κινούμενο που δεν ήταν, βεβαίως, παρά το καθαρό στοιχείο του χρόνου. Το μοιραζόμουν αυτό το στοιχείο, όπως ακριβώς ο αναζωογονημένος λουόμενος μοιράζεται το λαμπερό νερό της θάλασσας με όντα που δεν είναι ο εαυτός του, αλλά συνδέονται μαζί του στην κοινή ροή του χρόνου – σε περιβάλλον, δηλαδή, σαφώς διαφορετικό από εκείνο του χώρου, το οποίο αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος όπως και ο πίθηκος κι η πεταλούδα. Εκείνη τη στιγμή ήταν που συνειδητοποίησα, έκθαμβος, ότι το πλάσμα των είκοσι επτά ετών, ντυμένο στο απαλό λευκό και στο ρόδινο, που κρατούσε το αριστερό μου χέρι, ήταν η μητέρα μου· και ότι το πλάσμα των τριάντα τριών ετών, ντυμένο στο τραχύ λευκό και στο χρυσό, που κρατούσε το δεξί μου χέρι, ήταν ο πατέρας μου. Προχωρούσαν αρμονικά και, ανάμεσά τους, βάδιζα κι εγώ καμαρωτός καμαρωτός από φωτοκηλίδα σε φωτοκηλίδα, στη μέση ακριβώς, σε ένα μονοπάτι που σήμερα αναγνωρίζω καθαρά: είναι μία αλέα που κοσμούν βαλανιδιές, στο άλσος της εξοχικής μας έπαυλης, ονόματι Βύρα, πρώην επαρχία Αγίας Πετρούπολης, Ρωσσία. Κι από το κορφοβούνι του απόμακρου και μοναχικού, σχεδόν ακατοίκητου χρόνου του παρόντος μου, βλέπω σήμερα τον μικρότατό μου εαυτό να γιορτάζει, εκείνη τη μέρα του Αυγούστου του 1903, τη γένεση της αισθητήριας ζωής. Μπορεί οι βαστάζοντες από τα δεξιά και τα αριστερά μου να ήταν, και οι δύο, ήδη παρόντες στον νηπιακό μου κόσμο, αλλά μόνο με το προσωπείο μιας τρυφερής ανωνυμίας· τώρα είχε πλέον ανατείλει σαν ήλιος η περιβολή του πατέρα μου, η περίλαμπρη στολή της Φρουράς Ιππικού, με το απαλό μαλαματένιο απαύγασμα του θώρακα που πύρωνε στήθος και πλάτη – κι εγώ κράτησα, για κάμποσα χρόνια, έντονο το ενδιαφέρον για την ηλικία των γονιών μου, να ενημερώνομαι ανελλιπώς, σαν ανήσυχος επιβάτης που ρωτά την ώρα ελέγχοντας το καινούργιο του ρολόι.
Ας σημειωθεί ότι ο πατέρας μου είχε υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία αρκετά χρόνια πριν γεννηθώ· υποθέτω λοιπόν ότι, κατά πάσα βεβαιότητα, τη μέρα εκείνη είχε φορέσει τα γιορτινά σειρήτια του παλαιού του συντάγματος αστεϊζόμενος. Άρα σε αστεϊσμό χρωστάω την πρώτη μου αναλαμπή ολοκληρωμένης συνείδησης – πράγμα που συνεπιφέρει και πάλι ανακεφαλαιώσεις, καθότι τα πλάσματα που πρώτα στη γη απόκτησαν την αίσθηση του χρόνου ήταν και τα πρώτα που χαμογέλασαν.
2
Ήταν το αρχέγονο σπήλαιο (κι όχι τα όσα μπορεί να φαντάζεται ο φροϋδικός μυστικισμός), που άνοιγε πίσω από τα παιχνίδια μου, στα τέσσερά μου χρόνια. Στο μυαλό μου αναδύεται, σαν επιβλητικό γέννημα μιας γεωλογικής αναταραχής πριν από τις αρχές της ιστορίας, το μεγάλο ντιβάνι, σκεπασμένο με κρετόν, άσπρο με μαύρα τριφύλλια, σε ένα από τα σαλόνια, στη Βύρα. Η ιστορία αρχίζει εκεί, πλάι στα πόδια αυτού του κρεβατιού, με την επαγγελία μιας αίθριας Ελλάδας: η μεγάλη φουντωτή ορτανσία μέσα στη γλάστρα, με τους ανθούς αχνογάλαζους ή και πρασινωπούς, κρύβει λίγο το βάθρο μιας μαρμάρινης προτομής της Άρτεμης. Στον τοίχο, δίπλα στο ντιβάνι, μία ασπρόμαυρη γκραβούρα σε εβένινο πλαίσιο σηματοδοτεί άλλη στιγμή της ιστορίας – είναι από τις ναπολεόντειες εκείνες εικόνες όπου συγκρούονται, κατά βάσιν, το γεγονός και η αλληγορία και όπου βλέπει κανείς, δίπλα δίπλα, στο ίδιο οπτικό πεδίο, έναν τυμπανιστή, ένα σκοτωμένο άλογο, τρόπαια, στρατιώτη να λογχίζει άλλον στρατιώτη, και τον άτρωτο αυτοκράτορα να ποζάρει με το επιτελείο του καταμεσής της πετρωμένης μάχης.
Με τη βοήθεια κάποιου από τους μεγάλους, που έβαζε πρώτα τα δυο του χέρια και μετά τη δύναμη του ποδιού του, το ντιβάνι απομακρυνόταν κάμποσα εκατοστά από τον τοίχο και σχηματιζόταν ένα στενό πέρασμα το οποίο, βοηθούμενος και πάλι, σκέπαζα απαλά με τις κυλινδρικές μαξιλάρες του κρεβατιού κι έκλεινα στις άκρες με δυο μικρότερα μαξιλάρια. Δοκίμαζα τότε άφατη ευχαρίστηση τρυπώνοντας μέσα στην κατασκότεινη σήραγγα όπου καθόμουν λίγο, ώσπου ν’ ακούσω το τραγούδισμα στα αυτιά μου – εκείνον τον μοναχικό παλμό της παλιάς σκονισμένης κρυψώνας, τόσο οικείο στα αγόρια αυτής της ηλικίας – και μετά, σ’ ένα ξέσπασμα γλυκού πανικού, χτυπώντας με δύναμη στο πάτωμα παλάμες και γόνατα, έφτανα στη μακρινή άκρη του τούνελ, έσπρωχνα να φύγουν τα μαξιλάρια, και με προϋπαντούσε μια λωρίδα ήλιου στο λουστραρισμένο πάτωμα, κάτω από την ψάθα της βιεννέζικης καρέκλας, μαζί με δυο παιχνιδιάρες μύγες που ξαπόσταιναν, πότε η μια, πότε η άλλη. Μια αίσθηση πιο ονειρική, λεπτότερη, μου έδινε ένα άλλο παιχνίδι σπηλιάς: πρωί πρωί, σήκωνα τα σκεπάσματα ψηλά, έμπαινα από κάτω και άφηνα τη φαντασία να παίζει τα χιλιάδες αξεδιάλυτα παιχνίδια της με τις σκιερές χιονοστιβάδες του λινού και το αχνό φως που έμοιαζε να εισβάλλει στο σκιασμένο κρησφύγετο από έναν τόπο πάρα πολύ μακρινό, όπου φανταζόμουν αγρίμια να περιδιαβάζουν σε τοπίο όλο λίμνες. Η θύμηση της κούνιας μου, με το τούλι – χνουδωτά βαμβακερά νήματα – να τη σκεπάζει ολόγυρα, μου ξαναφέρνει τη χαρά που ένιωθα παίζοντας μ’ ένα πανέμορφο, μαγευτικά συμπαγές, σκούρο γκρενά, κρυστάλλινο αυγό, ξεχασμένο εκεί, ποιος ξέρει από ποιο Πάσχα· μασούσα μια γωνία του σεντονιού, ώσπου νοτιζόταν ολόκληρη, και μετά τύλιγα σφιχτά το αυγό για να χαζέψω και να γλείψω πάλι τη ζεστή, ροδοκόκκινη στίλβη των τρυφερά περιτυλιγμένων επιφανειών που στάλαζαν σελαγισμούς και χρώματα απίστευτης πληρότητας. Μα δεν είχα κατορθώσει ακόμα να γευτώ το ωραίο από τόσο κοντά, όσο αργότερα έφτασα.
Μικρός που είναι ο κόσμος (σε μάρσιπο χωράει), ισχνός κι ασήμαντος μπροστά στην ανθρώπινη συνείδηση, μπροστά σε μία και μόνη προσωπική ανάμνηση, εκφρασμένη με λόγια! Ίσως έχω υπέρμετρη αδυναμία στις πάμπρωτές μου εντυπώσεις, μα τους χρωστάω και αληθινή ευγνωμοσύνη. Με οδήγησαν, πραγματικά, στην Εδέμ του βλέμματος και της αφής. Θυμάμαι μια νύχτα, ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, φθινόπωρο του 1903, που ήμουν καθισμένος στα γόνατα, επάνω στο (μάλλον επίπεδο) μαξιλάρι μου, ακουμπώντας στο παράθυρο του βαγκονλί· θα ’τανε στον Μεσογειακό Σιδηρόδρομο de Luxe, εκείνον που έχει χρόνια τώρα καταργηθεί, με το ένα από τα έξι βαγόνια του βαμμένο στο κάτω μέρος όμβρα, το ξύλο, επάνω, κρεμ· και κοίταζα, μ’ ένα ανεξήγητο σφίξιμο στην καρδιά, μιαν αρμαθιά παραμυθένια φώτα να μου γνέφουν από έναν λόφο, πέρα, κι ύστερα να γλιστρούν μέσα σε μαύρο βελούδο: διαμάντια που αργότερα χάρισα στους ήρωές μου, ν’ αλαφρύνει κάπως το βάρος τόσου πλούτου. Πρέπει να είχα βρει τρόπο να λύσω και να σηκώσω τα σφιχτοδεμένα ρολά πάνω από την κουκέτα μου, και κρύωναν οι φτέρνες μου, μα εγώ επέμενα γονατιστός, με το βλέμμα καρφωμένο εκεί. Δεν υπάρχει πράγμα πιο γλυκό, τίποτα πιο παράξενο από τον αναλογισμό τέτοιου πρώτου ρίγους. Ανήκει στην αρμονία ενός κόσμου απολύτως παιδικού, οπότε κρατάει στη μνήμη σου μια μορφή φυσικής πλαστικότητας, που καταγράφεται σχεδόν ακοπίαστα· μόνον αργότερα, με τις αναμνήσεις της εφηβείας μας, αρχίζει η Μνημοσύνη τα στρυφνά της και τα δύσκολα. Θα διατύπωνα μάλιστα και την ακόλουθη πρόταση: σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα αποθησαύρισης εντυπώσεων, τα ρωσσόπουλα της δικής μου γενιάς έζησαν μιαν εποχή ιδιοφυΐας, λες και η πιστή τους μοίρα έκανε για χάρη τους ό,τι περνούσε απ’ το χέρι της, προσφέροντάς τους παραπανίσιο μερίδιο, μήπως και αντισταθμίσει τον καταποντισμό που έμελλε να απαλείψει ολοκληρωτικά τον κόσμο που είχαν γνωρίσει. Άπαξ και αποθηκεύτηκαν όσα έπρεπε, η ιδιοφυΐα χάθηκε – όπως και με τα άλλα, τα πιο εξειδικευμένα παιδιά-θαύματα, χαριτωμένα και σγουρόμαλλα, που ανεμίζουν μπαγκέτες ή χαλιναγωγούν πιάνα τεράστια και κάποτε καταλήγουν δευτεροκλασάτοι μουσικοί με τη θλίψη στο βλέμμα, τις ακαθόριστες αδιαθεσίες και κάτι σαν δυσμορφία να χαλάει τα ευνουχοειδή τους νώτα. Παραμένει, εντούτοις, το μυστήριο του πράγματος και θέλγει τον αυτοβιογραφούμενο. Ούτε στο περιβάλλον ούτε στην κληρονομικότητα μπορώ να εντοπίσω το ακριβές εργαλείο που μου έδωσε μορφή, τον ανώνυμο κύλινδρο ο οποίος αποτύπωσε στο σώμα του βίου μου το περίπλοκο εκείνο υδατογράφημα με το ανεπανάληπτο σχέδιο που αναφαίνεται όποτε ο φανός της τέχνης στρέφεται και το φως του διαπερνά το μεγάλο φύλλο όπου γράφεται η ζωή.
3
Για να τοποθετήσω με ακρίβεια στον χρόνο ορισμένες παιδικές μου αναμνήσεις, πρέπει να χρησιμοποιήσω κομήτες και εκλείψεις, όπως οι ιστορικοί όταν καταπιάνονται με τα αποσπάσματα μιας επικής αφήγησης. Αλλά είναι και περιπτώσεις όπου υπάρχουν πλήρη στοιχεία. Με βλέπω, επί παραδείγματι, στην παραλία, να σκαρφαλώνω με μανία σε κάτι μαύρα βράχια, υγρά, ενώ η Mις Νόρκοτ, αργή και μελαγχολική γκουβερνάντα, νομίζει ότι την ακολουθώ, κι έχει απομακρυνθεί βολτάροντας στην ακροθαλασσιά με τον Σεργκέι, τον μικρότερο αδερφό μου. Φοράω ένα ψεύτικο μπρασελέ· και καθώς σέρνομαι γραπωμένος στα βράχια μου λέω και ξαναλέω, σαν επωδή αστείρευτου λυρισμού, πηγή βαθιάς ευχαρίστησης, την αγγλική λέξη childhood, παιδικά χρόνια· πρωτάκουστη και μυστηριώδης, γίνεται ολοένα πιο παράξενη καθώς μπερδεύεται μέσα στο μικρό και βαρυφορτωμένο, ανάστατο μυαλό μου, με τον Robin Hood και την Little Red Riding Hood και τα καφετιά σκουφιά, hoods, καμπούρικων και γερασμένων ξωτικών. Στους βράχους έχει λάκκους γεμάτους χλιαρό θαλασσινό νερό και τα μαγικά μου ψελλίσματα συνοδεύονται από ξόρκια που πλέκω πάνω από τις ζαφειρένιες λιμνούλες. Bρισκόμαστε, πού αλλού, στην αμπάτσα των ακτών της Aδριατικής. Tο βραχιόλι που τυλίγει τον καρπό μου και μοιάζει με φανταχτερό κρίκο είναι από ημιδιαφανές σελιλόιντ, ανοιχτό πράσινο και ροζ, και προέρχεται από χριστουγεννιάτικο δέντρο – μου το είχε δώσει στην Πετρούπολη, πριν λίγους μήνες, η Όνια, η ωραία και συνομήλικη εξαδέλφη μου. Το είχα πολύ μέσα στην καρδιά μου, ως την ώρα που στο εσωτερικό του σχηματίστηκαν κάτι σκούρες λωρίδες κι εγώ, σαν σε όνειρο, αποφάσισα πως ήταν τούφες από τα μαλλιά μου, καταχωνιασμένες στη λαμπερή ουσία του, μαζί με τα δάκρυα που είχαν κυλήσει τότε, σ’ εκείνη τη φρικτή επίσκεψη στο μισητό κουρείο του γειτονικού φιούμε. Την ίδια εκείνη μέρα, σ’ ένα παραλιακό καφενείο, ο πατέρας μου, τη στιγμή ακριβώς που μας σερβίρανε, είδε δύο Ιάπωνες αξιωματικούς καθισμένους σ’ ένα πλαϊνό τραπέζι και σηκωθήκαμε και φύγαμε αμέσως – μόλις που πρόλαβα ν’ αρπάξω όπως όπως και να κρύψω στο καταπαγωμένο στόμα μου μια ολάκερη bombe από τη γρανίτα μου, γεύση λεμόνι. Ήταν στα 1904. Η Ρωσσία σε πόλεμο με την Ιαπωνία. Ενθουσιασμένο το αγγλικό εικονογραφημένο περιοδικό, του οποίου η Mις Νόρκοτ ήταν συνδρομήτρια, δημοσίευε πολεμικές εικόνες που έδειχναν πώς θα βυθίζονταν οι ρώσσικες ατμομηχανές –σαν παιχνιδάκια τις έκανε να μοιάζουν η απαράμιλλη γιαπωνέζικη τεχνοτροπία– έτσι και δοκίμαζε ο στρατός μας να στρώσει ράγες στους ύπουλους πάγους της λίμνης Bαϊκάλης.
Μα να, που ο πόλεμος αυτός μου φέρνει στον νου κάτι ακόμα παλαιότερο. Αρχές του ίδιου έτους, απόγευμα, στο σπίτι μας στην Πετρούπολη, με κατέβασαν από το παιδικό μου δωμάτιο στο γραφείο του πατέρα μου, να χαιρετίσω τον στρατηγό Κουροπάτκιν, οικογενειακό φίλο. Το γεμάτο σώμα του, από παντού κλεισμένο στη στολή, έτριζε ελαφρά, καθώς, για να με διασκεδάσει, άπλωσε μια χούφτα σπίρτα στο ντιβάνι όπου καθόμουν, πήρε δέκα, τα έβαλε σε ίσια γραμμή, το ένα μετά το άλλο, και είπε: «Να η θάλασσα με μπουνάτσα». Έσπρωξε μετά λίγο τα σπίρτα δυο δυο, ώσπου η ευθεία έγινε τεθλασμένη και να σου μια «φουρτουνιασμένη θάλασσα». ανακάτωσε τα σπίρτα και περίμενα να κάνει κι άλλο, ακόμα καλύτερο κόλπο, αλλά μας διέκοψαν. Παρουσιάστηκε ο ακόλουθός του και κάτι του είπε. Μ’ ένα σαστισμένο, ρωσσικό γρύλισμα, ο Κουροπάτκιν σηκώθηκε βαρύς από τη θέση του και, στο ντιβάνι, τα σκόρπια σπίρτα αναπήδησαν. Τη μέρα εκείνη του είχαν αναθέσει την ανωτάτη διοίκηση της ρωσσικής στρατιάς της Άπω Ανατολής.
Το επεισόδιο αυτό είχε μια πολύ ιδιαίτερη συνέχεια, δεκαπέντε χρόνια αργότερα: με την Αγία Πετρούπολη στα χέρια των μπολσεβίκων, ο πατέρας μου είχε καταφύγει κυνηγημένος στη νότια Ρωσσία και τον πλεύρισε, καθώς περνούσε μια γέφυρα, ένας γέρος, ο οποίος, με τη μηλωτή που φορούσε για πανωφόρι και τη γκρίζα του γενειάδα, έμοιαζε για χωρικός. Ζήτησε του πατέρα μου φωτιά. Και την επόμενη στιγμή, αναγνωρίστηκαν. Εύχομαι ο γερο-Κουροπάτκιν με τη μηλωτή του να τα κατάφερε και να γλίτωσε τη σοβιετική φυλακή· αλλά δεν πρόκειται γι’ αυτό. Με θέλγει η ανέλιξη του θέματος του σπίρτου: τα μαγικά σπίρτα που μου είχε δείξει είχαν χαθεί με το παιχνίδι, αλλά και οι στρατιές του είχαν εξανεμιστεί και όλα είχανε πέσει πια, σαν τα τραινάκια μου εκείνα που, τον χειμώνα του 1904-05, στο Βισμπάντεν, είχα δοκιμάσει να τσουλήσω πάνω από κάτι παγωμένους νερόλακκους, στον κήπο του «Hotel Oranien». Tο ν’ ακολουθεί τέτοιους θεματικούς σχηματισμούς μέσα στη ζωή του ανθρώπου είναι, κατά τη γνώμη μου, ο αληθινός προορισμός της αυτοβιογραφίας.
Μετάφραση: Γιώργος Βάρσος
https://popaganda.gr/art/milise-mnimi-vladimir-nabokov/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου