Στις 27 του Οκτώβρη το βράδυ, φθάσαμε σ’ ένα χωριό, τον Πεντάλοφο, όχι πολύ μακριά από τα ελληνο-αλβανικά σύνορα. Έβρεχε από το πρωΐ κι ο χωματόλοφος που προσπαθούσαμε να στήσουμε τ’ αντίσκηνά μας, ήτανε όλος μια λάσπη. Μπήγαμε τους πασσάλους κι εκείνοι ξεριζωνόντουσαν. Κατέβηκαν οι χωρικοί, άλλοι κρατώντας τρύπιες ομπρέλες και άλλοι κουκουλωμένοι με παλιόρουχα και τρύπιες κουβέρτες και μας πήραν στα σπίτια τους. Είχανε σωθεί τα εφόδιά μας, είμαστε νηστικοί, ήτανε και κείνοι φτωχοί κι οι φωτιές που μας άναψαν να στεγνώσουμε, ήτανε το καλύτερο δώρο που μπόρεσαν να μας προσφέρουνε.
Δεν είχε φωτίσει ακόμη που ακούστηκε ο σαλπιχτής. «Άσκηση συναγερμού» είπε ο λοχίας, που ήταν στο ίδιο σπίτι μαζί μου και τιναχτήκαμε από τα κρεββάτια μας. Ήτανε μισοσκόταδο, έβλεπες τις σκιές και άκουγες τις αρβύλες των στρατιωτών που συγκεντρωνόντουσαν στην πλατεία. Ο σαλπιχτής εξακολουθούσε. Συναχτήκαμε κατά φάλαγγες, ο ταγματάρχης μας έβγαλε λόγο: «Στα σύνορα, επήλθεν η σύρραξις». Οι φάλαγγες σάλεψαν, έκαναν όλες μαζί έναν κυματισμό, σα να τις φύξησε ξαφνικά μεγάλος αέρας.
Μας μοίρασαν όλα τα εφόδια που είχε στη διάθεσή του το τάγμα: μια πατάτα βρασμένη, πέντε ελιές κι από τριανταριά σφαίρες στον καθένα μας. Έπρεπε να γίνουνε όλα πολύ γρήγορα. Θα πηγαίναμε να βοηθήσουμε ένα λόχο που είχε πιαστεί σε μάχη στο χωριό Λυκόραχη. Ο σαλπιχτής με το εμβατήριο πηγαίνουν μπροστά. Αλλάζουμε σχηματισμό γιατί το μονοπάτι είναι στενό, γινόμαστε σαν ένα μακρύ φίδι με χακί χρώμα, που στριφογυρίζει. Η βροχή έρχεται απ’ αντίκρυ με δύναμη και μας πληγώνει τα μάτια. Γυρίζουμε τα κεφάλια μας από δω κι από κει, θέλουμε να προφυλαχτούμε, όπως τα πουλιά που προσπαθούν να κρύψουνε τα κεφάλια τους κάτω από τις φτερούγες τους.
Η διαταγή λέει να τραγουδάμε κιόλας. Ανοίγουμε το στόμα μας, αλλά γιομίζει νερό. Δεν ακούγονται παρά μερικές μισοσκοτωμένες φωνές, με περίεργο τόνο. Κι ο μόνος που ακούγεται δυνατά είναι ο Σκρουμπέλος, που στην ιδιωτική του ζωή ήτανε πλανόδιος ανθρακοπώλης στις συνοικίες των Αθηνών. Αυτός έχει κι ένα κοριτσάκι από τη γέννησή του τυφλό.
Φτάνουμε στο χωριό Εφταχώρι, με το ηλιοβασίλεμα. Η διαταγή λέει πως θα μείνουμε σ’ αυτό το χωριό. Ξεφορτωνόμαστε τα «είδη» μας. Μετά δέκα λεφτά έρχεται άλλη διαταγή που λέει να συνεχίσουμε. Ξαναφορτωνόμαστε τα είδη μας. Βλέπουμε τη νύχτα να κατεβαίνει και κοιτάζουμε από δω κι από κει, σα να περιμένουμε να φανεί κάποιο φως. Σε κάτι τέτοιες ώρες χρειάζεται ο Θεός.
Ο συνταγματάρχης Δαβάκης που βρίσκεται εκεί, δεν μας βγάζει λόγο. Στρίβει το μουστάκι του, είναι συλλογισμένος, δείχνει νευρικός. Το μόνο που μας έκαμε ήταν ένα νόημα. Πιαστήκαμε στο χορό. Μπρος εκείνος και πίσω του, χέρι με χέρι, όλο το τάγμα. Αστράφτει. Το τραγούδι μας πνίγεται μέσα στη μεγάλη εκείνη βουή. Δεν ξεχωρίζεις τι είναι αέρας, τι είναι τραγούδι, τι είναι βροχή.
Το μακρύ χακί φίδι, ξεκουλουριάστηκε πάλι και στριφογυρίζοντας προς τα εμπρός, χάθηκε μέσα στη νύχτα. Κι αυτή η νύχτα ήταν πολύ μεγάλη. Βάσταξε έξη ολόκληρα εικοσιτετράωρα, χωρίς άστρο στον ουρανό, χωρίς φεγγάρι, χωρίς φαΐ, χωρίς ύπνο, κάτω από αδιάκοπη βροχή. Περνούσαμε το ένα μετά το άλλο ποτάμια, που το παγωμένο νερό τους μας χτύπαγε ως την κοιλιά. Φορούσαμε καλοκαιρινά ρούχα. Η ζωή που αφήσαμε πίσω μας, περνούσε από το μυαλό μας, σαν ένα μακρυνό όνειρο.
[Από την «ΟΔΥΝΗ» ,1969]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου