Κατιφέδες, χρυσάνθεμα, βασιλικά και αρμπαρόριζες,
θαρρούσε κανείς πως ανθίζανε στο λιτό φέρετρό σου,
ως να ρέαν στο βάθος του νερό και πρωί.
Μόλις που αφήναν να ξεβγαίνει από μέσα τους
το πρόσωπό σου, απαλό, γλυκό, αστιγμάτιστο,
χωρίς ίχνος τύψης, σαν φεγγαράκι.
Το κορμί σου λιανό σαν σπαθάκι αγγέλου,
το φέρετρό σου μακρύ, καθώς το πηγαίνανε
πάνω στους ώμους τους, μες στο φθινόπωρο,
κάτω απ' τα δέντρα, δεν έδειχνε θάνατο.
Οι δουλειές σου τελειώσανε. Ζύμωσες, έπλυνες,
συγύρισες όσο περνούσε απ' το χέρι σου
τούτο τον κόσμο. Πόνεσες, γέννησες.
Άφησες μες στην ψυχή μου το γάλα σου.
Μέσ' απ' του ήλιου το μάτι που έφεγγε πάνω σου,
σ' έβλεπε ο Κύριος να φεύγεις χαρούμενη.
...........Δε θήλασες πάνω στην άμμο.
Από τη συγκεντρωτική έκδοση Οδοιπορία, Ποιήματα 1958-1967 (1971) του Νικηφόρου Βρεττάκου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου