Το 1000 π.χ. οι φυλές των Κούρδων εγκαταστάθηκαν στα εδάφη της Μεσοποταμίας,στην περιοχή μεταξύ των λιμνών Ουρμίγια και Βαν, στα οποία κατοικούνακόμη και σήμερα. Αυτές οι φυλές το 700
-800 π.χ. ονομάστηκαν Μήδες (Οδυσσέας Γκίλης). To όνομα «Κούρδος» συμπίπτει με τη νεοπερσική λέξη Κιούρτ που σημαίνει ήρωας. Σε αρχαιότατες επιγραφές της Ασσυρίας αναφέρονται ως Κούρτι, Χούρτι ή Κάρτι. Ο Ξενοφών στο Κύρου Ανάβασις -γράφεται περί το 370 και αναφέρεται στη μάχη στα Κούναξα (401 π.Χ.) και την περιπετειώδη κάθοδο των Μυρίων, την επιστροφή δηλαδή των Ελλήνων μισθοφόρων από τη Μ. Ασία στη θάλασσα- αποκαλεί τους Κούρδους Καρδούχους ή Κάρδους. Στο τρίτο και τέταρτο βιβλίο του, τους παρουσιάζει ως λαό ανυπότακτο, γενναίο και ικανότατο στη στρατιωτική τέχνη, ιδιαίτερα τον ανταρτοπόλεμο. Η πορεία των Ελλήνων στα Καρδούχεια Όρη κράτησε επτά μέρες, στη διάρκεια των οποίων οι Έλληνες συνάντησαν σφοδρή αντίσταση κι εξαναγκάστηκαν σε σκληρές μάχες. Η λέξη Γουτού ή Κουτού επίσης, οποία ονομάζονται οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών που δέσποζαν της Ασσυρίας, σημαίνει πολεμιστής. Στην ασσυριακή γλώσσα η λέξη μεταπήδησε ως Γκαρδού ή Κορδού.
[3.5.13] Ἐνταῦθα τὴν μὲν ὑστεραίαν ὑπανεχώρουν εἰς τοὔμπαλιν [ἢ πρὸς Βαβυλῶνα] εἰς τὰς ἀκαύστους κώμας, κατακαύσαντες ἔνθεν ἐξῇσαν· ὥστε οἱ πολέμιοι οὐ προσήλαυνον, ἀλλὰ ἐθεῶντο καὶ ὅμοιοι ἦσαν †θαυμάζειν† ὅποι ποτὲ τρέψονται οἱ Ἕλληνες καὶ τί ἐν νῷ ἔχοιεν. [3.5.14] ἐνταῦθα οἱ μὲν ἄλλοι στρατιῶται ἐπὶ τὰ ἐπιτήδεια ᾖσαν· οἱ δὲ στρατηγοὶ πάλιν συνῆλθον, καὶ συναγαγόντες τοὺς ἑαλωκότας ἤλεγχον τὴν κύκλῳ πᾶσαν χώραν τίς ἑκάστη εἴη. [3.5.15] οἱ δὲ ἔλεγον ὅτι τὰ πρὸς μεσημβρίαν τῆς ἐπὶ Βαβυλῶνα εἴη καὶ Μηδίαν, δι᾽ ἧσπερ ἥκοιεν, ἡ δὲ πρὸς ἕω ἐπὶ Σοῦσά τε καὶ Ἐκβάτανα φέροι, ἔνθα θερίζειν λέγεται βασιλεύς, ἡ δὲ διαβάντι τὸν ποταμὸν πρὸς ἑσπέραν ἐπὶ Λυδίαν καὶ Ἰωνίαν φέροι, ἡ δὲ διὰ τῶν ὀρέων καὶ πρὸς ἄρκτον τετραμμένη ὅτι εἰς Καρδούχους ἄγοι. [3.5.16] τούτους δὲ ἔφασαν οἰκεῖν ἀνὰ τὰ ὄρη καὶ πολεμικοὺς εἶναι, καὶ βασιλέως οὐκ ἀκούειν, ἀλλὰ καὶ ἐμβαλεῖν ποτε εἰς αὐτοὺς βασιλικὴν στρατιὰν δώδεκα μυριάδας· τούτων δ᾽ οὐδέν᾽ ἀπονοστῆσαι διὰ τὴν δυσχωρίαν. ὁπότε μέντοι πρὸς τὸν σατράπην τὸν ἐν τῷ πεδίῳ σπείσαιντο, καὶ ἐπιμιγνύναι σφῶν τε πρὸς ἐκείνους καὶ ἐκείνων πρὸς ἑαυτούς. [3.5.17] ἀκούσαντες ταῦτα οἱ στρατηγοὶ ἐκάθισαν χωρὶς τοὺς ἑκασταχόσε φάσκοντας εἰδέναι, οὐδὲν δῆλον ποιήσαντες ὅποι πορεύεσθαι ἔμελλον. ἐδόκει δὲ τοῖς στρατηγοῖς ἀναγκαῖον εἶναι διὰ τῶν ὀρέων εἰς [Καρδούχους] ἐμβαλεῖν· τούτους γὰρ διελθόντας ἔφασαν εἰς Ἀρμενίαν ἥξειν, ἧς Ὀρόντας ἦρχε πολλῆς καὶ εὐδαίμονος. ἐντεῦθεν δ᾽ εὔπορον ἔφασαν εἶναι ὅποι τις ἐθέλοι πορεύεσθαι. [3.5.18] ἐπὶ τούτοις ἐθύσαντο, ὅπως ἡνίκα καὶ δοκοίη τῆς ὥρας τὴν πορείαν ποιοῖντο· τὴν γὰρ ὑπερβολὴν τῶν ὀρέων ἐδεδοίκεσαν μὴ προκαταληφθείη· καὶ παρήγγειλαν, ἐπειδὴ δειπνήσαιεν, συσκευασαμένους πάντας ἀναπαύεσθαι, καὶ ἕπεσθαι ἡνίκ᾽ ἄν τις παραγγέλλῃ.
Ξενοφών (Ερχία, 430 π.Χ. - Κόρινθος, 355 π.Χ.), Κύρου Ἀνάβασις (3.5.13-3.5.18)
[3.5.13] Έτσι την άλλη μέρα ξαναγύρισαν προς τα πίσω (δηλαδή προς τη Βαβυλώνα), στα χωριά που δεν ήταν καμένα. Έβαζαν όμως φωτιά σε κείνα που άφηναν κι έφευγαν. Γι᾽ αυτό οι εχθροί δεν ζύγωναν, αλλά κοίταζαν και φαίνονταν πως απορούσαν, μη ξέροντας προς τα πού θα τραβήξουν οι Έλληνες και τί σκέφτονται να κάμουν. [3.5.14] Τότε οι άλλοι στρατιώτες έβγαιναν ν᾽ αναζητήσουν τρόφιμα, ενώ οι στρατηγοί έκαναν πάλι σύσκεψη. Συγκέντρωσαν κι εκείνους που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι και τους ζητούσαν πληροφορίες για ολόκληρη τη γύρω περιοχή, δηλαδή πώς ήταν το κάθε μέρος χωριστά. [3.5.15] Εκείνοι έλεγαν πως προς το νοτιά βρισκόταν ο δρόμος που πήγαινε στη Βαβυλώνα και στη Μηδία, απ᾽ όπου είχαν έρθει. Προς τα ανατολικά ήταν ο δρόμος που πήγαινε στα Σούσα και στα Εκβάτανα, όπου λένε πως ο βασιλιάς παραθερίζει. Προς τα δυτικά, πέρα από το ποτάμι, βρισκόταν ο δρόμος που οδηγούσε στη Λυδία και στην Ιωνία, ενώ εκείνος που περνούσε ανάμεσα από τα βουνά, προς το βορινό μέρος, οδηγούσε στη χώρα των Καρδούχων. [3.5.16] Γι᾽ αυτούς έλεγαν πως κατοικούσαν επάνω στα βουνά και πως ήταν ικανοί πολεμιστές και δεν πειθαρχούσαν στο βασιλιά. Κάποτε μάλιστα τους έκαμε επίθεση ένας στρατός του βασιλιά που είχε εκατόν είκοσι χιλιάδες άντρες κι απ᾽ αυτούς κανένας δεν γύρισε πίσω, παρά χάθηκαν όλοι μέσα στις κακοτοπιές της χώρας. Όσες φορές όμως έκαναν συνθήκες με το διοικητή που έμενε στον κάμπο, τότε κι αυτοί είχαν σχέσεις μ᾽ εκείνους κι εκείνοι μ᾽ αυτούς. [3.5.17] Όταν τ᾽ άκουσαν αυτά οι στρατηγοί, έβαλαν να καθίσουν σε χωριστό μέρος εκείνους που έλεγαν πως ξέρουν προς τα πού τραβάει ο κάθε δρόμος, χωρίς να φανερώσουν πού σκόπευαν να πάνε. Πάντως, οι στρατηγοί έκριναν πως ήταν ανάγκη, βαδίζοντας ανάμεσα στα βουνά, να μπουν στη χώρα των Καρδούχων. Γιατί έλεγαν οι αιχμάλωτοι πως, όταν περάσουν αυτή την περιοχή, θα φτάσουν στην Αρμενία, που την κυβερνούσε ο Ορόντας και ήταν μεγάλη και πλούσια χώρα. Κι από κει πια έλεγαν πως ήταν εύκολο να πάει κανείς όπου ήθελε. [3.5.18] Γι᾽ αυτό έκαμαν θυσία, ώστε ν᾽ αρχίσουν την πορεία οποιαδήποτε στιγμή τους φαινόταν καλό. Γιατί φοβόνταν μήπως προλάβουν οι Καρδούχοι και πιάσουν το πέραμα επάνω στα βουνά. Έδωσαν λοιπόν διαταγή να δειπνήσουν, να ετοιμάσουν τα πράγματά τους όλοι και να ξεκουράζονται, και, μόλις τους ειδοποιήσει κάποιος ότι αρχίζει η πορεία, ν᾽ ακολουθούν.
Μετάφραση: Γεώργιος Δ. Ζευγώλης
Πηγές:
Ξενοφών, Κύρου Ἀνάβασις (3.5.7-3.5.18), http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=112&page=24#m1
Οδυσσέας Γκιλής, ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΟΥΡΔΩΝ. Καρδούχοι, Κάρδοι, Καρδούχια. Θεσσαλονίκη 2019.docx . https://www.academia.edu/38217306/%CE%9F%CE%B4%CF%85%CF%83%CF%83%CE%AD%CE%B1%CF%82_%CE%93%CE%BA%CE%B9%CE%BB%CE%AE%CF%82._%CE%99%CE%A3%CE%A4%CE%9F%CE%A1%CE%99%CE%9A%CE%91_%CE%A3%CE%A4%CE%9F%CE%99%CE%A7%CE%95%CE%99%CE%91_%CE%A0%CE%95%CE%A1%CE%99_%CE%A4%CE%A9%CE%9D_%CE%9A%CE%9F%CE%A5%CE%A1%CE%94%CE%A9%CE%9D._%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B4%CE%BF%CF%8D%CF%87%CE%BF%CE%B9_%CE%9A%CE%AC%CF%81%CE%B4%CE%BF%CE%B9_%CE%9A%CE%B1%CF%81%CE%B4%CE%BF%CF%8D%CF%87%CE%B9%CE%B1._%CE%98%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B1%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%AF%CE%BA%CE%B7_2019.docx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου