Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Federico Garcia Lorca - Ποιητής στη Νέα Υόρκη

 Μῆλα ἐλαφρὰ πληγωμένα
ἀπὸ λεπτὰ σπαθάκια ἀσημένια,
σύννεφα σκισμένα ἀπὸ ’να κοραλλένιο χέρι
ποὺ ἔχει στὴ ράχη ἕνα μύγδαλο ἀπὸ φωτιά,
ψάρια ἀπὸ ἀρσενικὸ σὰν καρχαρίες,
καρχαρίες σὰν σταγόνες θρήνου γιὰ νὰ τυφλώσουν ἕνα πλῆθος,
ρόδα ποὺ πληγώνουν
καὶ βελόνες μπηγμένες στοὺς σωλῆνες τοῦ αἵματος,
κόσμοι ἐχθρικοὶ κι ἔρωτες μὲ κάμπιες σκεπασμένοι,
θὰ πέσουν πάνω σου. Θὰ πέσουν πάνω στὸ μεγάλο θόλο
ποὺ ἀλείφει μὲ λάδι τὶς γλῶσσες τῶν στρατιωτικῶν,
ὅπου ἕνας ἄντρας κατουράει σ’ ἕνα ἀστραποβόλο περιστέρι
καὶ φτύνει κάρβουνο κοπανισμένο
τριγυρισμένος ἀπὸ χιλιάδες καμπανάκια.
Γιατὶ πιὰ δὲν ὑπάρχει ποιὸς νὰ μοιράσει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο,
οὔτε ποιὸς νὰ καλλιεργήσει χόρτα μὲς στὸ στόμα τοῦ νεκροῦ,
οὔτε ποιὸς ν’ ἀνοίξει τὰ λινὰ τῆς ἀνάπαυσης,
οὔτε ποιὸς νὰ κλάψει γιὰ τὶς πληγὲς τῶν ἐλεφάντων.
Δὲν ὑπάρχουν παρὰ μόνο ἕνα ἑκατομμύριο σιδηρουργοὶ
σφυρηλατώντας ἁλυσίδες γιὰ τὰ παιδιὰ ποὺ θὰ ’ρθουνε.
Δὲν ὑπάρχουν παρὰ μόνο ἕνα ἑκατομμύριο ξυλουργοὶ
ποὺ φτιάχνουν φέρετρα δίχως σταυρό.
 
 
Δὲν ὑπάρχει παρὰ μόνο ἕνα πλῆθος ἀπὸ ὀλοφυρμοὺς
ποὺ ἀνοίγουνε τὰ ροῦχα περιμένοντας τὸ βλῆμα.
Ὁ ἄνδρας ποὺ περιφρονεῖ τὸ περιστέρι ἔπρεπε νὰ μιλήσει,
ἔπρεπε νὰ κραυγάσει γυμνὸς μὲς στὶς κολόνες
καὶ νὰ κάνει μιὰ ἔνεση γιὰ νὰ κολλήσει λέπρα
καὶ νὰ κλάψει ἕνα θρῆνο τόσο τρομερό
ποὺ νὰ διέλυε τὰ δαχτυλίδια του
καὶ τὰ τηλέφωνά του ἀπὸ διαμάντι.
Μὰ ὁ λευκοντυμένος ἄντρας
ἀγνοεῖ τὸ μυστήριο τοῦ σταχυοῦ,
ἀγνοεῖ τὸ στεναγμό τῆς ἑτοιμόγεννης,
ἀγνοεῖ πὼς ὁ Χριστὸς μπορεῖ νερὸ νὰ δώσει ἀκόμα,
ἀγνοεῖ πὼς τὸ νόμισμα καίει τὸ φιλὶ τοῦ θαύματος
καὶ δίνει τὸ αἷμα τοῦ ἀμνοῦ στὸ ἠλίθιο ράμφος τοῦ φασιανοῦ.
 
 
Οἱ δάσκαλοι δείχνουνε στὰ παιδιὰ
ἕνα φῶς θαυμαστὸ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ βουνό·
ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ φθάνει εἶναι μιὰ συμβολὴ ἀπὸ ὑπονόμους
ὅπου κραυγάζουν σκοτεινὲς οἱ νύμφες τῆς χολέρας.
Οἱ δάσκαλοι σημειώνουν μ’ ἀφοσίωση
τοὺς τεράστιους λιβανισμένους θόλους,
ἀλλὰ κάτω ἀπὸ τ’ ἀγάλματα ἀγάπη δὲν ὑπάρχει,
δὲν ὑπάρχει ἀγάπη κάτω ἀπ’ τὰ μάτια τοῦ τελειωμένου κρύσταλλου.
Ἡ ἀγάπη βρίσκεται στὶς σκισμένες σάρκες ἀπ’ τὴ δίψα,
στὸ μικρούλικο καλύβι ποὺ παλεύει τὴν πλημμύρα.
Ἡ ἀγάπη βρίσκεται μέσα στοὺς λάκκους
ὅπου παλεύουν τὰ ἑρπετὰ τῆς πείνας,
στὴ θλιμμένη θάλασσα ποὺ νανουρίζει τὰ κουφάρια τῶν γλάρων
καὶ στὸ αἰχμηρὸ φιλὶ τὸ σκοτεινότατο κάτω ἀπ’ τὰ μαξιλάρια.
Μὰ ὁ γέρος μὲ τὰ διάφανα τὰ χέρια
θὰ πει: ἀγάπη, ἀγάπη, ἀγάπη,
μέ τὶς ἐπευφημίες ἀπὸ ἑκατομμύρια μελλοθάνατους.
Θὰ πεῖ: ἀγάπη, ἀγάπη, ἀγάπη,
μέσα στὸ χρυσοΰφαντο λαμὲ ποὺ τρέμει ἀπὸ τρυφερότητα·
θὰ πεῖ: εἰρήνη εἰρήνη, εἰρήνη,
μέσα ἀπὸ λάμψεις μαχαιριῶν καὶ σὲ πεπόνια ἀπὸ δυναμίτη.
Θὰ πεῖ: ἀγάπη, ἀγάπη, ἀγάπη,
μέχρι ποὺ νὰ γίνουνε τὰ χείλη του ἀσημένια.
 
 
Μέχρι τότε, μέχρι τότε, ἄχ!, μέχρι τότε,
οἱ νέγροι ποὺ μαζεύουνε τὰ πτυελοδοχεῖα,
τ’ ἀγόρια ποὺ τρέμουνε
κάτω ἀπὸ τὸν τρόμο τὸ χλομὸ τῶν διευθυντῶν,
οἱ γυναῖκες οἱ πνιγμένες μέσα στὰ ὀρυκτέλαια,
τὸ μέγα πλῆθος τοῦ σφυριοῦ, τοῦ βιολιοῦ ἤ τοῦ σύννεφου,
πρέπει νὰ κραυγάζει ἄν καὶ τοῦ τινάζουν τὰ μυαλὰ στὸν τοῖχο,
πρέπει νὰ κραυγάζει ἀπέναντι ἀπ’ τοὺς θόλους,
πρέπει νὰ κραυγάζει τρελὸ ἀπὸ φωτιά,
πρέπει νὰ κραυγάζει τρελὸ ἀπὸ χιόνι,
πρέπει νὰ κραυγάζει μὲ τὸ κεφάλι γεμάτο κόπρανα,
πρέπει νὰ κραυγάζει ὅπως ὅλες οἱ νύχτες μαζί,
πρέπει νὰ κραυγάζει μὲ φωνὴ τόσο σπαραχτικὴ
ποὺ οἱ πόλεις νὰ τρέμουνε σὰν τὰ κορίτσια
καὶ νὰ γκρεμίσουνε οἱ φυλακὲς τοῦ λαδιοῦ καὶ τῆς μουσικῆς.
Γιατὶ θέλουμε τὸ καθημερινὸ ψωμί μας,
ἀνθὸ τοῦ σκλήθρου καὶ διαρκὴ συγκομιδὴ ἀπὸ τρυφερότητα,
γιατὶ θέλουμε νὰ ἐκπληρωθεῖ ἡ θέληση τῆς γῆς
ποὺ δίνει τοὺς καρπούς της γιὰ ὅλους.
 
από το Ποιητής στη Νέα Υόρκη, Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου