Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

Oscar Wilde, De profundis (Εκ βαθέων) – Αποσπάσματα

[...] Υπάρχουν πολύ περισσότερα μπροστά μου. Έχω πολύ πιο απότομους λόφους ν' ανεβώ, κοιλάδες πιο σκοτεινές να περάσω. Κι όλα αυτά πρέπει να τα καταφέρω μονάχος μου. Ούτε η Θρησκεία ούτε η Ηθική ούτε η Λογική μπορούν να με βοηθήσουν.


Η Ηθική δε με βοηθάει. Γεννήθηκα αντινομιστής. Είμαι ένας από κείνους που είναι πλασμένοι για την εξαίρεση και όχι για τον νόμο. Αλλά ενώ βλέπω πως δεν υπάρχει τίποτε κακό σε ό,τι κάνει κανείς, βλέπω πως υπάρχει κάτι κακό σε ό,τι κανείς γίνεται. Καλό είναι να το γνωρίζουμε τούτο.


Η Θρησκεία δε με βοηθάει. Την πίστη που άλλοι δίνουν στο αόρατο, εγώ τη δίνω σε ό,τι μπορεί ν' αγγίξει κανείς και να κοιτάξει. Οι θεοί μου κατοικούν σε ναούς χειροποίητους και η πίστη μου σ' αυτούς διαμορφώθηκε κι ολοκληρώθηκε μέσα στον κύκλο της πραγματικής εμπειρίας. Ίσως μάλιστα η ολοκλήρωσή της να είναι πιο σφαιρική από άλλων σαν και μένα, γιατί, ενώ εκείνοι έχουν τοποθετήσει τον Ουρανό τους σ' αυτήν τη γη, εγώ βρήκα μέσα της όχι μονάχα την ομορφιά του Ουρανού, αλλά και τη φρίκη της Κόλασης. Όταν τυχαίνει να σκέφτομαι τη Θρησκεία, νιώθω πως θα 'θελα να ιδρύσω ένα τάγμα για κείνους που δεν μπορούν να πιστέψουν. Θα μπορούσε να τ' ονομάσει κανείς Αδελφότητα των Αθέων (Σ.τ.Μ.: Fatherless: των ορφανών, των χωρίς πατέρα). Εκεί, πάνω σ' έναν βωμό, όπου δε θα 'καιγαν λαμπάδες, ένας παπάς που στην καρδιά του δε θα φώλιαζε η ειρήνη, θα μπορούσε να λειτουργεί με ανευλόγητο άρτο και άδειο δισκοπότηρο. Καθετί, για να είναι αληθινό, πρέπει να γίνει θρησκεία. Κι ο αγνωστικισμός, όχι λιγότερο από την πίστη, θα 'πρεπε να έχει το τελετουργικό του. Έχει σπείρει τους μάρτυρές του, θα 'πρεπε να 'χει θερίσει τους αγίους του και να δοξάζει τον Θεό καθημερινά επειδή κρύβει το πρόσωπό Του από τον άνθρωπο. Αλλά είτε για πίστη πρόκειται είτε για αγνωστικισμό, τίποτε για μένα δεν πρέπει να 'ρχεται απέξω. Τα σύμβολά του πρέπει να 'ναι δικό μου δημιούργημα. Μονάχα ό,τι είναι πνευματικό πλάθει τη δική του μορφή. Αν δεν μπορέσω να βρω το μυστικό του μέσα μου, δε θα το βρω ποτέ. Αν δεν το έχω ήδη καταχτήσει, ποτέ δε θα 'ρθει να με βρει.


Η Λογική δε με βοηθάει. Μου λέει ότι οι νόμοι, κάτω απ' τους οποίους καταδικάστηκα, είναι κακοί και άδικοι νόμοι, και το σύστημα, κάτω από το οποίο υπέφερα, κακό και άδικο σύστημα. Όπως και να 'ναι όμως, υποχρεώθηκα να κάνω και τα δυο αυτά πράγματα σωστά και δίκαια για μένα. ... Βρέθηκα στην ανάγκη ν' αποδεχτώ ό,τι μου έτυχε και να το κάνω καλό για μένα. Το σανιδένιο κρεβάτι, την αηδιαστική τροφή, ..., τη σιωπή, τη μοναξιά, την ντροπή –το καθένα απ' αυτά και όλα μαζί αναγκάστηκα να τα μεταμορφώσω σε πνευματική εμπειρία. Δεν υπάρχει ούτε ένας υποβιβασμός του σώματος που να μην πρέπει να προσπαθήσω να τον μεταβάλω σε αποπνευμάτωση της ψυχής. ... Το σημαντικό για μένα, εκείνο που στέκει μπροστά μου, εκείνο που πρέπει να κάνω, για να μη μείνω στο υπόλοιπο της ζωής μου ακρωτηριασμένος, παραμορφωμένος και ατελής, είναι ν' αφομοιώσω στον χαρακτήρα μου όλα όσα έχω πάθει, να τα κάνω μέρος του εαυτού μου, να τα δεχτώ χωρίς παράπονο, φόβο ή δισταγμό. Το μεγαλύτερο ελάττωμα είναι η επιπολαιότητα. Καθετί που συνειδητοποιούμε είναι για καλό. [...]


[...] Ενώ όμως το να σκοπεύει κανείς να γίνει καλύτερος άνθρωπος είναι μια μη επιστημονική παρόρμηση, το να γίνει κανείς βαθύτερος αποτελεί προνόμιο εκείνων που έχουν πονέσει. Και τέτοιος νομίζω πως έχω γίνει. ...


Αν, βγαίνοντας από δω, ένας φίλος μου έκανε μια γιορτή και δε με προσκαλούσε, λίγο θα μ' ένοιαζε. Μπορώ μια χαρά να είμαι ευτυχισμένος και μόνος μου. Έχοντας ελευθερία, βιβλία, μουσική και το φεγγάρι, ποιος δε θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένος; Άλλωστε οι γιορτές δεν είναι πια για μένα. ... Αν όμως, βγαίνοντας από δω, ένας φίλος μου είχε κάποια λύπη και δε μου επέτρεπε να τη μοιραστώ μαζί του, θα ένιωθα πάρα πολύ πικραμένος. Αν μου έκλεινε κατάμουτρα τις πόρτες του σπιτιού του που πενθούσε, θα γύριζα και θα ξαναγύριζα εκεί και θα παρακαλούσα να με δεχτούν, για να μπορέσω να μοιραστώ κάτι που έχω δικαίωμα να το μοιραστώ. Αν με θεωρούσε ανάξιο, ακατάλληλο να κλάψω μαζί του, θα το 'νιωθα σαν τη χειρότερη ταπείνωση, σαν τον πιο φοβερό τρόπο που θα μπορούσε κανείς να με προσβάλει. Αλλά αυτό δε θα μπορούσε να γίνει. Έχω δικαίωμα να συμμετέχω στη Λύπη˙ κι εκείνος που μπορεί να κοιτάζει την ομορφιά του κόσμου, να παίρνει μέρος στις λύπες του και να καταλαβαίνει κάτι από το θαυμαστό που έχουν και τα δύο, βρίσκεται σε άμεση επαφή με τα θεϊκά πράγματα κι έχει πλησιάσει το μυστικό του Θεού όσο μπορεί κανείς να το πλησιάσει. [...]

 Όσκαρ Γουάιλντ, De profundis (Εκ βαθέων), μετάφραση Λουκάς Θεοδωρόπουλος, εκδ. Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1981.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου