Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

Κωστής Παλαμάς - Λόγος και αντίλογος


Η ΜΟΥΣΑ

Ανάξιος μέσα στους πιστούς μουκι όσων παλμό και ανασασμότους δίνει ο νους μου,ανάξιος όποιος δε μπορεί5μες στο σεισμό το χαλασμόκάστρο τη γνώμη του να στήσει,και καρτερεί,και λέει: να ιδώ· και δε μπορείκι αργοσαλεύει του η ψυχή,10σαν το κυπαρίσσι.

Ανάξιος όποιος τα φτερά του,φτερά από σκέψην ή από πράξηδε γοργανοίγει τα —χαρά του—για να πετάξει,15βοριάς θρακιάς, με τους ανέμους,προς τους πολέμους.Ανάξιος κι όποιος συλλογιέταικαι μες στου λογισμού του κλειέταιτη φυλακή20και πότ’ εδώ σκυφτός τραβιέταικαι πότ’ εκεί·ανάξιος μέσα στους δικούς μου,σακάτης όποιος και βαριέται,κι ας εθυσίασε στους βωμούς μου·25κι όποιος ξαφνιάζεται και στέκειή τρέμοντας παραπατείτην ώρα που έσκουξε η βροντή,την ώρα που έπεσε παρέκειτ’ αστροπελέκι.

30Κι όποιος ποδίζει κι αργός μένει,ανάξιος· τι κι αυτός βαραίνειόσο βαραίνουν τα καράβιατα γέρικα παρατημέναγια τα παιδιά, για τα κουτάβια35ξαρμάτωτα στους μόλους πέρα,εκεί που η μπόρα, εκεί που η ξέραλυσσομανάνε στα μπουγάζιακαι στ’ ανοιχτά του ωκεανούμακριά από τ’ άπραγα μαράζια40του στεριανού·στα κύματα π’ όσο αγριεύουνκι όσο πεισμώνουν,τόσο τον άνθρωπο θεριεύουν,τόσο δυναμώνουν.

45Κι ο ποιητής ανάξιος πια!Κι ακόμ’ ανάξιος κι ο σοφός,που δεν ανάφτουν πυρκαγιάκι από του λύχνου τους το φως,όταν αλύπητη βαριά50ξεσπά η Ανάγκη, και προστάζει.Ανάξιος είναι όποιος διστάζει!

Ανάξιος όποιος μες στην Πράξηπου μες στα αίματα πατάκι ευφραίνεται στ’ αποκαΐδια,55ανάξιος όποιος απαλάκρατάει της σκέψης το μετάξιγια πέπλα, για χρυσοκεντίδια.

Ανάξιος όποιος με όποια σκέψη,—και η πράξη του είναι σαν το ξύλο60το ποτισμένο από βροχή·το ρίχνει της φωτιάς, να θρέψειτη φωτιά· μάταια· πώς ν’ ανάψει;ανήμπορο είναι να καεί,για να κάψει.

65Ανάξιος όποιος με το σκύλοτο συρτό μοιάζει, σα δαρθεί,όταν αργά ή γοργά θα ’ρθείτης κρίσης η ώρα,κι αντιχτυπιένται τα στοιχεία,70στα σύγνεφα ή στην Πολιτεία,κεραυνοφόρα.

Ανάξιος όποιος ξάφνου ακούειτο προσκλητήρι των καιρώννα το φυσάει ή να το κρούει75σάλπιγγα ή τύμπανο, το ακούει,δε λέει: Παρών!

Ανάξιος όποιος μαρμαρώνεισα να τον πότισαν αφιόνι,κι αντί τα λόγια τα χρυσά,80που αστράφτουνε και ορθά και ακέρια,τα λόγια του μουντά, μισά,τα λόγια του σαν αχνοκέρια.

Ανάξιος όποιος δε γνωρίζει,γιά μες στο νου του δε σταθεί85πως κυβερνά και πως ορίζειτο Λόγο που είναι σα σπαθί!

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Μάνα, των κόσμων η αρμονίασε φορεί στο κεφάλι της κορόνα·πώς των ολέθρων η Γοργόνα90σου αρμάτωσε τα χέρια που μοιράζουντο μέλι και την αμβροσία;

Η πράξη του σοφού, είν’ η σκέψη.

Δεν είν’ ανάξιος όποιος δείχνεταισα να μην τον ταράζουν95και των ψυχών και των πατρίδων τα δεινά.Πόσες φορές του ατάραχου του πρέπουν Ωσαννά!Παθών ανεμοστρόβιλοι ακυβέρνητωνπώς τα θολώνουν των ψυχών τα μάτια!Πώς των πατρίδων κρέμουνται, στ’ αρπάγια των κυβερνητών,100τα αιματοστάλαχτα κομμάτια!Η πράξη του σοφού, είν’ η σκέψη,και το τραγούδι είναι το κάστρο του ποιητή.Δεν είν’ ανάξιος το χρυσάφι όποιος κρατείχωρίς να το ξοδέψει,105κι ας τονε κράζουν οι άσωτοι ζητιάνο ή σφιχτοχέρη.Άξιος που ζει σαν άγνωρος με τη δική του γνώση,σα να ’χει όχι να δώσει,μα σα να θέλει να γυρέψει.

Γνωρίζει η πράξη τα μισά, τ’ ακέρια η σκέψη ξέρει.

110Σε ανταριαστούς κάποιους καιρούς ξέχωρους φτάνει ώς τ’ άστραόποιος τη γνώμη του κρατά μ’ όλη της την αλήθειακι εκείθε απ’ τ’ άγρια ρέματα κι από τα γαύρα πλήθια,μες στη χαλάστρα οργή και ορμή μιαν άνεργη όψη πλάστρα.Απάνου από το δυνατό τα πάντα που λυγίζει115κάποιος κριτής υπάρχει και ζυγίζει.Πόσες φορές του ατάραχου του πρέπουν Ωσαννά!Καλά καλά και αληθινάη δύναμη δεν είναι και δε ζειπαρά μαζί120με τη δικαιοσύνη.

Γειρτό κεφάλι γαληνό με την ταπεινοσύνηθαρρείς πως γέρνει μοναχά για να δεχτείκάποιο στεφάνι που από δάφνη έχει πλεχτεί,που έχει πλεχτεί από κρίνο125για το κεφάλι εκείνο.Άξιοι, στα κάστρα σας κλειστοί,σεμνέ σοφέ, τρελέ ποιητή!

Και είν’ άξιος όποιος μες στο κάστρο του κλειστεί,λιγόψυχο ας τον κράζουνε, γυναίκα ας τον ειπούνε130για να φυλάξει απείραχτα και απάρθενατα λόγια τα προφητικά που αργά θα γκρικηθούνε,αργά ή γοργά σα θα σημάνεις, ώρα,πέρα κι απάνου απ’ το σεισμό το χαλασμό,πρωί και με την ξαστεριά, στερνά και με τη μπόρα.135Ποιός ξέρει! Ο λόγος θ’ ακουστεί σαν πρέπει ν’ ακουστεί,τι πέρα πάει κι απάνου από τα ήσυχα,πέρα κι απάνου από την ταραχή,Νόμος αυτοκυβέρνητος, σκοπός και βρυσομάνα αρχή,με τη φωνή του μοναχά, κι όταν ακόμα μένει140με στόμα που το σφράγισε μαλαματένια μια σιωπή,σιωπή, που σε όλα γύρω της αδιάφορη και ξένη,δείχνει σα να ’χει κάτι απ’ όλα πιο βαθύ να πει.

Μάνα, των κόσμων η αρμονίασε φορεί στο κεφάλι της κορόνα.145Των Ελικώνων η ουρανία,τα χέρια που τα νέχταρα κερνάνε ποιά Ερινύαμε φίδια σού τ’ αρμάτωσε και ποιά γοργόνα;

Στη σιδερένια γοργοχέρα Πράξη,χαρά του Ολύμπου ή Βαλκυρία, χαρίζεις θρόνο.150Κι εγώ της σκέψης που είναι από μετάξιβωμούς υψώνω.

Κι απ’ όσα σύνεργα ο χαμός,κύριος της γης και παιδεμόςπάει και δουλεύει και σκορπά, για να τα ξαποστείλει155στη γη, στα νέφη, στους βυθούς του Ωκεανού,για μέ βαραίνει πιο πολύ του κήπου το γιοφύλλικαι στης μουριάς τα φύλλα το αργοδούλεματου σκουληκιού.

Κάποιες θρονιάζονται σκληρές κι άγριες μεγαλοσύνες160απάνου απ’ όσα κράζουμε κακίες ή αρετές.Όμως ψηλότερα κρατιούνται κι από κείνεςτις άγριες και σκληρές μεγαλοσύνεςπαρθένες ήμερες καλοσύνεςαπ’ την απαλοσύνη τους μονάχα δυνατές.

165Και είν’ άξιος, και πορεύεται και με την τρικυμιάκαθώς πορεύεται και μέσα στην απανεμιάτης σκέψης του ο σοφός πιστός· γιατ’ είναι από τη θείαψυχή που πνέει απάνου απ’ τα στοιχεία,πνοή και η σκέψη, μια.

170Και είν’ άξιος όποιος το κανόνιν’ αστράφτει όταν ακούει και να βροντά,το μέτωπο, της δάφνης δόξα, το στυλώνειστην άρπα ή στο βιβλίο, τα τρισευλογητά.Κι όπως της μάνας η στοργή τρανεύει175απάνου απ’ το προσκέφαλο του σπλάχνου τηςπου κιντυνεύει,Αγάπη, εντός του αισθάνεται πως πας να μεγαλώσειςγια τη χαρά της μουσικής, για τα βαθιά της γνώσης,Αγάπη, για τα δίδυμα τα δύο,180την άρπα, το βιβλίο,όταν ή αλάργα ή κάπου εκεί κοντάακούει ν’ αστράφτει Θεού οργή και να βροντά.

Και ω των Πινδάρων αγριελιές και ω δάφνες των Τυρταίων!Τ’ ανακρεόντεια ρόδα να στολίσουν185όμοια μπορεί και να φεγγοβολήσουνκορμοστασιές παλικαριών και μέτωπα γενναίων.Απάνου από στρατηλατών καισαρικών ορμή,ρωμαία ορμή νικήτρα καταλύτρα,—μοναχική, ακατάδεχτη και σαν καταφρονήτρα190του κόσμου που σπαράζεται στα πόδια της, και ξένη,η λύρα η κοσμογονική του Λουκρητίου στημένηθριαμβευτική.

Μούσα του Ολύμπου φωτερού, χαράτου πράσινου Ελικώνα!195Νά της ζωής τα βήματα, μια ιδέα! Και τα φτερά,νά τα φτερά, ένα όνειρον! Απάνου απ’ τη γοργόνατου μίσους και του σπαρασμού, του ολέθρου και του τρόμου,σαν πρωτοστάτης άγγελος το γαλανό όνειρό μου.

Είμαι ποτάμι από τραγούδια αχάλαστα, γιά ιδές!200Χρυσή η κιθάρα, χάρισμα δικό σου ουρανοπλάνο!Από κυκλώπεια μάνητα κι αν πάνε οι κόρδες της κι οι ωδές,—από καινούριες άσφαλτες νεραϊδοπρόσφερτες χορδέςκελαηδισμό και κλάγγασμα καινούρια θα της κάνω.

Και τ’ όνειρό μου της παρθένας Ηγησώς γαμπρός.205Και της παρθένας Ηγησώςτο μαρμαροκρινόχερο στο ήσυχο μεθύσιτων τάφων που τους είναι θησαυρός,το χέρι της παρθένας Ηγησώςπάει τ’ όνειρό μου να φιλήσει.

Η ΜΟΥΣΑ

210Ρήμασμα οϊμέ! και χάλασμα της γης το περιβόλι,γύμνια στης χώρας τ’ ανοιχτά και στα κλεισμένα της ψυχής.Η Ελλάδα ονειροπάλατο κι ένα χαμόγελο όλη!Ξένος προφήτης έκραξε της χώρας θείας ξαγναντευτής.Οϊμέ! το ονειροπάλατο, στο φως του ξύπνου, πάει!215Χέρι σα Μήδειας βακχικής κομμάτια το σκορπάειτο από το αίμα της κορμί στα αιγαία γαλανοπλάτια.Κι εσύ, βλαστός μου αταίριαστος, και ποιός θα το πιστέψει,στην πράξη απάνου, στη φωτιά, και ποιά δροσοπαλάτιαχιμαιρικά αγωνίζεσαι να χτίσεις με τη σκέψη;

220Ω πεταλούδες των παιδιών και των καρδιώνμες στα κοπάδια ανυποψίαστες των ακρίδων!Δόξες των έργων και χαρές των τραγουδιώντις κάνουν οι ευτυχίες των πατρίδων.

Πρωτοχρονιά του 1917

Τα Παράκαιρα, Ενὀτητα: Κακές Φωτιές

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου