ΣΚΗΝΗ Γ'
Χίος, Κρης, Αλβανός, Λογιώτατος, Κύπριος
(Εισέρχονται όλοι ομού)
*
ΧΙΟΣ: Καλέ σεις, μάθετεν τα μαντάτα; ήκαψαν την αρμάδα του Μπραήμη στο Νιόκαστρο...
ΑΝΑΤ.: Ποιος έκαψε; αλήτεια;
ΧΙΟΣ: Κι ε γλέπετεν τα τζαγκιά μου π' ουν όλο λάσπες π' ούτρεχα να μάθω; ε σας χωρατεύγω, να χαρώ την τσάτσα μου.
ΠΕΛ.: Ναίσκε, τα σωστά λέγει· έτσι είναι...· να, το γράφει και στην Εφημερίς
ΛΟΓ.: (λαμβάνων την εφημερίδα εις χείρας). Νέαι τινές αγγελίαι γεγράφανται;
ΠΕΛ.: Νέαι, και νέαι.. .· πάει ο Μπραήμης πίσων τον ήλιο.
ΛΟΓ.: Πώς δε; ηλευθέρωται Ελλάς;
ΑΝΑΤ.: Ιστέ, Μόσκοβο, Φραντζέζο, Εγγλέζο, έκαψε καράβια Ιμπραήμ πασσά, βέσσελαμ ντε ντιαβάζεις φημερίδα; εσύ είσαι Λογιώτατο.
ΛΟΓ.: Οι στόλοι των Δυνάμεων;
ΑΝΑΤ.: Τι λες άνταμ; κύριε των δυνάμεω; σαρακοστή ακόμα ντε ν ήρτε.
ΑΛΒ.: Πρα, τι χαμπέρι ορέ;
ΑΝΑΤ.: Καινούργια χαβαντήσια.
ΑΛΒ.: Πλιάτσκα ορέ;
ΑΝΑΤ.: Πλιάτσκα, 'μάτσκα ντεν είναι. Μόσκοβο, άνταμ, Φραντζέζο, Εγγλέζο, έκαψε καράβια Ιμπραήμ πασσά...· άκουσες τώρα;
ΑΛΒ.: Πρα, πού ορέ να το κάψης το καράβγιες; στο Κότρο;
ΑΝΑΤ.: Τι τα πη κότρο;
ΧΙΟΣ: Στην Κόρθο άματις θε να πη... Όσκε, στο Νιόκαστρο.
ΚΡΗΣ: Έμαθά το δα κι εγώ πουρί ντεντίμ.
ΧΙΟΣ: Εμάθετέν το κι εσείς; (προς τους άλλους) Γλέπετεν; ε σας ήλεγα' γώ, κι ε μου πιστεύγατεν; τώρη πλεια πρέπει να ξεφαντώσουμε.
ΠΕΛ.: Τώρα ναι, χρειάζεται να κάμουμε ένα καλό γλέντι.
ΑΝΑΤ.: Τι; τσουμπούσι; άιντε ντε!! άμμα να κάτσουμε ούλοι σ' ένα σουφρά.
ΧΙΟΣ: Ναίσκε, όλοι να κάμουμεν μιαν παρέγια με το ρεφενέ μας.
ΛΟΓ.: Και δη ευθυμητέον τήμερον, και πανηγυριστέον την της Ελλάδος παλιγγενεσίαν...· καγώ μεθ' υμών.
ΑΝΑΤ.: Κάτεσαι κι εσύ μαζί μας σουφρά Λογιώτατε;
ΛΟΓ.: 'Εγωγε.
ΑΝΑΤ.: Τζάνουμ, Λογιώτατε, μπαμπά σου γλώσσα γιατί ντε μιλάς;
ΛΟΓ.: Την των προγόνων διαλέγεσθαι χρη.
ΑΝΑΤ.: Εγώ χρη μη, γόνω, μόνω, ντε ξέρω· γιατί ντε μιλάς ρωμαίικα, έριφ;
ΛΟΓ.: Ταύτην γαρ και μεμάθηκα.
ΑΝΑΤ.: Όρσε κι άλλο!!! εγώ λέω, γιατί ντε μιλάς ρωμαίικα, εκείνο με λέει, μεμανάτηκα, πανάτηκα...· αν μπορής κατάλαβε πγια.
ΧΙΟΣ: Καλέ, ίντα θα κάμουμεν τώρη; εν καθούμεστεν πλια;
ΑΛΒ.: Πω, να το κόμης ανταλέτι μαζί, ορέ.
ΑΝΑΤ.: Ναι, ούλοι σ' ένα σουφρά να κάτσουμε, τζάνουμ.
ΑΛΒ.: Χα, χα. καλό είναι έτσι, ορέ.
ΚΥΠΡ.: Σα θα κάτσουσιν όλοι τούτοι να φάσιν, τρώω κι εώ.
ΧΙΟΣ: Να διαβάσουμεν τώρη τη λίστα, να δγιούμεν ίντα φαγιά μας έχει... Λογιώτατε, διαβάστεν τη εσείς τη λίστα (τω δίδει τον κατάλογον).
ΛΟΓ.: (αναγινώσκει) Σούπαν από κολοκύνθια, βραστόν βουδινόν, εντράδαν, κιοφτέδας, δολμάδας... (αφίνει τον κατάλογον). Ταύτα τουρκιστί εγεγράφατο, άπερ δη και ιλιγγιά με αναγινώσκοντα. (προς τον Κύπριον) Ανάγνωθι ουν συ, Κύπριε.
ΚΥΠΡ.: (αναγινώσκει) Πουρέκκιν, κεπάππιν, καταΐφφιν, ψωμμίν, κρασσίν, τυρίν, ψάριν ψηττό, ψάριν βραστό, φρούττα και ποκλαβάτην.
ΑΝΑΤ.: Άνταμ! μπακλαβά πες το μπρε!... (προς τον ξενοδόχον) Αμέ ντικό μου παστουρμά;
ΞΕΝ.: Ότοιμος είναι, να σας χαρώ.
ΑΛΒ.: (προς τον ξενοδόχον).Πρα, ορέ Λοκάντα...· πω εσύ ορέ Λοκάντα! πρετζέσι ορέ, δεν έχει;
ΞΕΝ.: Ίντ' αν αυτό το πρετζέσι;
ΑΛΒ.: Πρα να το παίρνης εσύ ορέ συκώτι, να το βάνης στο κιομλέκι, να το ρίχνης και πολύ πολύ σκορδάρι, πρα να το τριβής μέσα και ψίχα ψίχα κουραμάνα, να το κάνης ανταλέτι.
ΞΕΝ.: Θέτεν το άματις να σας το φτιάξω;
ΑΛΒ.: Πρα να το ζήσης, ορέ...· χα, χα· να το φκιάνης, πω κι εγώ να το πλερώνης ούλο βενετίκες.
ΞΕΝ.: Οχονούς σας το φτιάνω. (καθ' εαυτόν) Ούργιος είν' και τούτος στην πίστι μου.
ΛΟΓ.: Άξον δη καμοί πλακούντα, τον και μάκαρες ποθέουσιν.
ΑΝΑΤ.: (προς τον Ξενοδόχον) Μισέ Μπαστιά, μισέ Μπαστιά...· έλα...· έλα...· Λογιώτατο μακαρόνια τέλει.
ΛΟΓ.: Ουχί, αλλά πλακούντα και δη είρηκα τον και μάκαρες...
ΑΝΑΤ.: Ιστέ μακαρόνια για, εσύ καμήλα είσαι να φας χαμούρι; άνταμ, ντεν τρως ντολμά σαν το γρότο μου, κιοφτέ σαν το παπούτσι μου, μόνε μακαρόνια ύρεψες;
ΛΟΓ.: Ουκ έγνωκας.
ΑΝΑΤ.: Έγνωκας, μέγνωκας, ντεν έχει αρτίκ· εσύ καλό φαΐ ποιο είναι ντεν ιξέρεις. (προς τον ξενοδόχον) Μισέ, (καθ' εαυτόν) -αλλάχ τζιζά βερσίν ούλο ιξεχνώ όνομα του...· α...· Μπαστιά...· ηύρα- μισέ Μπαστιά, τσιμπούκι ντε ν έχεις εντώ πέρα;
ΞΕΝ.: Έχω, να σας χαρώ...· ορίστε... (τω δίδει).
ΛΟΓ.: Άγε δη μοι και τριχείας τεταριχευμένους συν οξυγάρω τε και ελαίω.
ΞΕΝ.: Ίντ' άπετεν;
ΠΕΛ.: Τριχιές γυρεύει να τον δέσουνε...· μοιάζει μουρλάθηκε ο κουρούνης.
ΞΕΝ.: Καλ' αλήθεια κουζουλαθήκετεν και θέτενε να σας δέσουμεν; κι ως πόσες οργιές τις θέτε ν' άνε;
ΛΟΓ.: Ούμενουν αλλά τριχείας και δη έφην, τους και σαρδέλας βαρβαριστί καλουμένους.
ΞΕΝ.: Κι ε λέτενε να σας φέρω σαρδέλες, μόνε λέτεν τριχιές; (καθ' εαυτόν) Κι εν είν' κουζουλός τώρη; να χαρώ την τσάτσα μου, για δέσιμο σας έχω, κι έννοια σας.
ΛΟΓ.: Και δη άγαγέ μοι και σωλήνα.
ΞΕΝ.: Εν ηφέρανε σήμερις σουλήνες...· χάβαρα έχουνε... θέτεντα;
ΛΟΓ.: Ουχί, αλλά καπνοσύριγγα...
ΑΝΑΤ.: (προς τον ξενοδόχον) Σύριγγα υρεύει Λογιώτατο· σφίξι έχει.
ΛΟΓ.: Ουκ, αλλά το νικοτιανάγωγον, είρηκα, αμφί τη χοάνη και τη νικοτιανοπήρα.
ΑΝΑΤ.: Σακίν τσιμπούκι τελείς κ' εσύ; ζέρεμ τσιμπούκι μου πολύ κυττάζεις.
ΛΟΓ.: Και μάλα γε, καπνιστέον και γαρ.
ΑΝΑΤ.: Αι μπουταλά, άι!! Και ντε λες τσιμπούκι, μόνε ανακάτωσες ούλα τα πράματα, σουλήνες, μουλήνες, συρίγγες, μυρίγγες; πολύ σασκίνη άντρωπο είσαι, να με συμπατήσης.
ΚΥΠΡ.: (προς τον Ξενοδόχον) Φέρε κι εμένα απ' εκείνο το πώς το λέσιν.
ΞΕΝ.: Ίντα λέσιν θέτενε κι εσείς πάλι;
ΚΥΠΡ.: Το χαλλούμιν.
ΞΕΝ.: Ίντ' αν τούτο το χαλλούμιν πάλι; πρώτη βολά τ' ακούγω, να χαρώ τον πάη μου.
ΚΥΠΡ.: Το χαλλούμιν είν' τυρίν που τρώσιν το· (καθ' εαυτόν) πίσσαν ν' άχης...· ένα κουφφίνιν είχασιν στο παζάριν, και πουλλάγασίν το.
ΞΕΝ.: Εν το ξέρω, κι εν έχω, κι εν τ' άκουσα ποτές μου. (καθ' εαυτόν) Καλέ τούτοι του διαβόντρου οι γυιοί να μου τον πιπιλήσουνε θένε το νου μου. (αναχωρεί).
Δημήτριος Βυζάντιος (1790-1853)
«Η Βαβυλωνία »,1836.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου