Αν ο πόλεμος αποτελεί τη συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα, αν λοιπόν στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου αντικατοπτρίζεται η υφή των πολιτικών συνθηκών, τότε είναι φυσικό στη μαζικοδημοκρατική εποχή να εκδημοκρατισθεί και ο πόλεμος. Αυτή τη φορά δεν πρόκειται βέβαια για την καθιέρωση της γενικής στρατιωτικής θητείας κοντά στο γενικό εκλογικό δικαίωμα, από την οποία πολλοί σοσιαλιστές στον 19ο αιώνα περίμεναν τον εκδημοκρατισμό των ένοπλων δυνάμεων. Τώρα εκδημοκρατίζονται μάλλον τα μέσα διεξαγωγής πολέμου, και μάλιστα στο πλαίσιο μιας αμφίπλευρης εξέλιξης, κατά την οποία η προηγούμενη γενική κοινωνική σχέση μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών φορέων μεταβάλλεται εις βάρος των στρατιωτικών, συνάμα όμως η καινούργια ευελιξία των όπλων και των μορφών πολέμου διευκολύνει, και μάλιστα προκαλεί, τις στρατιωτικές επεμβάσεις. Με δεδομένες τις στενότατες σχέσεις ανάμεσα σε τεχνολογικές δυνατότητες και σε στρατηγική ή τακτική του πολέμου -σχέσεις υφιστάμενες το αργότερο από την εποχή της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης-, η παραπάνω εξέλιξη ξεκίνησε αναγκαστικά από τις τεχνολογικά προηγμένες μαζικές δημοκρατίες της Δύσης· και με δεδομένη την πυκνότητα, την οποία προσέλαβε εν τω μεταξύ η πλανητική πολιτική, θα αγκαλιάσει αναπόδραστα ολόκληρη την παγκόσμια κοινωνία, καθώς αυτή μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου μπαίνει σε μια φάση εντονότερης κινητικότητας. Ρηξικέλευθο ρόλο παίζει εδώ η άμβλυνση των ορίων ανάμεσα σε πολιτική και στρατιωτική τεχνολογία χάρη στην τρίτη βιομηχανική επανάσταση. Όσο περισσότερο εξαρτώνται η πολιτική και η στρατιωτική τεχνολογία από την ηλεκτρονική και την πληροφορική, τόσο μειώνεται η απόσταση ανάμεσα τους, όχι βέβαια στα κατώτερα, πάντως όμως στα ανώτερα και ανώτατα επίπεδα· όμως ακριβώς σ’ αυτά λαμβάνονται οι αποφάσεις για την καθοδήγηση ολοκλήρου του διαθέσιμου μηχανισμού, προκειμένου κατόπιν να τεθούν τα μέλη του σε κίνηση μέσω της ίδιας εκείνης τεχνολογίας, η οποία παρέχει τα πληροφοριακά στοιχεία για τη λήψη των βασικών αποφάσεων. Η απρόσκοπτη μετάβαση από την πολιτική τεχνολογία στη στρατιωτική, καθώς και αντίστροφα, σημαίνει ότι για να προωθηθεί η δεύτερη δεν χρειάζονται ξεχωριστές και εκτεταμένες προσπάθειες, όσο κι αν η εφαρμογή γενικών γνώσεων στον στρατιωτικό τομέα καθώς και η ιδιαίτερη στρατιωτική τους επεξεργασία στα επί μέρους απαιτεί χρόνο και ανθρώπους με την αντίστοιχη ειδίκευση. Η πίεση μείωσης του κόστους παραγωγής, κάτω από την οποία βρίσκεται η πολιτική τεχνολογία, επηρεάζει ευνοϊκά την κατασκευή στρατιωτικών προϊόντων, ενώ επί πλέον οι παράλληλες πρόοδοι και στους δύο τομείς συντομεύουν τον χρόνο που χρειάζεται για την ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων από την ώρα του σχεδιασμού τους ίσαμε την επιχειρησιακή τους ετοιμότητα.
Στην ακραία περίπτωση η πρόοδος της πολιτικής τεχνολογίας επιτρέπει eo ipso την άμεση στρατιωτική της χρήση.
Για τους λόγους αυτούς η θέση των στρατιωτικών, η οποία προγενέστερα ήταν συχνά προνομιούχα από πολιτική άποψη, υποβιβάζεται με την έννοια ότι η πολεμική βιομηχανία βαθμηδόν παύει να περιβάλλεται με το ζοφερό φωτοστέφανο του arcanum imperii, ενώ ο πολίτης τεχνικός μπορεί εν μέρει να υποκαταστήσει και εν μέρει να κατευθύνει τον στρατιωτικό· ταυτόχρονα μεταβάλλεται ο τρόπος, με τον όποιο κατανοούν οι ίδιοι οι στρατιωτικοί τον εαυτό τους, δηλαδή -για να αντιδιαστείλουμε δύο γνωστά στερεότυπα- στη θέση του αρειμάνιου πολεμιστή μπαίνει ο σύγχρονος νηφάλιος τεχνικός. Η δυνατότητα αριθμητικής μείωσης των ενόπλων δυνάμεων όσο προοδεύει η εκτεχνίκευσή τους συμβάλλει κι αυτή στην υποβάθμιση της κοινωνικής θέσης των στρατιωτικών, τουλάχιστον μέσα στις μαζικές δημοκρατίες της Δύσης. Ωστόσο οι εξελίξεις αυτές διόλου δεν προδιαγράφουν τον μελλοντικό εξοβελισμό του στρατιωτικού παράγοντα, όπως ακριβώς και η συγχώνευση πολιτικής και οικονομίας διόλου δεν αποκλείει την πολιτικοποίηση της οικονομίας. Υπό ορισμένους πολιτικούς και ψυχολογικούς-ιδεολογικούς όρους μπορούμε μάλιστα να εικάσουμε ότι ο στρατιωτικός εκσυγχρονισμός ή η βελτίωση του στρατιωτικού τομέα μπορεί να συντελεσθεί ανετότερα και αποτελεσματικότερα χάρη στη συνύφανσή του με τη μη στρατιωτική τεχνολογία και πίσω από την αθώα της πρόσοψη. Η συνύφανσή αυτή μπορεί λ.χ. να επιτρέψει σε Δυνάμεις όπως η Ιαπωνία και η Γερμανία, οι όποιες μέσα στη στρατηγική συγκυρία του Ψυχρού Πολέμου είχαν τη δυνατότητα να είναι οικονομικά ισχυρές, αλλά ήσαν αναγκασμένες να παραμένουν στρατιωτικά υποδεέστερες, να καλύψουν ταχύτατα τις ελλείψεις τους στον στρατιωτικό τομέα, εφ’ όσον είναι σε θέση να προσαρμόσουν απλώς την υψηλή τους τεχνολογία από την πολιτική στη στρατιωτική χρήση. Η ίδια τεχνολογική πλησμονή της Δύσης γεμίζει και τους αγωγούς που φέρνουν τα σύγχρονα όπλα στους εξωευρωπαϊκούς χώρους, συχνά μέσα σε πολιτική συσκευασία. Βέβαια, οι μεσαίες και μείζονες Δυνάμεις των χώρων αυτών απέχουν λίγο ή πολύ από τη συνύφανση πολιτικής και στρατιωτικής τεχνολογίας σε υψηλό επίπεδο, όμως χρειάζονται προ παντός τα όσα όπλα παράγονται στο επίπεδο αυτό. Άλλωστε δεν κατανοούν γιατί αυτές δεν πρέπει να κατέχουν ό,τι οι μεγάλες Δυνάμεις ήδη διαθέτουν και επιθυμούν να κρατήσουν και στο μέλλον. Μία απαγόρευση προμήθειας πυρηνικού και άλλου σύγχρονου οπλισμού, η οποία θα στρεφόταν ειδικά εναντίον τους, θα μπορούσε να αιτιολογηθεί μονάχα με το επιχείρημα, ότι αποκλειστικά οι μεγάλες Δυνάμεις είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν τέτοιον οπλισμό έλλογα και φρόνιμα, όχι όμως και ο υπόλοιπος κόσμος. Όμως μια διάκριση τόσο υποτιμητική για τόσο πολλούς δεν είναι δυνατό να επιχειρηθεί χωρίς να περιφρονήσει κανείς τις διακηρυγμένες δυτικές αρχές της ισότητας των ανθρώπων και της οικουμενικής ηθικής. Καθώς φαίνεται, λοιπόν, επιβάλλεται να συμπεράνουμε ότι, αν όλοι οι άνθρωποι έχουν την ίδια αξιοπρέπεια, τότε θα έπρεπε να τους επιτρέπεται και η κατοχή των ίδιων όπλων.
Αν η διαδικασία του εκδημοκρατισμού πάνω στη βάση της προηγμένης τεχνικής μεταβάλλει το στρατιωτικό επάγγελμα σε μιάν απασχόληση ανάμεσα σε άλλες -μολονότι απ’ αυτή την πλευρά πάντοτε αναμένονται ιδιαίτερες επιδόσεις στην ώρα της έκτακτης ανάγκης-, σε πλανητικό επίπεδο ο εκδημοκρατισμός του πολέμου συντελείται χάρη στη χαλάρωση ή στον τερματισμό των μονοπωλίων της στρατιωτικής τεχνικής. Δεν μπορεί να μην αναλογισθεί κανείς τη φράση του φιλοσόφου -«η ανθρωπότητα χρειαζόταν την πυρίτιδα κι αμέσως αυτή εμφανίσθηκε»– όταν παρατηρεί τις σημερινές μορφές που παίρνει η σύγκλιση πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων. Τα στρατηγικά ατομικά όπλα ξεπερνιούνται και δίνουν το προβάδισμα σε μικρότερα, πιο ευέλικτα και μάλλον ευαπόκτητα όπλα τη στιγμή ακριβώς όπου προβάλλουν στο προσκήνιο οι μεσαίες και μείζονες Δυνάμεις που τα χρειάζονται. Στον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων μετά τον Ψυχρό Πόλεμο αντιστοιχεί η ανατίμηση όπλων, τα όποια μπορούν να χρησιμοποιηθούν με υψηλή ακρίβεια μέσα σε πολύ διαφορετικές τοπικές συνθήκες. Ακριβώς αντίστροφα εμφανιζόταν η κατάσταση στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, μολονότι στα τελευταία του χρόνια χαλάρωσε κάπως χάρη στην ανάπτυξη των πυραύλων μέσου και μικρού βεληνεκούς. Εν τούτοις η λογική της κατάστασης στο σύνολο της είχε ως συνέπεια να μη χάσουν διόλου τη σημασία τους τα στρατηγικά ατομικά όπλα. Η ασυμφιλίωτη εχθρότητα δύο γιγαντιαίων και συμπαγών στρατοπέδων, που στέκονταν άκαμπτα μετωπηδόν και μάλλον σπάνια έβρισκαν πλάγιες οδούς για να ξεγελάσουν το ένα το άλλο ή για να συνεννοηθούν, αντικατοπτρίσθηκε κατά τον γλαφυρότερο τρόπο στη συσσώρευση αποκαλυπτικών οπλοστασίων και από τις δύο πλευρές. Η χαρακτηριστική ιδιότητα των στρατηγικών τούτων όπλων ήταν ότι δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν την τεράστια καταστρεπτική τους ενέργεια σ’ έναν στόχο εύλογο από στρατιωτική άποψη· έπρεπε να σπείρουν τη μαζική καταστροφή, δηλ. να καταστρέψουν πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όσα χρειάζονταν για την πολιτικά επιθυμητή καθυπόταξη του εχθρού. Ακριβώς αυτή τους η αδεξιότητα, αν επιτρέπεται η έκφραση, τα καθιστούσε ικανά να ασκούν εκφοβισμό. Η άσκηση πολιτικής με τη βοήθεια τους ισοδυναμούσε με την άσκηση εκφοβισμού, όμως η διεξαγωγή πολέμου με τέτοια μέσα είχε λίγο-πολύ απρόβλεπτες συνέπειες.
Μετά τον Ψυχρό Πόλεμο το πλανητικό τοπίο δεν κυριαρχείται πια από δύο συμπαγή οχυρά, πού ορθώνονται το ένα απέναντι στο άλλο διαθέτοντας στρατηγικό οπλισμό, παρά μάλλον μοιάζει μ’ έναν ηλεκτρονικό πίνακα, όπου αδιάκοπα αναβοσβήνουν μικρά κόκκινα φώτα τοποθετημένα πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Ο παγκόσμιος πόλεμος που δεν έγινε καταμερίσθηκε σε πολλές περιφερειακές συγκρούσεις, μερικές από τις οποίες θα μπορούσαν και ν’ αποκτήσουν πλανητική σημασία. Μέσα στον κατακερματισμένο πλανητικό χώρο και έξω από τη σκιά ενός ατομικού παγκοσμίου πολέμου οι πόλεμοι γίνονται ευκολότεροι· ο παραγκωνισμός των στρατηγικών όπλων από τα όπλα ακριβείας αντιστοιχεί στην υποκατάσταση του παλαιού πυρηνικού εκφοβισμού από την καινούργια διεξαγωγή πολέμου. Η ανοιχτή έκβαση της νέας πλανητικής συγκυρίας επιτάσσει ευελιξία στη χρήση στρατιωτικών μέσων, ενώ ή ποικιλία των πιθανών επιθετικών στόχων, καθένας από τους οποίους μπορεί με τη σειρά του να περάσει στην επίθεση, απαιτεί γρήγορη συγκέντρωση των μέσων και εκείνη την ακρίβεια σκόπευσης, η οποία συνιστά ένα από τα εκπληκτικότερα αποτελέσματα της νέας οπλικής τεχνολογίας. Η πλανητική Δύναμη που βγήκε νικήτρια από τον Ψυχρό Πόλεμο είναι τώρα υποχρεωμένη, αν θέλει να παραμείνει πλανητική Δύναμη, να τελειοποιήσει με τη βοήθεια της νέας πολιτικοστρατιωτικής τεχνολογίας το στρατηγικό εκείνο δόγμα, το οποίο αρχικά διαμορφώθηκε μέσα στο πλαίσιο της παλιάς στρατηγικής του εκφοβισμού ως συμπλήρωμα της· ωστόσο flexible response στο έξης δεν μπορεί να σημαίνει απλώς την ικανότητα να αντιδρά κανείς σε κάθε βαθμίδα μας κλιμακούμενης αντιπαράθεσης με τα στρατιωτικά μέσα που αντιστοιχούν στην εκάστοτε σοβαρότητα της κατάστασης χωρίς να καταφεύγει εξ αρχής στα έσχατα μέσα, παρά οφείλει να σημαίνει, γενικότερα, την ικανότητα να επεμβαίνει κανείς σε κάθε σύγκρουση με τον εκάστοτε κατάλληλο εξοπλισμό.
Όπως είναι αυτονόητο, μια πλανητική Δύναμη, που με διαρκείς flexible responses θέλει να καταπνίγει ή να ελέγχει συγκρούσεις πλανητικής σημασίας, οφείλει να μεριμνά ώστε οι πιθανοί αίτιοι τέτοιων συγκρούσεων ή τουλάχιστον οι δικοί της πιθανοί εχθροί να μην αποκτήσουν πυρηνικά όπλα, αλλά ούτε και όπλα υψηλής ακριβείας· το ίδιο συμφέρον θα είχαν και Δυνάμεις, οι όποιες πιστεύουν ότι (σε ορισμένες περιοχές) εκπροσωπούνται από την πλανητική Δύναμη. Από την άποψη αυτή, η ολιγαρχία των κατόχων εξαιρετικά προηγμένων όπλων φαίνεται ν’ αποτελεί λυσιτελέστερη εγγύηση για την ειρήνη παρά η ένοπλη εξισωτική δημοκρατία.
[…]
Στις περιφερειακές συγκρούσεις, που γίνονται τώρα πιθανότερες λόγω της ανόδου μεσαίων και μειζόνων Δυνάμεων, η αισθητή τεχνολογική υπεροχή μιας τοπικής Δύναμης αναγκαστικά θα επηρεάσει τον συσχετισμό δυνάμεων, έστω κι αν ο κύριος όγκος των ένοπλων δυνάμεων όλων των πλευρών κατά τα άλλα έχει παραμείνει σε μια ξεπερασμένη βαθμίδα της τεχνολογικής εξέλιξης. Τεχνολογικά υπανάπτυκτες χώρες που εκδηλώνουν έντονες ανάγκες απόκτησης σύγχρονου οπλισμού το κάνουν έχοντας κατά νου τις δικές τους ή τις ξένες ηγεμονικές επιδιώξεις καθώς και τις συναφείς επικείμενες συγκρούσεις.
Η πρώτη από τις παραπάνω δύο περιπτώσεις θα εμφανιζόταν αν π.χ. μια υπερπεριφερειακή μεγάλη Δύναμη ήθελε να αντιπαραταχθεί στις ηγεμονικές αξιώσεις μιας ορισμένης περιφερειακής Δύναμης όντας αποφασισμένη να ρίξει στην πλάστιγγα ολόκληρη την τεχνολογική της υπεροχή. Τότε θα ανέκυπτε το εξής ερώτημα: μπορεί η περιφερειακή Δύναμη, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν είναι σε θέση να υπερισχύσει σ’ έναν ολόπλευρο αγώνα ενάντια στη μεγάλη Δύναμη, να της προκαλέσει εν τούτοις τόσες ζημιές, ώστε αυτό να επιδράσει αποτρεπτικά; Η απάντηση που θα δώσει το μέλλον στο ερώτημα αυτό θα έχει τεράστιες συνέπειες για τη διαμόρφωση της συγκυρίας μέσα στη σημερινή φάση της πλανητικής πολιτικής. Μπορεί να θεωρηθεί βέβαιο ότι η δύναμη πυρός όλων των πλευρών καθώς και η ταχυκινησία της θα αυξηθεί. Όλο και περισσότερες χώρες θα διαθέτουν πυραύλους με όλο και μεγαλύτερο βεληνεκές κι όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια σκόπευσης· όλο και συχνότερα θα εξοπλίζονται τα βαλλιστικά βλήματα με χημικά ή βιολογικά όπλα. Αν οι ενδιαφερόμενες μεγάλες Δυνάμεις αποδειχθούν ανίκανες να κατασκευάσουν συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και αναχαίτισης ή να εμποδίσουν τη διάδοση τέτοιων όπλων με συνεχείς επακριβείς επεμβάσεις, τότε θα πρέπει νωρίτερα ή αργότερα να διακινδυνεύσουν βαρείες απώλειες ακόμα και σε τελικά νικηφόρες συγκρούσεις με περιφερειακές Δυνάμεις. Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ότι χώρες, οι οποίες εξ αιτίας της γενικής τους οικονομικής κατάστασης δεν έχουν ελπίδες να οικειωθούν τη σύγχρονη προηγμένη τεχνολογία σ’ όλη της την έκταση, θα επιδιώξουν τουλάχιστον την απόκτηση όπλων ικανών ν’ ασκήσουν αποτρεπτική επίδραση ακόμα και πάνω σε μεγάλες Δυνάμεις. Αν η δυνατότητα αυτή πραγματοποιηθεί, τότε η πολιτική και στρατιωτική απόσταση ανάμεσα σε μεσαίες, μείζονες και μεγάλες Δυνάμεις θα μικρύνει περισσότερο απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς με κριτήριο την υφιστάμενη γενική διαφορά τεχνολογικού επιπέδου.
Ήδη ο διαφορετικός βαθμός εκτεχνίκευσης των στρατών δείχνει ότι στο μέλλον θα υπάρξουν πολλές μορφές διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων, θα υποτυπωθεί βέβαια μια ιδεατή εικόνα της σύγχρονης, δηλ. πέρα για πέρα εκτεχνικευμένης διεξαγωγής πολέμου, όμως αυτό διόλου δεν σημαίνει ότι σε ορισμένες καταστάσεις δεν θα αποδειχθούν καθοριστικές άλλες μορφές πάλης – τόσο μεταξύ τεχνολογικά ισότιμων όσο και μεταξύ τεχνολογικά άνισων εχθρών. Αυτό θα ήταν δυνατό όχι μόνον επειδή εξωτερικές αντιξοότητες ίσως παρακώλυαν τη χρήση υπερευαίσθητης τεχνολογίας, αλλά και λόγω του γεγονότος ότι τα όπλα μπορούν να καταστραφούν με μέσα απλούστερα από εκείνα πού απαιτούνται για την κατασκευή τους, μολονότι βέβαια κάθε άμεση αναμέτρηση τεχνικά προηγμένων όπλων με όπλα λιγότερο εξελιγμένα ceteris paribus θα αποβεί υπέρ των πρώτων. Έτσι π.χ. η καταστροφή διαστημικών αμυντικών συστημάτων με βομβαρδιστικά διαστήματος είναι ευκολότερη από την κατασκευή τους, ενώ σε μια τεχνολογικά κατώτερη βαθμίδα τρομοκρατικές ενέργειες και επιχειρήσεις καταδρομέων αποκτούν μεγαλύτερη στρατιωτική σημασία ακριβώς υπό συνθήκες υπερβολικής εκτεχνίκευσης. Πρέπει να αναμένεται ότι θα αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη τεχνική για την εξουδετέρωση της κορυφαίας στρατιωτικής τεχνολογίας και ότι γενικά οι οπλοτεχνικές προσπάθειες κατά μέγα μέρος θα επικεντρωθούν στον χώρο που βρίσκεται ανάμεσα στα πυρηνικά και στα παραδοσιακά συμβατικά όπλα.
Εν τούτοις τα πυρηνικά όπλα και οι συναφείς μορφές πολέμου δεν πρόκειται να εξαλειφθούν από το ευρύ φάσμα των σημερινών δυνατοτήτων διεξαγωγής πολεμικών επιχειρήσεων. Συμβατικά όπλα νέου τύπου μπορούν βέβαια να εκπληρώσουν ήδη τη λειτουργία τακτικών ατομικών όπλων, κανείς όμως δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι όλοι οι μελλοντικοί εμπόλεμοι, ανεξάρτητα από την πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων, δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν τα τελευταία. Επί πλέον, μια συμφωνία όλων των κρατών με σκοπό τη μη διάδοση τακτικών και στρατηγικών πυρηνικών όπλων καθώς και την καταστροφή των υφισταμένων θ’ αντιμετώπιζε ανυπέρβλητα εμπόδια. Οι μεγάλες Δυνάμεις -ακόμα κι αν θα παραβλέπαμε τον ανταγωνισμό μεταξύ τους- δεν μπορούν να παραιτηθούν απ’ αυτά ήδη επειδή σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν δυνατό να παρουσιασθεί το παράδοξο, ότι μια ατομικά εξοπλισμένη μεσαία Δύναμη εκβιάζει κράτη πολύ ισχυρότερα. Στα πιο αδύνατα κράτη, πάλι, τέτοια όπλα δίνουν δυνατότητες αποτροπής και τους εξασφαλίζουν στο επίπεδο αυτό κάποια ισοτιμία με τα ισχυρότερα, την οποία δεν μπορούν να επιτύχουν στο συμβατικό επίπεδο. Και τέλος, καμμιά πλευρά δεν μπορεί να είναι απολύτως βέβαιη ότι μια γενική καταστροφή των πυρηνικών όπλων θα είναι πρακτικά δυνατή και επίσης διαρκής. Η προθυμία, την οποία εκδήλωσαν στα τελευταία χρόνια οι δύο μεγάλες ατομικές Δυνάμεις να μειώσουν εν μέρει το οπλοστάσιο τους, δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως η αρχή μιας βαθμιαίας, αλλά πλήρους καταστροφής του· κατά πρώτο λόγο πηγάζει από τη διαπίστωση ότι μετά την ανάπτυξη των οπλών ακριβείας τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα ξεπεράσθηκαν.
Όπως είναι ευνόητο, οι υψηλά εκτεχνικευμένες στρατιωτικές Δυνάμεις εξαρτώνται στρατηγικά και τακτικά από τις προόδους και τις μεταβολές της τεχνολογίας περισσότερο παρά οι άλλες -ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ τους. Μια σημαντική τεχνική εφεύρεση ή ένας τεχνικός νεωτερισμός θα προκαλούσε κατά πάσα πιθανότητα αναδομήσεις σε ευρεία έκταση (τα ατομικά υποβρύχια θα έπαυαν λ.χ. να είναι οι προνομιούχοι φορείς όπλων αποτροπής, αν η θάλασσα γινόταν διαφανής). Στην περίπτωση εξαιρετικά εκτεχνικευμένων και περίπου ισοδύναμων αντιπάλων, οι οποίοι θα εκμεταλλεύονταν πλήρως τη δυνατότητα άκρας σύμπτυξης της στρατιωτικής τους οργάνωσης χάρη στη χρήση των πιο πρόσφατων συστημάτων διοίκησης και ελέγχου, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η διεξαγωγή πολέμου θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από αυτά τα συστήματα χωρίς αξιόλογη μαζική παρουσία στρατευμάτων. Ένας πόλεμος μεταξύ Ιαπωνίας και Ηνωμένων Πολιτειών λ.χ. θα μπορούσε κατά μέγιστο μέρος να διεξαχθεί στο διάστημα και στον ωκεανό με τη χρήση αυτοματοποιημένοι αεροπορικών μέσων και πλοίων επιφανείας ή υποβρυχίων. Αλλά αυτό είναι το ένα μόνο άκρο ενός πολύπτυχου φάσματος μορφών πολέμου, οι οποίες είναι θεωρητικά και πρακτικά δυνατές με βάση τα σημερινά πλανητικά δεδομένα. Μια ακριβέστερη προκαταβολική ταξινόμηση αυτών των μορφών πολέμου παρουσιάζει σοβαρές δυσχέρειες, επειδή οι πιθανοί εμπόλεμοι εκπροσωπούν όλες τις δυνατές βαθμίδες της πολιτικής και στρατιωτικής εξέλιξης -άλλωστε ο αριθμός τους αυξήθηκε σημαντικά μετά την αποσύνθεση των δύο στρατοπέδων του Ψυχρού Πολέμου και την προοδευτική αυτονόμηση ορισμένων περιοχών του κόσμου και ορισμένων κρατών. Οι τοπικοί πόλεμοι, που τώρα γίνονται πιθανότεροι γι’ αυτόν τον λόγο, θα πρέπει να είναι από στρατηγική και τακτική άποψη τόσο πιο άμορφοι, όσο περισσότερο διεξάγονται σε χώρους που δεν ενδιαφέρουν άμεσα καμμιά μεγάλη Δύναμη. Στο άλλο άκρο του παραπάνω φάσματος μπορούμε λοιπόν να τοποθετήσουμε πολέμους που διεξάγονται με σχετικώς απαρχαιωμένα μέσα μεταξύ αντιπάλων περίπου ισοδύναμων και τραβούν σε μάκρος χωρίς να παρουσιάζουν σπουδαίες στρατηγικές και τακτικές επιδόσεις.
Μολονότι όμως οι υποθετικές ταξινομήσεις της μελλοντικής ποικιλίας των μορφών πολέμου είναι θεωρητικά ριψοκίνδυνες και πρακτικά άσκοπες, θα μπορούσαμε, ξεκινώντας από όσους παράγοντες συζητήθηκαν στα παραπάνω, να διατυπώσουμε κριτήρια για να συλλάβουμε τουλάχιστον κατά προσέγγιση τον εκάστοτε χαρακτήρα των μελλοντικών πολέμων μέσα στην ευρύτερη προοπτική της ιστορίας του πολέμου εν γένει. Η τυπολογική μας προσπάθεια θα αποκτούσε καθαρότερο περίγραμμα αν επί πλέον επιχειρούσαμε συγκρίσεις με κλασσικές μορφές πολέμου από το παρελθόν χρησιμοποιώντας τη βοήθεια μιας γνώριμης -αν και συχνά παρανοημένης- ορολογίας. Μια βασική διασάφηση των πραγμάτων θα μας πρόσφερε πρώτα-πρώτα η διαπίστωση ότι, με δεδομένη τη σημερινή κοινωνικοπολιτική υφή των δρώντων υποκείμενων της πλανητικής πολιτικής, δεν πρέπει να αναμένονται «ολοκληρωτικοί» πόλεμοι σαν εκείνοι στους οποίους μετεξελίχθηκαν ο πρώτος και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Ο λεγόμενος «ολοκληρωτικός» πόλεμος υπήρξε ο τρόπος διεξαγωγής πολέμου από μέρους εθνών, τα οποία βρίσκονταν σε μιάν ήδη ώριμη φάση της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης. Τον κατέστησε δυνατό η ικανότητα των κινητοποιημένων «μετόπισθεν» να εφοδιάζουν αδιάκοπα το «μέτωπο» με τεράστιους όγκους πολεμικού υλικού, οι όποιοι στη συνέχεια χρησιμοποιούνταν σε μάχες όπου γινόταν εκτεταμένη χρήση υλικού και όπου αυτό φθειρόταν σχετικά γρήγορα. Όμως τα πολεμικά μέσα όλων των εμπόλεμων πλευρών δεν επαρκούσαν -ακόμα και όταν χρησιμοποιήθηκε μαζικά η αεροπορία στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο- για να πλήξουν θανάσιμα, έκτος από το υλικό του εχθρού στο μέτωπο, και τις οικονομικές πηγές του ανεφοδιασμού του στα «μετόπισθεν» -και ακριβώς σ’ αυτή την ανεπάρκεια οφείλεται η μακρά διάρκεια του «ολοκληρωτικού» πολέμου. Με την εμφάνιση των ατομικών όπλων, η όποια συνάμα σήμαινε την απαρχή της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, η κατάσταση αυτή άλλαξε από δύο αποφασιστικές απόψεις: τα «μετόπισθεν» μπορούσαν τώρα να τεθούν μέσα σε σύντομο διάστημα εκτός μάχης με συγκεντρωτικά πλήγματα και η «ολοκληρωτική» τους κινητοποίηση σε καιρό πολέμου περίττευε πια, γιατί η καθοριστική τώρα παραγωγή ατομικών όπλων δεν απαιτούσε καμμιά τέτοια κινητοποίηση· με σημαντικά μικρότερη κινητοποίηση μπορούσαν λοιπόν να προξενηθούν στον εχθρό πολύ πιο εκτεταμένες καταστροφές. Πρέπει να υποθέσουμε ότι σε μελλοντικούς πολέμους ανάμεσα σε έθνη με εξαιρετική οικονομική ανάπτυξη και ανεξάρτητα από τη χρήση ή όχι ατομικών όπλων, θα χρησιμοποιηθούν πολεμικά μέσα υψηλής τεχνολογίας, των οποίων η παραγωγή ούτε καν θα απαιτεί κάποια ιδιαιτέρως αισθητή συλλογική προσπάθεια, εφ’ όσον μάλιστα η συνύφανση πολιτικής και στρατιωτικής τεχνολογίας έχει προχωρήσει πολύ. Έθνη που έχουν περάσει από τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση είτε διαθέτουν ήδη τέτοια μέσα είτε μπορούν εύκολα να τα αποκτήσουν, ενώ συνάμα γίνονται όλο και συχνότερες οι περιπτώσεις εθνών, τα οποία ελάχιστα γνώρισαν τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, αλλά κατέχουν εν μέρει πολεμικά μέσα κατασκευασμένα με τις τεχνολογικές δυνατότητες της τρίτης. Οι μορφές πολέμου, οι οποίες θα προέκυπταν από τη διασταύρωση τέτοιων παραγόντων, πολύ λίγο θα έμοιαζαν με τον «ολοκληρωτικό» πόλεμο, αν νοήσουμε τον όρο με την αυθεντική ιστορική του έννοια. Και μονάχα θεωρητική και ιστορική σύγχυση θα προκαλούσε όποιος θα χαρακτήριζε ως «ολοκληρωτικούς» διαφόρους πολέμους, οι οποίοι διεξάγονται λ.χ. σε διακρατικά σύνορα και διαρκούν πολύ επειδή και οι δύο πλευρές είναι οικονομικά και στρατιωτικά αδύνατες, όχι επειδή έχουν μεγάλα αποθέματα δυνάμεων.
Αν θεωρήσουμε πολύ πιθανή την έκλειψη του «ολοκληρωτικού» πολέμου και, μέσα στις σημερινές συνθήκες, μιλήσουμε για δυνατότητα επιστροφής στον «πόλεμο εκμηδενίσεως», τότε και πάλι θα πρέπει να έχουμε κατά νου την ιστορικά δεδομένη και σαφή έννοια του όρου, τροποποιώντας την παράλληλα με βάση τη σημερινή πλανητική κατάσταση. Παρά την εντύπωση που διέδωσαν επιπόλαιοι ιστορικοί του πολέμου, ο «πόλεμος εκμηδενίσεως» δεν αποτελεί ούτε συνώνυμο ούτε πρόδρομο του «ολοκληρωτικού πολέμου», παρά ακριβώς το αντίθετο. Η «εκμηδένιση» αναφερόταν αποκλειστικά στις αντίπαλες ένοπλες δυνάμεις, και εδώ πάλι δεν σήμαινε αναγκαία ή πρωταρχικά τη φυσική τους εξόντωση, παρά την εξουδετέρωση τους με τη στρατιωτική έννοια· εξυπακουόταν έτσι ότι ο πόλεμος διεξάγεται αποκλειστικά μεταξύ στρατών και μέσω στρατών, χωρίς να κινητοποιείται και χωρίς να καταστρέφεται σκόπιμα ο άμαχος πληθυσμός και η ιδιοκτησία του. Πρότυπα παραδείγματα της τέτοιας διεξαγωγής πολέμου είναι οι πόλεμοι του 1866 και του 1870. Η διεξαγωγή ενός πολέμου εκμηδενίσεως μ’ αυτή την έννοια θα ήταν σήμερα δυνατή μεταξύ Δυνάμεων τεχνολογικά υπερανεπτυγμένων, οι όποιες θα βασίζονταν αποκλειστικά στα συστήματα διοίκησης και ελέγχου και στα όπλα ακριβείας προκειμένου να τσακίσουν τη στρατιωτική οργάνωση του εχθρού και να τον αναγκάσουν σε συνθηκολόγηση. Αν προσφέρεται -πράγματι μια τέτοια δυνατότητα.
[…]
Εν πάση περιπτώσει πρέπει να υποθέσουμε ότι ο τρόπος, με τον οποίο η παγκόσμια κοινωνία θ’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανομίας, θα επηρεάσει σημαντικά τόσο τη δομή της μελλοντικής παγκόσμιας τάξης όσο και τον χαρακτήρα των μελλοντικών πολέμων.
Αποσπάσματα από το βιβλίο Παναγιώτης Κονδύλης. Πλανητική πολιτική μετά τον ψυχρό πόλεμο. Εκδ. Ποντίκι. Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου