Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Τάκης Σινόπουλος- Ο επιζών



Βασανισμένο πρόσωπο τώρα βασανισμένο
ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ ἀνατέλλοντας
σὲ τούτη τὴ ρωγμὴ διψώντας
ὄγκοι διαστήματα καὶ βράχοι καὶ βουνὰ
τώρα διψώντας
κανένα πέρασμα δὲν εἶναι νὰ τὸ ἐμπιστευτεῖς
κανένας δρόμος
τώρα φωνάζοντας ἀνάμεσα σὲ δυὸ ἥλιους φοβεροὺς
μὴ ξέροντας γιατί φωνάζω τὴ νύχτα ποιὸν φωνάζω τὴ νύχτα
ἡ νύχτα τί σημαίνει μὴ ξέροντας ἂν ὑπάρχει ἡ νύχτα
μέσα στὴ νύχτα ἂν ἡ νύχτα χάνεται σὲ τοῦτα τὰ σιωπηλὰ βουνὰ
γύρω βουνὰ καὶ χώματα ὑπομένοντας
ἐδῶ τὴ νύχτα μου ὑπομένοντας
ἀνατέλλοντας καὶ δύοντας ἀκατάπαυστα
πέφτοντας σὲ γυμνὴ σκέψη δίχως πράξη σὲ γυμνὸ στοχασμὸ
ἀκούγοντας τὸν ἦχο ποὺ ἀκούγεται
ἀκούγοντας τὸ τύμπανο
ἀκούγοντας ὁλοένα τύμπανα τύμπανα τύμπανα
ἀκούγοντας τύμπανα καὶ σιωπὴ
στρέφοντας τὸ πρόσωπο ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει ἡ σιωπὴ
νιώθοντας τύμπανα περιμένοντας τύμπανα ἀκούγοντας τύμπανα
ἀνάμεσα βράχων καὶ σιωπῆς ἀνάμεσα σιωπῆς καὶ νύχτας
ἀνάμεσα διαστήματος καὶ διαστήματος
ἀνατέλλοντας καὶ δύοντας
πέφτοντας ἀκατάπαυστα
σ' ὄνειρο ἀνάστατο σὲ μνήμη φοβερὴ
μάρτυρας τῶν βουνῶν
μάρτυρας τούτων τῶν βουνῶν
ὑπάρχω.
Εἶναι μία στέγη τὰ βουνὰ καθρέφτες στρέφουνε τὸ φῶς
σ' ἄλλα βουνὰ
ἦχος πουλιῶν συννεφιάζει ψηλὰ τὸν αἰθέρα
ἄνεμοι κορυφῶν ἰαχὲς μὲ φεγγοβόλα ὁράματα
ἀνίδωτοι ἄνεμοι σαρώσανε τὴ γῆ
φτεροῦγες ἄνεμοι ἄνεμοι
σα νάρχονταν ἀπὸ μακριὰ ἕνας κόσμος καὶ νὰ χάνονταν
ὁ βράχος σὲ κοιτάζει ὅταν κοιτάξεις στρέφοντας
χωρὶς κανένα πρόσωπο τὴν ὄψη χάνοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ
ποτὲ τὴν ὄψη φανερώνοντας μήτε πιὸ πέρα
ἐκεῖ ποὺ ἡ ὄψη στὰ βουνὰ φωτίζεται
καὶ δείχνει βράχια σὲ γυμνὴ διαδοχὴ
διαδοχὴ τῶν βράχων τοῦ κενοῦ
διαδοχὴ τοῦ αἰθέρα
καὶ τὸ τύμπανο
τὸ τύμπανο
ἀκούγοντας κάτω ἀπ' τὸ χτύπο τοῦ τύμπανου τὸ δάσος νἄρχεται
ὅπου τοῦ σκίνου ἡ ἀνασαιμιὰ τοῦ πριναριοῦ τὸ σκίρτημα
ὅπου τὸ σύρσιμο τοῦ ἀστρίτη τὸ στριμμένο γέλιο τῆς νυφίτσας
ἡ σκιὰ τοῦ λύκου ἀόρατη ἡ φωνὴ ἀόρατη
ὑπάρχοντας παντοῦ ἀκόμα καὶ στὸ ξερὸ φῶς τοῦ χόρτου
στρέφοντας εἰκόνες σ' ἀκαθόριστα κύματα
ἂν φύγει τὸ μεσημέρι καθρέφτης τὸ δάσος θὰ σβήσει
καὶ μία βουὴ ἕνα παγερὸ ἄκουσμα
ξερὸ τὸ φῶς
τὸ πρῶτο τύμπανο
ἡ τουφεκιὰ
ὑφασμένη μὲ τὸ στερνὸ φῶς ποὺ δὲν ὑπάρχει φῶς
ὑφασμένη μὲ τὴν ἀναγγελία τῆς νύχτας
τὸ πρῶτο τύμπανο κι ἰδοὺ
μάρτυρας ἐπιζῶν ἐγὼ ἀναγγέλλοντας
τὴν ἀνάγκη τοῦ τύμπανου ἀναγγέλλοντας
τὴν ἀνάγκη τῆς νύχτας
τώρα διψώντας καὶ φωνάζοντας
ἀνάμεσα σὲ δυὸ ἐποχὲς
σὲ δυὸ τροχοὺς ἀνάμεσα
διψώντας καὶ πονώντας καὶ φωνάζοντας
σφηνωμένος ἀνάμεσα
σὲ τοῦτες τὶς γυμνὲς
λαβίδες
τὰ βουνά.


Ὑποταγμένοι σ' ἕνα τουφέκι σὲ μία τουφεκιὰ
σιωπηλοὶ κι ὑποταγμένοι -ἂν εἴχαμε κοιτάξει σωστὰ
τὸ πρόσωπο φαγωμένο στοῦ κέδρου τὴ δροσιὰ- ἂν εἴχαμε προνοήσει
τίρ-λὶρ τίρ-λὶρ στοῦ κέδρου τὴ δροσιὰ
ἀνάμεσα ἥλιος ἄστραφτε
ὅλη τὴ μέρα στάλες
κύλαγε ἡ σιωπηλὴ βροχὴ
τυλίγοντας τίρ-λὶρ τυλίγοντας
τὸ πρόσωπο τίρ-λὶρ - ἂν εἴχαμε ἀγαπήσει
ἀργὰ σὰ νύχτωσε μόνος ἀνάσαινα κοιτώντας ὅλη νύχτα τὴ νύχτα
καὶ τ' ἄστρα τὄνα κόκκινο καὶ τ' ἄλλο κόκκινο
συμφώνησα μὲ τὸν καιρὸ συμφωνήσαμε ξεκινήσαμε
ἀπὸ τοῦτο τὸ σημάδι καὶ χτυπήσαμε
κάπου πήγαμε κάπου σταματήσαμε -ἂν εἴχαμε σταματήσει-
σὲ κεῖνο τὸ σημάδι ζυγιάζοντας τὸν καιρό.
Μὰ ποῦ εἶναι;
Ποῦ εἶναι τώρα τὰ παιδιά μου σὲ ποιὸν ἀγέρα
μὲς στὸν ἀγέρα τοῦ λύκου τροφὴ
ποῦ εἶναι τώρα οἱ πατέρες μου σὲ ποιὸν ἀγέρα
μὲς στὸν ἀγέρα τοῦ λύκου τροφὴ
ποῦ εἶναι τὸ σπίτι μου κάτω ἀπ' τὸ πόδι τοῦ κακοῦ
κι ἐγὼ ποῦ εἶμαι
σὲ ποιὰ πατρίδα κείτομαι σὲ ποιὰ χώρα δίχως ὄνομα
στὰ χέρια μου κρατώντας τὸ ζυγοστάτη τοῦ χαμοῦ
τὰ χρόνια μου ζυγιάζοντας σὲ τοῦτα τὰ περάσματα
ξύλα καὶ πέτρες κάψαλα καὶ κάψαλα.
Μὰ ποῦ εἶναι;
Ποῦ εἶναι ὁ δρόμος γιὰ τὸ χωράφι ὁ δρόμος ποὺ ἐπιστρέφει ἀπ' τὸ χωράφι
τὸ πρόβατο ἀργοπορώντας πάνω στὸ χόρτο τὸ τραγὶ στὴ μουσκεμένη λάκκα
μακραίνοντας ἥσυχα βόσκοντας ἥσυχα ἀνασαίνοντας
ἥσυχα τὸ μουλάρι στὸ φράχτη λουσμένο μὲ φῶς
ποῦ εἶναι τὸ φῶς ὁ ἀέρας ὁ καιρὸς
ποῦ εἶναι ὁ ζεστὸς καιρὸς στὸ λόφο κάτω πέρα πέρα στὸ ποτάμι
ποῦ εἶναι τὸ πρόβατο καὶ τὸ τραγὶ
καὶ τὸ ποτάμι;


Τίρ-λὶρ κάψαλα χώματα εἶναι στὰ βουνά.


Τώρα θρηνώντας
πάνω σὲ τοῦτο τὸ ἔρημο σκαλὶ
περιμένοντας ὅπως τὸ λαβωμένο ἀγρίμι τὴ νύχτα
φωνάζοντας ὅλη νύχτα τὴ νύχτα τὰ παιδιά μου γυρεύοντας
τὸν πατέρα μου γυρεύοντας τὴ μάνα μου γυρεύοντας
τὴ γυναίκα μου γυρεύοντας ἀκούγοντας
ἕνα σύρσιμο βροχῆς τὸ σφυγμό της
τώρα γυρεύοντας τοῦτο γυρεύοντας ἐκεῖνο γυρεύοντας
μὴ ξέροντας τί γυρεύοντας βογγώντας
γυρεύοντας ποιὸν γυρεύοντας μὲ γκρεμισμένη ράχη
σπρώχνοντας μὲ τὴ ράχη τοῦτα τ' ἀμετακίνητα βουνὰ
περνώντας καὶ περνώντας τὸ καμένο δάσος γυρίζοντας
ξανὰ στὴν ξέρα ὅπου τὸ δάσος χάνεται χωρὶς ἐπιστροφὴ
παραμονεύοντας ἕνα πέρασμα
παραμονεύοντας ἕνα ὁποιοδήποτε πέρασμα
ποὺ νὰ μὴν εἶναι βράχος καὶ σιωπὴ ποὺ νὰ μὴν εἶναι ἀγέρας καὶ σιωπὴ
τίρ-λίρ.


Ἂν εἶχαν ὅλα σχεδιαστεῖ ἂν ὅλα εἶχαν μελετηθεῖ
ἂν ὁ φόβος δὲν ἦταν ἀφορμὴ τοῦ φόβου
ἂν τὸ κακὸ δὲν ἤτανε βαθύτερο κακὸ
ἂν εἴχαμε πάρει ἐτοῦτο τὸ δρόμο κι ὄχι ἐκεῖνο τὸ δρόμο
ἂν εἴχαμε σταματήσει στὸ πάνω φαράγγι κι ὄχι στὸ κάτω φαράγγι
ἂν εἴχαμε κάψει τὰ χέρια μας προτοῦ κάψουμε τοῦτο τὸ δέντρο
ἂν εἴχαμε σβήσει τὸ φῶς ὅταν τὸ φῶς ἔπρεπε νἆναι σβηστὸ
ἂν εἴχαμε ἀφήσει τὴν ἐλπίδα στὴν ἐλπίδα καὶ τ' ὄνειρο στ' ὄνειρο
ἂν εἴχαμε λογαριάσει τὴ στροφὴ τοῦ ἀγέρα σὲ τοῦτο ἢ σὲ κεῖνο τὸ πέρασμα
ἂν χάναμε τὸ δρόμο στὰ μισά τοῦ δρόμου
ἂν βρίσκαμε τὸ χαμένο δρόμο ἀνάμεσα στὰ χαμένα βουνὰ
ἐκεῖ ποὺ ὁ δρόμος χάνεται σὲ βουνὰ ἥλιου
κάτω ἀπ' τὸ κύμα τοῦ ἥλιου ἂν εἴχαμε σταθεῖ ἀκίνητοι
κι ἀκίνητοι εἴχαμε κοιτάξει τὸν καιρὸ ποὺ δὲν ἦταν ὁ καιρὸς γιὰ μᾶς
ἂν εἴχαμε θυμηθεῖ ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ θυμόμαστε
ἂν εἴχαμε σκεφτεῖ προτοῦ πάψουμε νὰ σκεφτόμαστε
ἂν εἴχαμε ἀκουμπήσει τὴν καρδιὰ πάνω στὸ στῆθος τοῦ βουνοῦ
στὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ ἢ στὴν ἄκρη τῆς πολιτείας
ἂν τὸ βουνὸ ἦταν στὴν ἄκρη τῆς πολιτείας κι ἡ πολιτεία
στὴν ἄκρη τοῦ ἀνθρώπου ἐκεῖ ποὺ χτυπάει ὁ σφυγμὸς τοῦ ἀνθρώπου
μὲς στὸ λαμπύρισμα τῆς φωτιᾶς ποὺ εἶναι ἔργο τοῦ ξύλου καὶ τῆς φωτιᾶς
ἂν δὲν ἀκούγαμε ἂν ἀκούγαμε τὴν τουφεκιὰ
ἂν δὲν ὑπῆρχε τὸ τουφέκι ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ τουφεκιά.
Μὰ ποῦ εἶναι ποῦ εἶναι ποῦ εἶναι
σὲ τοῦτες τὶς βουβὲς καμπάνες τὰ βουνὰ
σὲ ποιὰ κατηφοριὰ μὲ τὸ κεφάλι στ' ἀνοιχτὰ σαγόνια τοῦ ἥλιου
ποῦ εἶναι τὰ παιδιά μου τὰ πανύψηλα
ποῦ εἶναι ὁ πατέρας μου ἄσπρος καὶ πανύψηλος
κι ἡ μάνα μου ποῦ εἶναι ἄσπρη καὶ πανύψηλη
κι ἐγὼ ποῦ εἶμαι σὲ ποιὰ χώρα σὲ ποιὰ γῆ πάνω ἀπ' τὴ γῆ
σὲ ποιὰ βουνὰ ποὺ καῖνε
τὸ μάτι ἀκοίμητο παραμονεύοντας μὲς ἀπ' τὰ ξερολίθαρα
ἀκούγοντας τὰ βήματα καὶ τὸ μουρμούρισμα
ἀκούγοντας τὸ μουρμούρισμα καὶ τὴν προσταγὴ
ἀκούγοντας τὸ πεῖσμα καὶ τὴν ἔπαρση
τὴ μεταμέλεια ἀκούγοντας καὶ τὴν ἄλλη φωνὴ
πιὸ σίγουρη
πιο ἥσυχη.
Μὰ ποῦ εἶναι
θρύψαλα ἀπὸ γυαλὶ σκορπισμένοι σὲ τοῦτα ἢ ἐκεῖνα τὰ βουνὰ
κουρέλια καὶ χαρτιὰ σαπίζοντας σὲ τοῦτα ἢ ἐκεῖνα τὰ βουνὰ
ἄσπροι πανύψηλοι φωνάζοντας χωρὶς φωνὴ
κι ἐγὼ ποῦ εἶμαι
παραμερίζοντας ἕνα δάσος ἀράχνες ξεφεύγοντας ὁλοένα γυρίζοντας
σ' ἕνα δάσος μὲ τύμπανα
ἐπιμένοντας ἡ φωνή μου ν' ἀκουστεῖ σὲ τοῦτες τὶς ἐποχὲς
γυρεύοντας περάσματα ποὺ κλείσανε
μὲ πρόσωπο ἐρευνητικὸ ἀναγγέλλοντας τὴ νύχτα ποὺ ὑπάρχει μὲς στὴ νύχτα
καθὼς ὁ σπόρος μὲς στὴ γῆ καθὼς ἡ χόβολη στὸ κάρβουνο
καθὼς ὁ φόβος κι ὁ καημὸς μὲς στὴ φωνὴ τοῦ ἀνθρώπου.


Τώρα προσμένοντας νὰ ζωντανέψουνε μὲς στὸν καιρὸ τὰ πρόσωπά μου
ἐπιμένοντας τὰ πρόσωπά μου ν' ἀποκριθοῦν σὲ τοῦτο τὸ κάλεσμα
τὸ κάλεσμα ν' ἀκούσουνε νὰ σηκωθοῦνε ἀπ' τὴ σιωπὴ
προσμένοντας νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπά μου νὰ γυρίζουνε
φοβέρα κι ἀπειλὴ ἀψηφώντας νὰ γυρίζουνε
μὲς στὸ φεγγάρι ποὺ χωρίζει τὸ δρόμο
σὲ δρόμο ἀπ' ἐδῶ καὶ σὲ δρόμο ἀπ' ἐκεῖ
νὰ σύρουνε τὸ μάνταλο ποὺ τρίζει
καὶ νὰ γυρέψουνε τὴν πείνα τους ὄχι τὴν πείνα τοῦ ψωμιοῦ
τὴ ζωή τους νὰ γυρέψουνε δίπλα στὸν ἴσκιο τοῦ ψωμιοῦ
προσμένοντας τους νἄρθουνε καὶ νὰ παραμερίσουνε τὸ θρῆνο μου
θρηνῶ κι ὑπάρχω μάρτυρας
στ' ἀπέραντα τοῦτα βουνὰ τὴ νύχτα μαρτυρώντας τὸν ἀχὸ τοῦ τύμπανου
σὲ τόπους ὅπου ἡ πέτρα χάνεται καὶ τὸ χορτάρι χάνεται
καὶ πιὸ κάτω τὰ δέντρα χάνονται ὅλα μαζὶ καὶ τὰ πρινάρια
καὶ πιὸ κάτω τὸ δάσος ποὺ ὑπῆρχε χάνεται
τίρ-λὶρ
γυρεύοντας δροσιὰ μεσ' ἀπ' τὰ κάψαλα
ἐγὼ ποὺ ξέρω αὐτὰ τ' ἀμετακίνητα βουνὰ
ποὺ ξέρω τί θὰ πεῖ ἡ φωνὴ ν' ἀνασηκώνει τὰ βουνὰ
ἀνακαλύπτοντας τὴν ἁλυσίδα τῶν βουνῶν τὴν ἁλυσίδα τῆς σιωπῆς
τὴν ἁλυσίδα τοῦ ἔργου ποὺ ἑτοιμάζεται
πέρα μακριὰ ἀπὸ τοῦτα τὰ βουνὰ
μὲς στὴ σιωπὴ
σ' ἄλλα βουνὰ ποὺ καῖνε
ἐγὼ μονάχος ὁ ἐπιζὼν
ὁ μάρτυρας ἐγὼ
τὴ νύχτα τούτη μαρτυρῶ
ποὺ κατεβαίνει

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου