Με σφίγγει απόψε το βραχιόλι που μ΄ αγόρασε
όταν απ΄την Κολχίδα δραπετεύαμε
και το Αιγαίο φαινότανε μικρό να μας χωρέσει.
Ερχόμουν κι ήθελα μοναχά
τα πόδια να του πλένω,να του γεννώ παιδιά,
πάντα θερμή, πάντα ζεστή και αρωματισμένη.
Πάχυνα λίγο και το βραχιόλι με πονά,
το μπράτσο σημαδεύει.
Του γέννησα δυο παιδιά και έκτοτε
ρίχνω στη μήτρα μου δυο σταξιές λεμόνι,
για να μπορώ απίκραντη και άκαρπη
προς χάριν του να λύνω τα μαλλιά μου.
Μέδομαι λέγεται αλλιώς το σκέφτομαι.
Τα βράδια που εκείνος δεν γυρνά,
με λίγη άψινθο το πίνω το κρασί μου
και σκέφτομαι στης Αμπχαζίας τα βουνά
άραγε θυμούνται το όνομά μου;
Μέγγενη απόψε το βραχιόλι του.
Σαν να ‘μουνα πουλί, το τύλιξε στο πόδι μου,
με έσυρε σαν δαμάλα,
σαν σκλάβα του με μάρκαρε και
μέδομαι: πουλί, σκλαβί, δαμάλι απ τη μια
το δέρας, το καράβι, ένα βραχιόλι από την άλλη,
δε βγάζουνε σωστό λογαριασμό.
Λείπεις πολύ, Ιάσονα, στα ξένα τα κρεβάτια.
Και δε θα ευθύνομαι εγώ, γι’ αυτό που θα προκύψει.
Καθαρό οινόπνευμα, εκδ. Μανδραγόρας, 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου