Το τρένο πάνω από το κοιμητήρι
Σφύριγμα ξεχασμένο μες στην άδεια νύχτα
φωτεινά παράθυρα που τρέχουν στο σκοτάδι
τρένο φορτωμένο ψυχές μες στη μοναξιά,
φορτωμένο με όνειρα που δεν αλήθεψαν ποτέ
κι είναι γι αυτό τ' αληθινότερα όνειρά μας.
Άνθρωποι σκύβουν έξω απ' τα τζάμια
μια στιγμή -πέρασαν- δε μάθαμε τίποτα γι ' αυτούς
μόνο το χέρι τους που μας χαιρέτησε και χάθηκε-
κι άλλοι άνθρωποι κι άλλα χέρια που χαιρετάνε
κι ένα μαύρο σημάδι που βούλιαξε μες στο μαύρο σκοτάδι
ύστερα ένα μικρό φως κι ύστερα τίποτα πια.
Κι οι γραμμές κυλούν αδιάκοπα χωρίς να ξέρουμε το τέλος τους
αδιάκοπα πάνω απ' το κοιμητήρι με τα τρεμάμενα καντήλια
και κάτω στα μνήματα κοιμούνται εκείνοι που είναι
αξεδιάλυτα δεμένοι μαζί μας
κι ονειρεύονται το αιώνιο πέρασμα της ζωής
που είναι τόσο πικρή και σύντομη και ωραία.
Από τη συλλογή: Οι δρόμοι του μεσημεριού (1963)
Όχι, δε βρίσκεσαι στη γη
Όχι, δε βρίσκεσαι στη γη, δεν σ' άγγιξε η φθορά·
σου έκλεισε ο Άγγελος τα μάτια και ξεκίνησες για το
μεγάλο φάος
πάνω από τις αρχαίες θάλασσες που κατοικούσαν οι θεοί
πάνω απ' τις χλωροπράσινες θύμησες των παιδικών σου
χρόνων.
Εγώ μονάχα ξαφνικά βρέθηκα μες στο σκότος
που ούτε ένα αστέρι δεν το γαληνεύει
και μένω ν' αφουγκράζομαι μια πόρτα
που ξέρω ότι δε θ' ανοίξει ποτέ.
Απόσπασμα
Από τη συλλογή Νέκυια(1999)
Πηγή: Εκδόσεις Άγρα
Η Παναγιά της ρεμματιάς
Ο παλιός ζωγράφος νήστεψε πολύ,
έκανε την προσευχή του κατά την ανατολή,
έπιασε με κατάνυξη το πινέλο και χάραξε
τα κερένια χέρια και τα χαμηλωμένα μάτια της
και το στρογγυλό μάγουλο του Βρέφους.
Είχε όμως στα πόδια του ένα σκύλο μ'αγαθή ματιά,
ο κότσυφας σφύριζε τον όρθρο στην ιτιά,
κ' η καλόγρια έβγαζε νερό από το πηγάδι
κ' έψελνε ένα τροπάριο στή Χαριτωμένη.
Ο ζωγράφος έκανε το σταυρό του κ' έγραψε: Μήτηρ Θεού.
Και δεν ήξερε πώς είχε ζωγραφίσει μια μητερούλα ταπεινή,
που σκυμμένη νανουρίζει το μωρό της με ψιλή παιδιάτικη φωνή.
Χωρίς άλλο η Παναγιά σηκώνεται πρωί-πρωί
και γυρνάει τη ρόκα της ως την ώρα που σημαίνει εσπερινός.
Η μια μέρα πλάι στην άλλη πάει στρωτά
σαν τα γράμματα του Οκτώηχου -
κ' η βδομάδα αρχίζει μ' ένα κόκκινο μεγάλο κεφαλαίο:την Κυριακή.)
Χωρίς άλλο το μωρό της παίζει με μια γίδα κανελλιά,
κ' εκείνη το κοιτάζει με πελώρια μάτια εκστατικά,
που δεν πίστεψαν ακόμα ολότελα το μήνυμα του Αγγέλου.
Κι όπως είναι απλή κι ανήξερη, και δε φοβάται το κακό,
λέει στην προσευχή της να γεμίσουνε καρπό oι δαμασκηνιές,
να γιάνουν τα μικρά, που τα πείραξε της καρυδιάς το αγερικό.
Μοναχά την ώρα που μακραίνουν οι ίσκιοι στις γωνιές
απλώνεται και στην άσπρη ψυχή της ο άγνωστος ίσκιος του Σταυρού
και τότε μπορείς ν' ακουμπήσης στην ποδιά της και να φωνάξης σιωπηλά
τον πλούσιο πόνο, τον ατέλειωτο καημό του κόσμου,
το μεγάλο σου φόβο,το μεγάλο φόβο της αγάπης...
Κ' η Παναγιά θα σε νανουρίζη, μαζί με το μωρό της, χωρίς να μιλά...
Πηγή: Μυριόβιβλος
Ο παλιός ζωγράφος νήστεψε πολύ,
έκανε την προσευχή του κατά την ανατολή,
έπιασε με κατάνυξη το πινέλο και χάραξε
τα κερένια χέρια και τα χαμηλωμένα μάτια της
και το στρογγυλό μάγουλο του Βρέφους.
Είχε όμως στα πόδια του ένα σκύλο μ'αγαθή ματιά,
ο κότσυφας σφύριζε τον όρθρο στην ιτιά,
κ' η καλόγρια έβγαζε νερό από το πηγάδι
κ' έψελνε ένα τροπάριο στή Χαριτωμένη.
Ο ζωγράφος έκανε το σταυρό του κ' έγραψε: Μήτηρ Θεού.
Και δεν ήξερε πώς είχε ζωγραφίσει μια μητερούλα ταπεινή,
που σκυμμένη νανουρίζει το μωρό της με ψιλή παιδιάτικη φωνή.
Χωρίς άλλο η Παναγιά σηκώνεται πρωί-πρωί
και γυρνάει τη ρόκα της ως την ώρα που σημαίνει εσπερινός.
Η μια μέρα πλάι στην άλλη πάει στρωτά
σαν τα γράμματα του Οκτώηχου -
κ' η βδομάδα αρχίζει μ' ένα κόκκινο μεγάλο κεφαλαίο:την Κυριακή.)
Χωρίς άλλο το μωρό της παίζει με μια γίδα κανελλιά,
κ' εκείνη το κοιτάζει με πελώρια μάτια εκστατικά,
που δεν πίστεψαν ακόμα ολότελα το μήνυμα του Αγγέλου.
Κι όπως είναι απλή κι ανήξερη, και δε φοβάται το κακό,
λέει στην προσευχή της να γεμίσουνε καρπό oι δαμασκηνιές,
να γιάνουν τα μικρά, που τα πείραξε της καρυδιάς το αγερικό.
Μοναχά την ώρα που μακραίνουν οι ίσκιοι στις γωνιές
απλώνεται και στην άσπρη ψυχή της ο άγνωστος ίσκιος του Σταυρού
και τότε μπορείς ν' ακουμπήσης στην ποδιά της και να φωνάξης σιωπηλά
τον πλούσιο πόνο, τον ατέλειωτο καημό του κόσμου,
το μεγάλο σου φόβο,το μεγάλο φόβο της αγάπης...
Κ' η Παναγιά θα σε νανουρίζη, μαζί με το μωρό της, χωρίς να μιλά...
Πηγή: Μυριόβιβλος
Αναδημοσίευση από: http://uperaspisitispoiisis.blogspot.com/2009/08/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου