Ωραία είμαι, ω θνητοί!, σαν όνειρο που ’ν’ από πέτρα·
Το στήθος μου, όπου ανεξαιρέτως έχετε πονέσει
Και πληγωθεί όλοι, επλάστηκε στον Ποιητή να εμπνεύσει
Τον έρωτα που ως αιώνια και άφωνη ύλη τον εμέτρα.
Σα σφίγγα ασύλληπτη από νου στον ουρανό έχω θρόνο·
Ενώνω χιόνινη καρδιά με κύκνου αγνήν ασπράδα·
Την κίνηση μισώ που των γραμμών τη μέσα ικμάδα
Χαλά· δεν κλαίω ούτε γελώ ποτέ, ούτε αλλάζω τόνο.
Ολόσωμη με βλέπουν οι ποιητές να τους ποζάρω
Με το ύφος που έχω δανειστεί απ’ τα πιο τρανά μνημεία,
Και τη ζωή τους δίνουν σ’ άξενες σπουδές καπάρο·
Των εραστών για να γητεύω τη γλυκιά ηρεμία,
Καθρέφτες έχω αμάλαγους που όλα τα ωραΐζουν:
Τα μάτια μου, που τις αιώνιες διαύγειες διυλίζουν.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου