Εκείνη την εποχή μέναμε στην άθλια Εγνατία. Ένα σπίτι φυτεμένο στη λάσπη, παλιά μουχλιασμένα κεραμίδια, τεράστια αυλή, μαντρότοιχος. Σπάνια βρώμα. Το χειμώνα έβλεπα τον ουρανό να καπνίζει. Ένα στρογγυλό σύννεφο να χάνεται στη βλάστηση των υδρατμών.
Εσύ τότε. Παίζοντας με την αντοχή του δέρματος, την ανοχή των πραγμάτων. Πυρίμορφος, σφυρηλατημένος, χαλκός. Έτσι όπως ανηφορίζουμε προς την ηλικία. Ν’ ακούσεις το τραγούδι, να καταγγείλεις το δράστη, να εξορκίσεις τα κακά πνεύματα. Σε παιδικά δικαστήρια, με χτυπημένα μέτωπα, κομμάτια ουρανού μπλεγμένα στα δέντρα.
Λοιπόν, παρ’ όλα αυτά τίποτε δεν δημιουργούσε αναστάτωση. Ούτε και σήμερα. Εσύ σε μια εγκεφαλική άπνοια θεωρείς τα πεπραγμένα. Παρατηρώντας το σώμα της βροχής στον τοίχο, το φθαρμένο απόγευμα, την άσκοπη γεωμετρία της αυριανής μέρας.
Προγραμματικά και σκόπιμα σ’ αποφεύγω. Κι ας παίζεται ένα δράμα στο κέντρο του μυαλού σου, κι ας είναι η σκηνή από χρυσόχαρτο, κι ας αντανακλώνται τα πράγματα χαρακωμένα στη σκέψη σου. Σ’ αποφεύγω σαν τον σκύλο που γέρασε στην κοπριά κι είναι το δέρμα του βρώμικο και μολυσμένο.
Η προέλευση δεν ήταν ποτέ το κύριο: Αναφορές στο πριν από σένα, αόριστα κι από πλαστές ή αληθινές αφηγήσεις —δεν έχει σημασία. Οι ενστάσεις που προβάλλεις ζήτημα ιδιωτικό που ανάγεται στη δική σου θέση, επίμονη και κάπως στατική κι ας είσαι ο φυσικός αυτουργός ή αποδέκτης. Παράγωγο κι όχι παραγωγός ιδεών, γεννημένος αισθηματίας, αντιφατικός (ένας ακραίος), κι η σκέψη σου μοριακή, σκόρπια σε πράγματα που δεν σε αφορούν συστατικά, εμπρόθετα αφανής, κι ως προς τις αισθήσεις διάχυτος και ξένος.
Πηγή: Καταγωγή στο: Ποιήματα (1971-2008). Αθήνα: Καστανιώτης 2018, σσ. 196-197.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου