— Εγώ είμαι η Μαρία κι η άλλη η Μαρίκα.
Στεκόταν και τον κοιτούσε προκλητικά, του προσφερόταν χωρίς περιστροφές. Την κοίταξε κι εκείνος. Από το γερό, νεανικό κορμί, από την ανέκφραστη μογγόλικη φάτσα αναδινόταν κύμα γενετησιασμού. Θόλωσε το μυαλό του, και παραμέρισε την επίμονη ιδέα που, από το πρωί, του φαρμάκωνε την ψυχή. Αυτή ήταν η καλύτερη αντίδραση από το αλκοόλ και το χασίσι...
Με σίγουρο χέρι της χάιδεψε τον λαιμό.
— Λοιπόν Μαρία; Θα γίνουμε φίλοι;
— Γιατί να μην γίνουμε; Όσο πιο γρήγορα, τόσο το καλύτερο...
Λέγοντας έτσι, ακούμπησε απάνω του και τον κοιτούσε στα μάτια. Το μαστίγιο του δαίμονα όργωσε τα σερνικά νεφρά. Την άρπαξε στα μπράτσα του και ρούφηξε τα χείλια της με βουλιμία...
Δέκα λεπτά πιό ύστερα, ο Στεφανής κάπνιζε ξαπλωμένος ανάσκελα στο ξέστρωτο κρεβάτι. Δεν συλλογιζόταν τίποτα. Με το ξαλάφρωμα της σάρκας, άνοια μακάρια είχε διαποτίσει την ύπαρξη του. Η Μαρία, όρθια λίγο πιο πέρα, ξαναφορούσε τη κυλότα της.
— Πηγαίνω, είπε.
Εκείνος την κοίταξε. Η ορμή, ύστερα απ’ τη μακρόχρονη αναστολή, ξύπνησε με απαιτήσεις επείγουσες, επαναληπτικές.
— Κάτσε ακόμα, μουρμούρισε.
Η κοπέλα γέλασε πονηρά.
— Τόση πείνα έχεις;
— Αν δεν πιστεύεις, ξάπλωσε να στο αποδείξω...
— Κάνε δέκα λεπτά υπομονή...
Έφυγε, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη. Ο Στεφανής σφάληξε τα μάτια κι αποτέλειωσε το τσιγάρο του με βαθιές ρουφηξιές. Το τρίξιμο της πόρτας τον έκανε να ανοίξει τα μάτια. Θαρρούσε πως θα βλεπε την Μαρία, μα ήταν η Μαρίκα, που ερχόταν φορτωμένη σεντόνια και μαξιλαροθήκες.
— Μπορώ να στρώσω το κρεβάτι; ρώτησε δειλά.
— Ευχαρίστως...
Ο Στεφανής σηκώθηκε και κάθισε σε μια καρέκλα.
Με μάτια αδιάφορα, παρακολουθούσε την κοπέλα να στρώνει τα σεντόνια. Καθώς έσκυβε, από το ανασηκωμένο φόρεμα της πρόβαλαν οι λιγνές λυμφατικές γάμπες της, μαζί με την κάτω μεριά των μεριών της. Το λιγνό κορμί της, με τους μικρούς σφαιρικούς γλουτούς, είχε κάτι το παιδακίσιο. Καμιά σύγκριση με την πλούσια σαρκοφυία της αλληνής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου