Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Χρίστος Λάσκαρης - Ποιήματα


σ.17
Το Ποτάμι
Στέκει το φεγγάρι και κοιτάει
το ποτάμι, που πηγαίνει μοναχό,
κάποιος στο χορτάρι τραγουδάει
κρεμασμένος απ' τον ουρανό.
Και η νύχτα κάθε τόσο σταματάει
από άξαφνο του ποταμού λυγμό,
χαμηλώνει το φεγγάρι και ρωτάει
τι έχει και στενάζει το νερό.
Και πηγαίνει, όλο πάει το ποτάμι,
στ' ανοιχτού πελάγου το χαμό,
κάποιος μες στη νύχτα τραγουδάει,
για αγάπη και για χωρισμό.

σ.30
Εγκατάλειψη
Έβρεχε,
έβρεχε πολύ

κι είχε βουλιάξει η ψυχή
στην υγρασία.

ακόμη μια χαμένη Κυριακή,
εδώ, στην επαρχία.

σ.38
Παιδιά των ασανσέρ
Τραυματισμένα μου πουλιά παιδιά των ασανσέρ
μ' ακίνητα τα μάτια σας μπρος στις τηλεοράσεις
με κοιμισμένο το μυαλό και τις ψυχές νωθρές
καθώς γλυκά βουλιάζετε στις κεντρικές θερμάνσεις.

Κι όταν ξάφνου την άνοιξη βρεθείτε σε πλαγιές
μένετε να κοιτάζετε στις ίδιες νεκρές στάσεις
καθώς στα διαμερίσματα μπροστά στις τηλεοράσεις
και δε μεταλαβαίνετε τις θείες ομορφιές.

σ.194
Η αγαπημένη του εποχή
Το καλοκαίρι είναι η αγαπημένη του εποχή -
όχι τόσο για τα φρούτα του,
όσο γι' αυτούς
τους μακρινούς περίπατους μέσα στο βράδυ,
εκεί στις φτωχογειτονιές.

με τις καταβρεγμένες τους αυλές,
τα τηγανίσματα.

σ.322
Καταστολή εξέγερσης
Μας φέρνανε κεφάλια σε ντουρβάδες,
και τα καταγράφαμε:
τα πιο πολλά
στάζαν ακόμα αίμα

με τα όνειρα
μες στα θολά μάτια τους
νωπά

τα χείλη μισάνοιχτα
σα διψασμένα.

σ.205
Το σύνθημα
Στη μάντρα του νεκροταφείου,
με μαύρα, κεφαλαία γράμματα,
το σύνθημα:

ΨΩΜΙ
ΠΑΙΔΕΙΑ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Σα να βλέπω τους νεκρούς
να διαβάζουν
και να χαμογελούν.

σ.138
Τα μεγάφωνα
Τρέφω
μια έντονη αποστροφή
για τα μεγάφωνα.
Έτσι όπως τα βλέπω
από πάνω μου να χάσκουνε,
μου θυμίζουν επίμονα
την εξουσία.

σ.139
Μέρες του '50
Επιστροφή σε χρόνια φτώχειας:
ασπρόμαυρη ζωή,
γεμάτη αξιοπρέπεια -
πού η σημερινή υπερπληθώρα.
Οι απολαύσεις μας λιτές:
κάνας Καβάφης,
κι αυτός δυσεύρετος.

σ.12
Να υπάρχουν ακόμα
Να υπάρχουν ακόμα οι μουριές,
εκείνες οι μουριές στο σπίτι μας απ' έξω, λέω,
να υπάρχει η μικρή μας γειτονιά,
η Αντωνιά που έραβε μπρος στο παράθυρό της,
να τεμπελιάζουνε στους φράχτες τα σκυλιά.

Ή μήπως πέρασε ο δρόμος πάνω απ' όλα αυτά,
κι έμεινε τούτη η μνήμη...

σ.14
Νοσταλγία
Εκείνο που θα μ' ευχαριστούσε σήμερα είναι να άκουγα
ένα ευτυχισμένο ποίημα:
δυο λόγια για το Μαστραβίνη που εμέθαγε,
το Νώντα Ντάναση.
Βαρέθηκα να λένε όλο για την καταπίεση,
για οργισμένους νέους
και την εποχή μας.
Πεθύμησε η ψυχή μου λίγο Τραπαλόγιαννη,
το Ντούλο το μουγγό
να δέρνει μες στη νύχτα τη γυναίκα του,
και το Γκλανγκλάν τον ψειριασμένο.

σ.246
Οδός Κωνσταντινουπόλεως
Σ' αυτό το δρόμο με τις πολυκατοικίες,
παλιά επαίζαμε.
Βγαίναν οι γείτονες και μας φώναζαν.
Ο αστυφύλακας
(ο ίδιος πάντα)
περνούσε και μας έπαιρνε το τόπι
που 'χαμε κάμει με πανιά.

Τώρα δεν παίζουνε παιδιά.
Τώρα ουρλιάζουν τροχοφόρα.

σ.140
Για να φτάσω ως εσένα
Για να φτάσω ως εσένα, 
χαμόγελο παιδικό,
πρέπει πολύ να ονειρευτώ.

πολύ,
μέσα στο όνειρο να ευτυχίσω.

σ.20
Αθωότητα
Δεν ξέρει τίποτα η αυγή
όταν χαράζει ευτυχισμένη
και δυναμώνει
και σε μέρα ξετυλίγεται.

τίποτα
απ' το σκοτάδι που ζυγώνει.

σ.146
Μέσα σου να σκάβεις
Μέσα σου να σκάβεις:

ξεθάβοντας
μέρες παιδικές

για τρυφερά,
εξαίσια ποιήματα.

σ.131
Παραλλαγή σ' ένα θέμα
Σαν τον καφέ και η ζωή.
Μόνο οι πρώτες ρουφηξιές
αξίζουν.

σ.145
Μνήμη της μητέρας μου
Έρχεσαι απ' τα προχτές στα όνειρά μου:
πάνω σ' ένα κρεβάτι ν' αγωνίζεσαι.

Απόψε όμως,
καθόσουν έξω στην αυλή και μπάλωνες.
Κοιτούσα τα πληγιασμένα μπράτσα σου.
Είναι απ' τους ορούς, μου λες,
με βασανίσανε.

σ.171
Τα αναφιλητά
Ξύπνησα από 'να παρατεταμένο αλύχτημα.
Λύκου θα 'τανε,
γιατ' ήτανε τόσο μοναχικό
και λυπημένο.

Δεν είχα ακόμη συνέλθει,
όταν άκουσα στη διπλανή κάμαρη,
αναφιλητά.

Ο πατέρας μου,
έκλαιγε μες στον ύπνο του.

σ.239
Ετοιμασίες
Πρωί,
και μ' ετοιμάζουνε για το σχολείο.
(Η αδερφή μου χαϊδεύοντας τη σάκα μου).

Έξαφνα το σκηνικό αλλάζει:
Στη μισοφωτισμένη κάμαρη,
οι γυναίκες ετοιμάζουν τον πατέρα μου.

σ.211
Στην κλινική
Την ετοίμασαν και με φώναξαν να ασπαστώ.
ήταν ένα δωματιάκι στο υπόγειο της κλινικής
καμωμένο για την περίσταση.
Ξαπλωμένη σ' ένα μαρμάρινο πάγκο,
μου φάνηκε πως κοιμόταν.
Τόσο είχε γαληνέψει.
Καθώς την κοίταζα μες στο καλό της φόρεμα
τη θυμήθηκα στο χωριό Κυριακή
που πηγαίναμε για την εκκλησία.
Τι γυρεύαμε σ' αυτό το υπόγειο!
«Μάνα», τραύλισα,
κι αναλύθηκα σε λυγμούς.

σ.27
Χωρίς τίτλο
Μέρες πάνω στις μέρες,
κι από κάτω να στενάζει πλακωμένη
μια ζωή.

σ.213
Ελπίζουμε του χρόνου
«Του χρόνου», έγραφε, «αν είμαστε καλά
θα έρθουμε για λίγες μέρες να σας δούμε».
Μα πάντα κάτι τύχαινε κι ανέβαλλαν:
κάποια από κείνες τις δουλειές,
που δεν περιμένουνε.
«Ελπίζουμε του χρόνου, πρώτα ο θεός»,
ξανάγραφε.
Όμως διέκρινες κάποια παραίτηση,
πως είχε κουραστεί,
πως είχε κι ο ίδιος αρχίσει ν' αμφιβάλλει.

σ.141
Απλώς, μια επιφάνεια
Ούτε ευτυχισμένος,
ούτε δυστυχισμένος.
απλώς,
μια επιφάνεια,
που πάνω της
κάνει τσουλήθρα ο χρόνος.

σ.219
Ποτέ ξανά
Αυτό το ποίημα
ποτέ δε θα το ξαναγράψω.
Ποτέ δε θα περάσω
απ' τα ίδια φιλιά.

σ.147
Η φωτογραφία

Περισσότερο κι απ' τα γραφτά του
-ακόμη και τα πολύ προσωπικά-
φαίνεται να μιλάει γι' αυτόν,
τούτη η παλιά,
ασπρόμαυρη φωτογραφία.
π' αδύνατος,
με κοντό παντελονάκι,
κοιτάζει φοβισμένα το φακό,
κολλημένος πάνω στον πατέρα του.

σ.190
Έτσι έζησα
Μέσα σ' ένα πηγάδι έζησα.
και πάνω μου περνώντας
το φεγγάρι μακρινό.

σ.271
Τέλος του προγράμματος
Συνεχίζει να ζει

όπως
μετά το τέλος του προγράμματος
η τηλεόραση

που την ξεχάσαν αναμμένη.

σ.183
Σύντομο βιογραφικό
Χρησιμοποίησα τις λέξεις,
κατά προτίμηση τις πιο σκοτεινές.
Μ' αυτές εργάστηκα,
μ' αυτές, και με ένα φόβο.

Στη λέξη θάνατος,
κατέφυγα πολλές φορές.
μου φαίνονταν,
η μόνη αληθινή.

σ.48
Ο φωταγωγός
Ήταν το θέμα μια ευκολία:
είχες από κάπου να πιαστείς,
να αναπτύξεις.
Τώρα εδώ,
σε τούτο το φωταγωγό που μ' έριξαν,
κοιτώ το ύψος και φοβάμαι.
Πρέπει ν' αναρριχηθώ.
Λέξεις να βρω
που να γαντζώνουν στο τσιμέντο.

σ.27
Άνθρωποι της πόλης
Θα τους δείτε το πρωί της Κυριακής
-πηγαίνοντας για την εκκλησία-
να πλένουν οικογενειακώς το αυτοκίνητο.
Είναι οι άνθρωποι της πόλης που ετοιμάζονται.
Θα βγούνε στην εξοχή.
Θα πάνε να φέρουνε
στο διαμέρισμα λουλούδια.

σ.43
Αστικά λεωφορεία
Χρόνια τώρα
πηγαινοέρχονται φορτωμένα.

Κανένα τους δε σκέφτηκε
να βγει απ' τη γραμμή.

σ.55
Ψάχνω να βρω
Ψάχνω να βρω
μια καινούργια λέξη,
λέξη που να μπορεί
τη μοναξιά της πόλης να χωρέσει

τη θλίψη των λεωφόρων της
το χάραμα.

σ.199
Κάθε πρωί στην ίδια στάση
Κάθε πρωί στην ίδια στάση,
το ίδιο δρομολόγιο,
η ίδια πόλη.
η ίδια πάντα γραφομηχανή.

Και η επιστροφή
σαν μια κηδεία μοιάζει,
καθώς το βράδυ πέφτει
λίγο λίγο στην ψυχή.

Κι όλα τελειώνουνε
σ' ένα μονό κρεβάτι.

σ.229
Το σούπερ μάρκετ
Σ' αυτό το απέραντο σούπερ-μάρκετ,
που πάνω του τσακίζονται
όλα τα όνειρα,
εδώ,
στη μοναξιά των διαδρόμων
θα με βρεις.

με το καρότσι μου να περιφέρομαι.

σ.42
Θα κατεβαίνεις σκάλες
Θα κατεβαίνεις σκάλες,
κάθε πρωί θα κατεβαίνει σκάλες.
σαν άγαλμα προς τη θυρίδα για το εισιτήριο θα προχωρείς
κι ύστερα στην ουρά
-πάντα σαν άγαλμα-
που μες στο μάρμαρό του ονειροπολεί,
θα στέκεις.
Στο τραμ
πιασμένος στη χειρολαβή θα ταλαντεύεσαι
με το κεφάλι μες στη λύπη κρεμασμένο.
Στον Πειραιά,. η πρωινή ομίχλη θα σε πνίγει
και στο γραφείο οι συνάδελφοι.
Και θα ραγίζεις
και στα δυο η πέτρα σου θα σπα
καθώς απ' το παράθυρο στην προκυμαία θα κοιτάς
το πλοίο που ξεμάκρυνε-
σφυρίζοντας μες στην ψυχή σου.

σ.46
Τον ολονύχτιο σπαραγμό
Τον ολονύχτιο σπαραγμό της θάλασσας
εκεί, στο βρώμικο κανάλι,
την ώρα που η ζωή
στα μαλακά της στρώματα κοιμάται

ποιο ποίημα θα μπορέσει να σου πει,
ποιες λέξεις είναι ικανές
για να σου περιγράψουν.

σ.111
Την είχα για χαμένη
Την είχα για χαμένη όταν μια μέρα
με πρόφτασε η φωνή της καθώς προχωρούσα
ξένος και μοναχός μέσα στο πλήθος.
Στράφηκα,
μα με παρέσυρε το ρεύμα
από 'να νέο κύμα που μετακινήθη

βυθίζοντάς με
σε καινούργιο πένθος.

σ.51
Θα μιλήσω γι' αυτούς
Θα μιλήσω γι' αυτούς
που δεν εγνώρισαν ποτέ τον έρωτα,
για  όσους πλαγιάζουν
το βράδυ μ' έναν ίσκιο,
που ένα φιλί
δε δρόσισε τον ύπνο τους,
δεν έσταξε στο στήθος τους
κανένας λόγος,
μόνο μια γεύση ερημιάς,
στα χείλη τους.
Γι' αυτούς θα πω,
που έζησαν σαν τις φρυγμένες στέρνες,
ολάκερη ζωή.

σ.77
Λαϊκό ζευγάρι
Μπορεί να λέγεται Ολυμπία
και να μην έχει πάει στο γυμνάσιο,
να 'ναι χοντρή
και ν' αγοράζει βερεσέ απ' το περίπτερο,
να μασουλάει τσίχλα
και να τραγουδάει.
Κι αυτός μπορεί να λέγεται Αποστόλης
και να μην έχει πάει στο γυμνάσιο,
να 'χει συνήθειες λαϊκές,
να πίνει
και να κάνει μεθυσμένος έρωτα -
κι όμως εσύ ο ανώτερος
να τους ζηλεύεις.

σ.32
Φύρανε το ποτάμι
Φύρανε το ποτάμι
και οι ιτιές ξεράθηκαν
διώχνοντας όλα τα πουλιά.
Θυμάσαι το νερό γυναίκα;
Ήταν τα μάτια μας π' αδειάσανε.
Τώρα,
μείναμε μόνο εγώ
και συ
και τούτο το πανί
που σε βοηθάει να ξεσκονίζεις.
Λοιπόν, ξεσκόνιζε.
Σε λίγο θα φανούν οι ξένοι.

σ.129
Σβήσε το φως
Σβήσε το φως
είναι αργά.
αργά για οτιδήποτε.

σ.23
Αναβρύζεις και πάλι
Αναβρύζεις και πάλι δροσιά των σπλάχνων μου
και ποτίζονται οι ρίζες της ερημιάς
και το δέντρο το γερμένο στη λύπη μου
ξανανθίζει.

Εμφανίζονται πάλι τα πουλιά
τα ποτάμια ξαναβρίσκουν τη θάλασσα
κι η θάλασσα το χρώμα της το βαθύ
της αγάπης.

σ.83
Το φωτεινό χαμόγελό σου
Το φωτεινό χαμόγελό σου,
που έως θανάτου
το επόθησαν οι εραστές,

η τερηδόνα
θα το αχρηστέψει.

σ.19
Μαντένια
Ένα κρεβάτι
και να είναι Αύγουστος,
και ξέρω εγώ να ξαναζήσω.

σ.76
Το πηγάδι
Τη σκοτεινή δοκιμασία ζω του ποιήματος,
το φόβο που δεν είναι φόβος,
ένα πηγάδι π' ανεβαίνω πέφτοντας.

κάτι ανάμεσα χαμό
κι ελπίδα.

σ.104
Το πηγάδι
Έριχνε ποιήματα σ' ένα πηγάδι μέσα.
θα το εξαφανίσω, είχε πει.
κι απλώνοντας το χέρι του στον ουρανό,
έκοβε κάθε τόσο
κι από ένα -

ώσπου ο ουρανός άδειασε.

σ.70
Δε γράφονται τα ποιήματα σ' ένα χαρτί
Δε γράφονται τα ποιήματα σ' ένα χαρτί.
ξεθάβονται
με μιαν αξίνα τα μεσάνυχτα

αφήνοντας
κι από 'να λάκκο.

σ.231
Έγραψε ποιήματα
Έγραψε ποιήματα,
όπως άλλοι
δούλεψαν στα λατομεία.

Κι οι δυο τους σκάψανε βαθιά.

Εκείνοι για το μεροκάματο.
αυτός όμως για τι;

σ.176
Γράφουμε ποιήματα σημαίνει
Γράφουμε ποιήματα σημαίνει
εμποδίζουμε το θάνατο,
δεν τον αφήνουμε να εκδηλωθεί.

με λέξεις τον τυλίγουμε,
με όμορφα επίθετα.

σ.281
Στο γράψιμο
Η ευτυχία του βρίσκεται στο γράψιμο
-καθώς φέρνει στο φως
αυτά τα ποιήματα-

και η ελευθερία του βρίσκεται στο γράψιμο,
και η αγάπη του για τον πλησίον.

σ.263
Μόνο μέσα στα ποιήματα
Στην ψυχή μου
δεν ανταποκρίθηκε κανείς.

Τη ζεστασιά αν τη γνώρισα
τη γνώρισα μέσα στα ποιήματα.

σ.226
Τα στηρίγματα
Μικρές, καθημερινές λέξεις.
Ο αναγνώστης δεν ξέρει
τι σταθήκατε για μένα.
Διαβάζει απλώς ένα ποίημα.

σ.306
Η βακτηρία του
Τι θα 'τανε χωρίς τα ποιήματά του.
Ένας κι αυτός μες στο σωρό.

Μπορεί να μοιάζει εγωιστικό αυτό,
αλλά αυτά έχει να τον στηρίζουν

είναι για τα γεράματά του η βακτηρία του

σ.235
Ο τρόμος μου σε παραλλαγές
Δεν έγραψα ποτέ ποιήματα.
Ό,τι διαβάζετε,
είναι ο τρόμος της ψυχής μου.

Δοσμένος σε παραλλαγές.

σ.49
Θέλω μονάχα
Δε θέλω να ξέρω κανόνες για την Ποίηση
ούτε τι γράφουνε γι' αυτήν
οι σπουδασμένοι.

Θέλω μονάχα
να με απορροφάει,
όλο να με απορροφάει η μουσική

για να μπορώ μέσα στα ποιήματά μου
να σωπάινω.

σ.312
Ποιήματα
Ποιήματα που ξεδιπλώνονται ατελείωτα
(ψάχνοντας στα χαμένα για το στόχο τους)
ποιήματα ποταμοί

και ποιήματα καμικάζι.

σ.218
Ποιητική τέχνη
Ας δούμε το δέντρο.
Τι κάνει σε καιρό ανθοφορίας.
Κανόνας:
δεν κρατάει ποτέ
όλα τα άνθη του.

πολλά τα ρίχνει.

σ.85
Να σταματήσουν οι μπαλλάντες
Να σταματήσουν
οι μπαλλάντες και τα ποιήματα,
να γίνει επιτέλους σιωπή,
όπως εκείνη
που φέρνουνε το σκοτωμένο
στο ξυλοκρέβατο
κι ακούγεται η σπαραχτική κραυγή
μεσ' απ' το σπίτι.

σ.153
Εκτεθειμένος
Εκτεθειμένος μες στα ποιήματά μου,
σ' αντίτυπα κυκλοφορώ.

βορά σε ξένα χέρια,
που με ξεφυλλίζουν.

σ.305
Το ποίημα που περιμένει
Υπάρχει έν' άλλο ποίημα
μέσα σε κάθε ποίημα

κάποτε
στα χρόνια που έρχονται θα φανεί
αυτός
που την καρδιά του να χτυπά θ' ακούσει,
και θα σταθεί

κι ολόκληρος τρέμοντας
θα σκύψει
και θα το ανασύρει.

σ.168
Στο τσίρκο
Δεν άντεξε τη μοναξιά του ποιητή.
Προσχώρησε κι αυτός
στο τσίρκο.

σ.318
Παρακαλώ, ένα ποίημα
Ένα ποίημα,
δώσε μου ένα ποίημα-
ένα ποίημα από κείνα που τσιγκουνεύεσαι

κι όχι απ' αυτά
που έχεις σε πρώτη ζήτηση.

σ.207
Σε φίλο ποιητή
Φαίνεται πως δεν έχεις τίποτα να πεις,
αφού ολόκληρη ζωής μιλάς.

σ.112
Ξενοδοχείο Η Αρκαδία
Γι' αυτόν,
που έχει σε ξενοδοχείο μόλις καταλύσει
πόλης επαρχιακής και άγνωστης,
που η κάμαρη
με τους πελώριους ίσκιους τον φοβίζει,
με την καράφα και τη μια καρέκλα της,
η έξοδος στο δρόμο είναι παρηγοριά

μέσα στα φώτα να βρεθεί και μες στην κίνηση,
στις ομιλίες των ανθρώπων.

σ.148
Μόνος
Ακόμη και το γκαρσόνι δεν ερχότανε.
Έπαιζε η μουσική,
στην πίστα τα ζευγάρια χόρευαν,
πλάι του μια παρέα
έπινε παγωμένες πορτοκαλάδες.

Κι αυτός στο τραπεζάκι μόνος.
με τα τσιγάρα και τον αναπτήρα του.

σ.227
Κάθομαι στη βεράντα
Κάθομαι στη βεράντα κι αγναντεύω
σιωπηλός.
Ανόρεχτη που 'ναι η ματιά μου.

Απ' τις ταράτσες
κεραίες με κοιτάζουνε βουβές.
τέντες πληκτικά κατεβασμένες,
σαν την ψυχή μου.

σ.317
Η ίδια θάλασσα
Απ' το παράθυρό μου εδώ
(απλός τώρα θεατής)
κοιτάζω κάτω:

μια λαοθάλασσα να προσπαθεί.

σ.165
Μοναχικοί ταξιδιώτες
Άνθρωποι που ταξιδεύουν μόνοι:
κατά κανόνα σιωπηλοί,
πιάνοντας θέση σε παράθυρο.
Δεν έχουνε αποσκευές,
δεν έχουνε κανέναν να τους περιμένει.
Συνέχεια κοιτάζουν έξω.

Αν κάποιος τους ρωτήσει που πηγαίνουνε,
μοιάζουν σα να 'ρχονται από μακριά.
σα να μην έχουν καταλάβει την ερώτηση.

σ.130
Οι συνταξιούχοι
Περνώντας βλέπω τους συνταξιούχους:
μες στα παγκάκια της πλατείας,
ολομόναχοι.

να τους ραμφίζουνε τα περιστέρια.

σ.255
Αντιστέκονται
Οι ευτυχισμένες μέρες
αντιστέκονται
στο σημερινό κενό.

οι παλιές ευτυχισμένες μέρες
πάνω σε ποδήλατα.


Απάνθισμα άλλων ποιημάτων

σ.18
Πώς να παλέψει
Είναι μια θλίψη το φθινόπωρο
καθώς αδειάζουν οι ακρογιαλιές
και το νησί ερημώνει.
και μένει μόνη η ψυχή
με τ' άγριο πέλαγο.
Πώς να παλέψει με τις άδειες Κυριακές
την ερημιά των βράχων και της θάλασσας,
με τις κουρούνες που το δειλινό
στην αποβάθρα κρώζουν.
Κεφαλονιά, Πόρος, 1977

σ.37
Αντίσταση
Το ακατόρθωτο επιχειρεί η ψυχή
σ' αυτή τη ζωή
της πολυκατοικίας.
Τη μέρα
αντιστέκεται στο ασανσέρ,
το βράδυ στις τηλεοράσεις.
Και τα μεσάνυχτα
-που εξαντλείται ο θάνατος-
πληγώνει τα φτερά της στο φωταγωγό
για λίγο παιδικό φεγγάρι.

σ.40
Όλοι κοιμούνται
Και επιμένει η αυγή τα χρώματά της να προσφέρει
στους κοιμισμένους
απ' το βουνό προβάλλοντας,
και το αηδόνι το τρελό το τραγούδι του
κι η θάλασσα που παφλάζει στα κανάλια,
τον καημό της.
Όμως,
χέρι κανένα
το παράθυρο ν' ανοίξει δε σηκώνεται,
καμιά ψυχή να κρεμαστεί,
κανένα όνειρο
μες στη δροσούλα να βουτήξει.
Όλοι κοιμούνται.
Δεν ξαγρυπνάει πια κανείς.

σ.53
Θα με επισκεφτείς
Θα με επισκεφτείς
όπως επισκέπτονται στην κλινική τον άρρωστο
οι συγγενείς
κάνοντας φασαρία με τα δώρα τους
και φέρνοντας τη ζωή απ' έξω

ενώ αυτός
συνηθισμένος με τη σιωπή
νιώθει ανήμπορος να συνδεθεί
κι αρχίζει να κουράζεται
παρακαλώντας με το βλέμμα του να μείνει μόνος

μόνος όπως και πριν
να τους περιμένει και να τους φαντάζεται.

σ.65
Έρωτας
Στην πρώτη επαφή που είχαμε,
μιλήσαμε όπως δυο ξένοι
για πράγματα διάφορα σχεδόν.
Στη δεύτερη μπορώ να πω το ίδιο, 
με κάποια στη φωνή μας διαφορά,
ένα χρωμάτισμα.
Ώσπου στην Τρίτη,
τα λόγια μας ακολουθούσαν παύσεις - 
εκείνες οι γλυκές σιωπές
του έρωτα.

σ.67
Οι δύο λέξεις
Θ' αρχίσω με τη λέξη έρωτας
και θα τελειώσω
με τη λέξη χώμα.

Τις ενδιάμεσες,
θαρρώ πως τις μαντεύετε.

σ.88
Να εμποδίζεις τις σκιές
Είσαι εδώ
για να με προστατεύεις:
να εμποδίζεις τις σκιές να δράσουνε,
το θάνατο
να γίνει τρέλα.

σ.92
Παραίτηση
Δε μπόρεσα να σε δημιουργήσω.
έμεινες μέσα μου μία
μοναχική κραυγή,
μια πρώτη πρόταση.

σ.103
Συνάντηση
Ανέβαινε τα σκαλοπάτια δύο δύο.
Τίποτα το περίεργο:
κάποιος
π' ανέβαινε τα σκαλοπάτια δύο δύο.

Στάθηκε και τον κοίταξε.
Αυτός κατέβαινε.

σ.118
Απομυθοποίηση
Και ξαφνικά,
μια τέλεια αδιαφορία τον κατέλαβε.
Σα να 'πεσαν στο εσωτερικό οι προβολείς
και να 'χασε
τη σκοτεινή του δύναμη ο καθρέφτης.

η γοητεία της κάμαρας
σα να διαλύθηκε.

σ.135
Έφυγε
Έφυγε.
Το άρωμά της,
πάλεψε μες στην κάμαρα για λίγες μέρες
κι ύστερα έσβησε.

Την ίδια τύχη θα 'χουν και τα μάτια της,
καθώς και η γλυκιά φωνή της.

Τόσος έρωτας
και να καταβροχθίζεται!

σ.144
Ποιος μίλησε γι' αγάπη
Ποιος μίλησε γι' αγάπη.

Απλώς,
να με ανέχεσαι.

καμιά φορά
να με φωνάζεις στο κρεβάτι.

σ.159
Ανάμεσα σε δυο χωροφυλάκους
Χλωμή,
μέσα στην καπαρντίνα της,
ανάμεσα σε δυο χωροφυλάκους.

Το βλέμμα της μακρινό.

Παρ' όλες
τις κάμερες που διαθέτανε,
δεν μπόρεσαν να το αιχμαλωτίσουν.

σ.196
Η φωνή της στο τηλέφωνο
Με ξεκουράζει η φωνή της στο τηλέφωνο,
όταν μάλιστα
δεν έχει τίποτα να πει
και φλυαρεί ασταμάτητα.

σ.214
Παιδούλα μπροστά στον καθρέφτη
Η σιωπή του καθρέφτη την φοβίζει:

μια τέτοια μέσα του ομορφιά
και να 'ναι έτσι σκεφτικός!

Κάτι θα βλέπει αυτός.

σ.225
Να με αφήσεις ήσυχο
Σταμάτα να έρχεσαι στον τάφο μου.
Λουλούδια πάνω μου δε θέλω.
Και πρόσεξε:
το στήθος σου καθώς σκύβεις
ακουμπά την πλάκα μου.
Μπήκα εδώ να ησυχάσω.

σ.254
Στο πρωινό
Είναι ωραίο να υπάρχεις
στο πρωινό ακουμπισμένος.

Αλλά να υπάρχεις
δεν είναι εύκολο.

Χρειάζεται μια καρδιά αθώα.

σ.264
Το ναυάγιο
Πιάνω τον εαυτό μου πότε πότε
να αναστενάζει,
βαθιά
με αναφιλητό.

Σα να 'χει μέσα μου σαλέψει
κάποιο ναυάγιο.

σ.265
Θάνατος από χαρά
Γιατί αυτός ο θάνατος -
και μάλιστα τη στιγμή
που όλα γελούν και χαίρονται
κι έχει το γλέντι ανάψει;

Τι της συμβαίνει της ψυχής
και γέρνει να πεθάνει
μες στου κλαρίνου τη χαρά!

σ.279
Η επίσκεψη
Ντυμένη στα λευκά
σα νοσοκόμα

που μπαίνει
κι ακουμπά το χέρι της στο μέτωπο -
αλλιώς δεν έχουμε ποίημα.

έχουμε τον άρρωστο που θα χειροτερεύει.

σ.302
Το θηρίο
Πώς να αντιμετωπίσεις το χρόνο,
πώς θεέ μου να τον γεμίσεις

δουλεύοντας,
δουλεύοντας,
δουλεύοντας,

και πάλι
μένει αρκετός
να σου επιτεθεί.

Είναι ο περίφημος ελεύθερος χρόνος μας.
Ο χρόνος που πρέπει να σκοτώσουμε.

σ.327
Χώμα είμαστε
Χώμα είμαστε
και στο χώμα θα πάμε.

Τον ουρανό,
για λόγους που εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς,
τον επινοήσαμε.

σ.329
Φοβερότερος αυτός
Εκτός από τον φυσικό,
υπάρχει και ο άλλος θάνατος:

αυτός, της Κυριακής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου