Τετάρτη 3 Αυγούστου 2022

Αλεξάνδρα Πλαστήρα- Μη μου άπτου




Και τι θα πούμε όταν γυρίσουμε, σκέφτηκα.
Πρέπει να ετοιμάσουμε ψέματα.
Πόσο ξέγνοιαστα περάσαμε.
Τι εύκολη που ήταν η φύση.
———————[][]
Η φύση ήταν όπως τη φαντάστηκα, θα τους έλεγα.
Τακτική, καθαρή και υπάκουη.
Να βλέπατε πως άνοιγαν με υπόκλιση τα κλαδιά. Θα έβαζα και σκίουρους.
Όχι έναν και δύο, αλλά εφτά σκίουρους.
Ίσως βάλω και νάνους, σκέφτηκα.
Θα τους βάλω με τρόπο.
———————[][]
Πότε ήταν που έπεφτα και μου άρεσε να πέφτω;
Στάθηκα να θυμηθώ. Μάλλον σε κήπο ήταν.
Μάλλον από δέντρο. Σε ινδιάνικη μάχη.
Και πληγώθηκα θανάσιμα. Έπεσα γενναία.
Και δεν ήθελα να σηκωθώ. Όταν έπεφτα με παιδικό σώμα.
———————[][]
Να σας δείξουμε τις φωτογραφίες, είπα.
Εδώ που γελάω, έτρεμα απ’το φόβο μου.
———————[][]
Τι ψέματα που γράφουν τα βιβλία.
Ήμαστε μόνοι μας.
Και ούτε ένας σκίουρος.


[Ο οδοιπόρος είχε φύλλα στα μαλλιά του, 2005 (φωτογραφίες: Πλάτων Τσούλος, κείμενα: Αλεξάνδρα Πλαστήρα)]
*****

Εκεί

Όλες οι μορφές
που ανασαίνουν
έξω απ’ το δίχτυ
Λύνοντας
τους κόμπους της αγάπης
με τα υγρά τους μάτια
Στέλνουν πίσω τη βάρκα

Αγαπημένος

Έρχονται οι βροχές
θα βαρύνει σε λίγο
το λεπτό ύφασμα του κήπου
Πόσο καιρό χρειάζεσαι αλήθεια;
Να η στιγμή
αυτή βρήκα
Γιατί να χαθεί στον δρόμο
όταν υπάρχει τόσος χώρος
στο βλέμμα


Οι ξένοι θυμίζουν εσένα

Αργεί να φέρει το κύμα
τον ήχο
όμως κι εδώ ζωή είναι
Αν και σκισμένα τα πρωινά
χαμηλό το κατώφλι
Αντέχει κανείς
αφήνει να πέσουν τα φύλλα
θ’ αφήσει αργότερα
και τους καρπούς
Γυμνό κι ελαφρύ
το δέντρο ανεμπόδιστο ακούει
όπως αξίζει ν’ ακουστεί
το τραγούδι


Δωρητής

Χέρια παιδικά στον ύπνο γράφουν
το βιβλίο που γνωρίζει
του θέρους την ώρα
Όταν εσύ κουρασμένος κοιμάσαι
πυκνές θημωνιές
χρυσώνουν
το μαύρο όνειρό σου


Μονοπάτι του τσαγιού

Μα ό,τι αργούσε δικό μου
δική σου χαρά θα γίνει
τώρα που φέρνει η στροφή
πινελιές τα ελάφια
τα χρόνια υγρά
στο χρυσό μονοπάτι
Αχ κουρασμένο χέρι
τέτοια άνοιξη περίμενες
Φίλοι και ξένοι σου κράτησαν
χρώματα να σύρεις χορό
κι ο κούκος το πρώτο κελάηδημα
να σε ξεβγάλει
Φλέβα που ξέκοψε άξαφνα
κι άνοιξε το αίμα
να μπούνε κι άλλες φωνές
στο τραγούδι που γράφεις
κι άλλοι θα γράψουν για σένα
πάντα γραμμένο θα είναι
—————–*
Κάτω απ’ τις λέξεις κοιμούνται
οι τρομερές ώρες
Μαύρο που ανοίγεται
αργά στη γύρη
πριν κόψει ο άνεμος
μ’ ένα φιλί
τους δείχτες
κι αλλάξουν στόμα
τόσα τραγούδια

[Τόπος για να ζεις, 1999]
*****

Το ταξίδι

Στο ψάρεμα της πέστροφας
κατεβαίνοντας το ποτάμι
θα γνωρίσουμε ο ένας τον άλλο
ακόμα κι οι πιο σιωπηλοί
θα μιλήσουν
η αλήθεια στο νερό είναι απλή
κι έπειτα ο χωρισμός
αφήνει στην άμμο
τη δροσερή χαρακιά
της μικρής βάρκας
για λίγο


Η έλαφος

Ανάμεσα σε δυό βρασμούς
θα τιναζόταν ο ναός
θα έπεφτε
ο θεός
στα πόδια μου
βιάστηκα
μπήκα
στο νερό
χωρίς να περιμένω
το σύνθημα
ωραία σχέδια
χρώματα ιερά
με γέλασαν
δεν είχε κοιμηθεί
ο κυνηγός


Κοντά στη Σιένα

Αυτό που ανοίγει τα μάτια
στη μέση της νύχτας
αφήνει πάντα
μια σελίδα λευκή
πνοή πριν αγριέψει
ο χρόνος
δεν είναι για ποίηση
ούτε για κρίση
αυτό που η ζωή αφαιρεί


Φωτογραφίες

Είναι η αδελφή της μητέρας
το φόρεμα είναι της μητέρας
το δέντρο είναι κερασιά
όχι δεν είναι η μητέρα
το κορίτσι που γελάει
το σπίτι ήταν ακόμα πιο ωραίο
ο φράχτης είναι το έργο του πατέρα

εδώ δεν φαίνεται αρκετά η θάλασσα


Ο ιαθείς

Στον πρωινό καθρέφτη
οι σκίουροι θα παίζουν
όχι εσύ
και γιατί είσαι σιωπηλός
μεγάλα λόγια θ’ ακουστούν
γιατί είσαι ακίνητος
μεγάλα λόγια
μικρά κάστανα
μικρές νεράιδες
μικρή κόρη ορφανή


Τελευταίος κήπος

Αν εκεί
υπήρχαν τριαντάφυλλα
εδώ θα σε συναντούσα
στη φλογισμένη σειρά
σε τοπίο πιο άγριο
από την καρδιά μου
και θα μιλήσεις
κάτω από την ασήμαντη πέτρα

[Νερό στο πρόσωπο, 1993]
*****

οοοοοο

Θνητή

τα κοντινά
απομακρύνονται
δεν σχηματίζεται
το αντίο
άλλο πουλί
αρχίζει
δεν σωπαίνει
εκείνο που άκουγα

Η θέα

Σου γράφω
καίνε οι άκρες
απ’ τα σύρματα
γυρίζεις
και με βρίσκεις
μεθυσμένη
το βλέπω
πως μου έμεινες
πιστός
το ξέρω
πως σ’ αρέσω
πεθαμένη

Δεύτερο χιόνι

Χιονίζει
και πέφτουν
στη σούπα μου
ψέματα
σηκώνω
κλαδιά
να φανεί
το παράθυρο


Σκιά στο χρώμα

Το κόκκινο
που θέλουν
τα παιδιά
οι στέγες
το παίρνουν
σαν μεγαλύτερες
Μη μου απτού

Κάτι χρυσό στέλνει το κρύο
ένα βραχιόλι
ασφαλώς γιά συμφιλίωση

κι αν έσπασε κάτι πολύτιμο
θα το γιορτάσουμε με δάκρυα
φόρεσέ το

Το φως που βλέπουμε τώρα, Αθήνα: Στιγμή 1986.
[Tο φώς που βλέπουμε τώρα, 1986]
Αναδημοσίευση από: https://teflon.wordpress.com/2010/12/23/%CE%B1%CE%BB%CE%B5%CE%BE%CE%AC%CE%BD%CE%B4%CF%81%CE%B1%CF%82-%CF%80%CE%BB%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%81%CE%B1-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B7%CE%BC%CE%B1/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου