Παραμύθι παραμύθι: μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια κοπέλα που αγαπιότανε με ένα δάσος. Μωρό την είχανε φέρει εκεί τα τσακάλια, την θήλασαν οι λύκοι, την νανούρισαν τα φίδια. Όταν μεγάλωσε, έγινε η Παναγία του Δάσους – κάθε βράδυ έσμιγε μ’ ένα δέντρο. Και ψήλωναν τα δέντρα και μεγάλωναν με την λαχτάρα της.
Κάποτε ήρθε ένας Βασιλιάς στο δάσος – κουβαλούσε μαζί του στρατό, όπως συνήθως. Βρήκε μια τρίχα από τα μαλλιά εκείνης της Παναγίας και την αγάπησε τρελά. Έβαλε τους ντελάληδές του να την φωνάξουν, τάζοντας της γάμους και παλάτια.
Κι όταν είδε πως εκείνη δεν φανερώνονταν, ο βασιλιάς έκαμε τον εκβιασμό του: αν η κοπέλα δεν γίνονταν δική του ευθύς αμέσως, θα έκοβε όλα τα δέντρα του δάσους.
Τότε η Παναγία έσμιξε με το πρώτο δέντρο που πήγε να κόψει ο Βασιλιάς – μαζί με τον κορμό του έκοψε και τον λαιμό της κοπέλας. Έτρεξε καταγής το μαύρο της αίμα.
Μεμιάς από κάθε δέντρο κύλησαν δάκρυα, δάκρυα γιομάτα με παμπάλαια χρώματα και ανέμους. Κι ήρθαν και τύλιξαν το κομμένο κεφάλι της Παναγιάς και το ζωντάνεψαν.
Κι όσην ζωή έδωσαν σε εκείνη, άλλο τόσο όλεθρο έδωσαν στον Βασιλιά και στους στρατιώτες, καθώς τους πέτρωσαν όλους. Μήτε ένας γλίτωσε από ολάκερο στρατό.
Έτσι έμεινε ζωντανή η Παναγία’ και καθώς δεν μπορούσε να σμίξει πια με τους κορμούς –είχε χαμένο το σώμα της-, έβγαλε ρίζες και κλαδιά. Κι άρχισε να αγγίζεται με τα δέντρα και να αγκαλιάζεται και να φιλιέται και να ενώνεται μαζί τους – κι άρχισε ακόμη να αγκαλιάζεται με τις πέτρες που ήσαν οι φονιάδες της και να τυλίγεται γύρω τους.
Και τα βράδια εκείνη η αποκεφαλισμένη τραγουδούσε κάτι σαν νανούρισμα’ και τα δέντρα κλαίγανε για να την μεγαλώσουν κι άλλο και να την αγκαλιάσουν όλο και περισσότερο.
Και κανένας βασιλιάς δεν περνούσε πια με τους φονιάδες του μέσα από το δακρυσμένο δάσος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου