Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ: Το όνομα και η ουσία του – της Ανθούλας Δανιήλ

Αντρέ Μπρετόν και Υπερρεαλιστική Επανάσταση

ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ: 

Α.  Το όνομα   
 Η επίσκεψις, ήτοι η μελέτη του: Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου γράφει σχετικά με τον όρο «Υπερρεαλισμός», την προέλευση και τη μετάφρασή του στα ελληνικά:

Γκιγιώμ Απολλιναίρ
Guillaume Apollinaire


Ζεράρ ντε Νερβάλ
Gérard de Nerval, 1854

«Η λέξη υπερρεαλισμός (surréalisme) αναφερόταν στην εισαγωγή στο έργο του Γκιγιώμ Απολλιναίρ[Guillaume Apollinaire, 1880-1918] Les Mamelles de Tiresias  (1918) . Ο Αντρέ Μπρετόν [André Breton, 1896-1966] εξήγησε τους λόγους της επιλογής αυτού του όρου στο πρώτο Μανιφέστο και στα Χαμένα Βήματα (1924). Προς στιγμήν η ομάδα των Υπερρεαλιστών δίστασε ανάμεσα στον όρο του Απολλιναίρ και σ’ έναν συγγενικό όρο που είχε προτείνει ο Ζεράρ ντε Νερβάλ [Gérard de Nerval, 1808-1855], τον υπερπραγματισμό (supernaturalisme) […]. Στη λέξη surréalisme η πρόθεση sur- δηλώνει τόσο την έμφαση, την υπερβολή, όσο και το ξεπέρασμα» (…Δεν άνθησαν ματαίως, εκδόσεις Νεφέλη 1980, σελ. 30).
Και συνεχίζει με τη μεταφορά του όρου στα ελληνικά ως «Σουρεαλισμός»:  «Η λέξη σουρεαλιστής και σουρεαλιστικός είναι, μέχρι και σήμερα, συνώνυμο του παράλογος, ανεύθυνος, τρελός, και χρησιμοποιείται κατά κανόνα με αρνητική σημασία».
Η σωστή απόδοση του όρου στα ελληνικά είναι «Υπερρεαλισμός» και όχι «Σουρεαλισμός», ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ειρωνικά από τους επικριτές του κινήματος. Ο Οδυσσέας Ελύτης θεωρεί τον όρο «σουρρεαλιστές» αδόκιμο (Ανοιχτά Χαρτιά, σελ. 333). Ο  Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος προτιμά τον όρο «συρρεαλισμός». Ο Τάσος Λιγνάδης, στο βιβλίο του Για τον Γκάτσο, γράφει: «Στα ελληνικά τη μεταγλώττιση του όρου surréalism σε υπερρεαλισμό, που επεκράτησε τελικά, φαίνεται ότι την έκανε ο Δημήτρης Μετζέλος, σε μια διάλεξή του, που δημοσιεύτηκε το 1931 στο περιοδικό Ο Λόγος, του εκδότη Αριστείδη Μαυρίδη και με διευθυντή τον Άγγελο Τερζάκη, ‘‘Ο υπερρεαλισμός και οι τάσεις του’’», σελ. 25. O Νίκος Καλαμάρης, διαφωνώντας με τον όρο του Παναγιωτόπουλου, ρωτά και απαντά: «Και πρώτα απ’ όλα, γιατί συρρεαλιστής και όχι υπερρεαλιστής; […]. Από το λεκτικό υλικό που έχουμε σχηματίζονται καινούριες λέξεις. Έτσι ο Apollinaire από τη γαλλική λέξη réalisme σχημάτισε τη νέα λέξη surréalisme. Για να τη μεταφράσουμε ελληνικά απλούστατα θα μεταφράσουμε τα δύο συνθετικά, την πρόθεση  sur  με την πρόθεση υπέρ, και το όνομα réalisme με τον ελληνικό όρο ρεαλισμός. Η λέξη υπερρεαλισμός γλωσσικά είναι ομαλότατη» (περ. Ηριδανός, τχ. 4, σελ. 98).
Ο Αλέξανδρος Αργυρίου (1921-2009) χρησιμοποιεί τον όρο «Υπερρεαλισμός», «όπως δόκιμα αποδόθηκε από τον Μεντζέλο ο surréalisme και αποδέχτηκαν  αργότερα ο Ράντος, ο Κάλας, ο Εμπειρίκος και ο Ελύτης. Κάποτε βέβαια έγινε πανεπιστημιακό μάθημα… Για τους ευθυμογράφους (που έψαχναν να βρουν θέματα για να ξιπάσουν τους αστούς) προκρίθηκε το «Σουρεαλισμός» ώστε με το «σουρ» –σουρτούκοςσουρομαδώσουρταφέρτα, κ.ά.τ. να διακωμωδείται η υπόθεση– να φαίνεται το πράγμα παλαβό και ακατάληπτο» (Αλέξανδρος Αργυρίου, Ανοιχτοί σχολιασμοί στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, σελ. 105 και «Τα Πέτρινα χρόνια του ελληνικού υπερρεαλισμού», περ. ΑΝΤΙ, τχ. 731, 9.2.2001, σημείωση 3). Η Νίκη Λοϊζίδη επίσης χρησιμοποιεί τον όρο «Υπερρεαλισμός».
Εκτιμώ, λοιπόν, πως όπου χρησιμοποιείται  ο όρος «Σουρεαλισμός» σοβαρά (ιδίως με αναφορά σε έλληνες καλλιτέχνες), οφείλεται μάλλον σε σύγχυση. Οι εικαστικοί, βεβαίως, αυτόν τον όρο χρησιμοποιούν και πιστεύω πως αυτό οφείλεται σ’ αυτήν ακριβώς τη σύγχυση. Ο Νίκος Εγγονόπουλος που ισότιμα μετέχει και της ποίησης και της ζωγραφικής μιλά για «υπερρεαλισμό».
~.~
Β.  Η ουσία του

Αντρέ Μπρετόν
André Breton, 1896-1966

Ο Υπερρεαλισμός ήταν κίνημα λογοτεχνικό (ποιητικό/πεζογραφικό), φιλοσοφικό και καλλιτεχνικό, που αναπτύχθηκε  κυρίως στη Γαλλία και έφθασε στη μεγάλη ακμή του κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου με ηγέτη τον Αντρέ Μπρετόν. Αρχή του κινήματος θα μπορούσε να θεωρηθεί το πρώτο Υπερρεαλιστικό Μανιφέστο που δημοσίευσε ο Μπρετόν το 1924.
Στην αρχή το κίνημα ενδιαφέρθηκε πρωτίστως για τη δημιουργία ενός νέου οράματος του κόσμου που θα καταργούσε τα παλιά και φθαρμένα πλαίσια της διανόησης του  Δυτικού πολιτισμού, τα οποία αναφάνηκαν έντονα μετά την αποτυχία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συνοψίζονταν στις αντιθέσεις ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, στη σκέψη και τη δράση, στο πνεύμα και την ύλη, στο συνειδητό και το ασυνείδητο, στο λογικό και το εξωλογικό, και στη μεγάλη απόσταση που παρουσίαζαν η τέχνη και η ζωή.
Επιδίωξη της ομάδας των Υπερρεαλιστών ήταν να εφαρμόσουν τον επιστημονικό πειραματισμό σε όλες τις μορφές έκφρασης του ανθρώπου: έργα της λογοτεχνίας, εικαστικά (ζωγραφική/γλυπτική), κινηματογράφος – επειδή αυτός ήταν ο μόνος ικανός να αλλάξει τον κόσμο και τη ζωή. Στην προσπάθειά τους αυτή στηρίχτηκαν σε δύο επαναστατικές ρήσεις: σ’ αυτήν που ανήκει  στον ποιητή Αρθούρο Ρεμπώ [Arthur Rimbaud, 1854-1891]: «να αλλάξουμε τη ζωή», και σ’ αυτήν που ανήκει στον φιλόσοφο Καρλ Μαρξ [Karl Marx, 1818-1883]:  «ν’ αλλάξουμε τον κόσμο». Ο Αντρέ Μπρετόν, που ήθελε να αλλάξει την πραγματικότητα, έλεγε: «Aυτά τα δύο συνθήματα είναι ταυτόσημα για μας» (Mauriche Nadeau, Η ιστορία του σουρεαλισμού[i], σελ. 203, σημ. 14).[ii]

Σίγκμουντ Φρόυντ
Sigmund Freud, 1856-1939

Το κίνημα επηρεάστηκε από τις νέες επιστημονικές, φιλοσοφικές και ψυχολογικές ανακαλύψεις, όπως ήταν η θεωρία της Ψυχανάλυσης του Σίγκμουντ Φρόυντ [Sigmund Freud, 1856-1939], ο οποίος υπερτόνιζε τη σημασία του υποσυνειδήτου και των ονείρων, αν και ο Φρόυντ είχε χαρακτηρίσει τους Υπερρεαλιστές τρελούς κατά 95% όπως το καθαρό οινόπνευμα (Νίκη Λοϊζίδη, Ο υπερρεαλισμός στη νεοελληνική  τέχνη, εκδ. Νεφέλη, 1984, σελ. 18), καθώς επίσης και από τη θεωρία της Σχετικότητας του Άλμπερτ Αϊνστάιν [Albert Einstein, 1879-1955], τη θεωρία των Κβάντα του Μαξ Πλάνκ [Max Planck, 1858-1947], τη θεωρία της Απροσδιοριστίας του Βέρνερ Χάιζεμπεργκ [Werner Heisenberg, 1901-1976], των Εξαρτημένων Αντανακλαστικών του Ιβάν Παβλόφ [Ivan Pavlov, 1849-1936], Μπηχεβιορισμού (Συμπεριφορισμού) του Τζον Γουότσον [John B. Watson, 1878-1958], θεωρίες που προωθούσαν νέες αντιλήψεις σχετικά με την ύλη, τον κόσμο και τον άνθρωπο.
Ο Αντρέ Μπρετόν, εστιάζοντας στις ανακαλύψεις του Φρόυντ, έγραφε: «Χάρη σ’ αυτές τις ανακαλύψεις διαγράφεται επιτέλους μια νέα κατεύθυνση, όπου ο ερευνητής του ανθρώπου θα μπορέσει να προωθήσει μακρύτερα τις έρευνές του, σίγουρος πια πως δεν είναι υποχρεωμένος να λαβαίνει υπόψη του μονάχα τις επιφανειακές πραγματικότητες» (Nadeau, Η ιστορία του σουρεαλισμού, σελ. 63, σημ. 2).
Στην υπηρεσία του υπερρεαλιστικού πειραματισμού επιστρατεύτηκαν η αυτόματη γραφή, η συλλογική γραφή, η ύπνωση, η διερεύνηση του τυχαίου. Με τέτοιες μεθόδους τα παλιά παραδοσιακά κριτήρια αδρανούσαν και ο κρυμμένος πλούτος του υποσυνειδήτου ερχόταν στην επιφάνεια για να δείξει πόσο καταπίεζε τον άνθρωπο η Δυτική, αστική, ορθολογιστική ιδεολογία. Οι αντιλήψεις και οι θέσεις αυτές είναι φυσικό ότι προξένησαν ταραχή, οι Υπερρεαλιστές έζησαν ταραχώδη ζωή και ήρθαν σε ρήξη με το κατεστημένο της εποχής τους. Επειδή μάλιστα πίστευαν στην απόλυτη ελευθερία, πολλά από τα μέλη του κινήματος ασπάστηκαν τις ιδέες του Κομμουνιστικού Κόμματος και έθεσαν την τέχνη τους στην υπηρεσία της επανάστασης, πράγμα που δυσαρέστησε τον Μπρετόν, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν διαγραφές των μελών του κινήματος. Ωστόσο, η μεταμόρφωση του κόσμου παιζόταν πάνω στην παλίνδρομη κίνηση ανάμεσα στον Κομμουνισμό και την αναρχία που ήταν -κατά τη γνώμη τους- απαραίτητη για την ποιητική δημιουργία. Ο Μπρετόν έλεγε ότι «πάντοτε, είτε το θέλουν είτε όχι, θα κυματίζει μια σημαία άλλοτε κόκκινη κι άλλοτε μαύρη» (Τα μανιφέστα, Arcane 17, το 1944).
Εν τω μεταξύ, η ρήξη που είχε επέλθει στις τάξεις του Ντανταϊσμού το 1922 και διέλυσε το κίνημα, εμπλούτισε τις τάξεις του Υπερρεαλισμού με νέα μέλη, εφόσον και ο Τζαρά και οι οπαδοί  του –Πωλ Ελυάρ [Paul Éluard, 1895-1959], Λουί Αραγκόν [Luis Aragon, 1897-1982], Φιλίπ Σουπώ [Philippe Soupault, 1897-1990], Μπενζαμίν Περέ [Benjamin Peret, 1899-1959], Ρενέ Κρεβέλ [René Crevel, 1900-1935], Ρομπέρ Ντεσνός [Robert Desnos, 1900-1945] και άλλοι– εξέφρασαν την επιθυμία να υπερβούν την ντανταϊστική άρνηση και να ενταχθούν στον Υπερρεαλισμό.
Ωστόσο, ο Δημήτρης Μετζέλος, που έφερε και τις πρώτες πληροφορίες για τον Υπερρεαλισμό στην Ελλάδα, έγραφε στο περιοδικό Λόγος ότι: «Κακή είναι η αντίληψη ότι  ο υπερρεαλισμός γίνηκε συνέχεια του ντανταϊσμού. Η αλήθεια είναι ότι η ιδέα γεννήθηκε πριν απ’ αυτόν. Και τα φαινόμενα Νταντά δεν άργησαν να παραχτούν». (Λιγνάδης, Για τον Γκάτσο, σελ. 26).

"Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού" του Yvan Goll
Το «Μανιφέστο του Υπερρεαλισμού» του Yvan Goll (1891-1950) στο περιοδικό του «Surréalisme» δημοσιεύτηκε 1.10.1924, δύο βδομάδες πριν το αντίστοιχο Μανιφέστο του Breton.

Η ομάδα των Υπερρεαλιστών πειραματιζόταν με την αυτόματη γραφή και τη διερεύνηση του ονείρου, λαμβάνοντας υπόψη τις αντιδράσεις από τον υπνωτισμό, επειδή πίστευαν ότι το όνειρο θα μεταμόρφωνε και τη ζωή και τη λογοτεχνία. Με το πρώτο Υπερρεαλιστικό Μανιφέστο του Μπρετόν, ωστόσο, που δημοσιεύτηκε 15 Οκτωβρίου του 1924, οριοθετήθηκαν και οι αρχές του υπερρεαλιστικού κινήματος, κάτω από την επίδραση των φροϋδικών πειραματισμών, για την απελευθέρωση του υποσυνειδήτου, και των αρνητών του ορθολογισμού, για την κοινωνική επανάσταση. Οι βασικές αρχές συνοψίζονται στα εξής: απουσία αισθητικής πρόθεσης, θεματικού πυρήνα και μηνύματος, αυτόματος ψυχικός συνειρμός απαλλαγμένος από λογική επεξεργασία, επιδίωξη του αντικειμενικά τυχαίου, του παράλογου, του θαυμαστού, του ονειρικού, του ιερού, της μυθολογίας του καθημερινού, του μαύρου χιούμορ, του τρελού έρωτα, της αλχημείας των λέξεων.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω ο πρώτος υπερρεαλιστικός ορισμός του Μπρετόν διατυπώνεται ως εξής: Ο Υπερρεαλισμός είναι «αυτοματισμός ψυχικός καθαρός με τον οποίο προτίθεται κανείς να εκφράσει είτε προφορικά είτε γραπτά, είτε με οποιονδήποτε τρόπο, την πραγματική λειτουργία της σκέψης, με την απουσία κάθε ελέγχου απ’ τη λογική, έξω από κάθε προκατάληψη αισθητική ή ηθική». Ο Μπρετόν θεωρούσε τον Υπερρεαλισμό ως το μοναδικό μέσο που θα απελευθέρωνε τον άνθρωπο από τα δεσμά της άρχουσας ιδεολογίας και της παράδοσης και πίστευε ότι με την αυτόματη γραφή κάθε άνθρωπος μπορούσε να αναπτύξει τις δημιουργικές του ικανότητες.

Λουί Αραγκόν
Luis Aragon, 1897-1982

Ο Λουί Αραγκόν είχε αντίθετη άποψη. Θεωρούσε τον ψυχικό αυτοματισμό κάτι που μόνο το μεγαλοφυές πνεύμα είναι σε θέση να τον αξιοποιήσει δίνοντας «μεγαλοφυή» δημιουργία, ενώ η μετριότητα δεν έχει το χάρισμα και συνεπώς ούτε τη δυνατότητα.
Το περιοδικό Λογοτεχνία, που ήταν όργανο των Ντανταϊστών, το 1925  μετονομάστηκε σε Υπερρεαλιστική Επανάσταση [La Révolution Surréaliste, κυκλοφόρησε από το 1924 έως το 1929] που τώρα διηύθυνε ο ίδιος ο Μπρετόν. Περιοδικό Υπερρεαλιστική ΕπανάστασηΣτις σελίδες του περιοδικού γράφτηκαν άρθρα, όπως το «Ένα πτώμα» για το θάνατο του Ανατόλ Φρανς, το συμπόσιο του Σαιν-Πωλ-Ρου [Saint-Pol-Roux, 1861-1940], στην Κλοζερί ντε Λιλά (Closerie des Lilas), η ανοιχτή επιστολή του Πωλ Κλωντέλ [Paul Claudel, 1868-1955], η διακήρυξη κατά του πολέμου στο ισπανικό Μαρόκο. Όλα τα παραπάνω ήταν πράξεις επαναστατικής συμπεριφοράς, προκλητικές και βίαιες, που πολλές φορές, όπως στην Closerie des Lilas, κατέληγαν σε βίαιες αντιδράσεις. Συγκεκριμένα, στο γεύμα που παρέθεσε στους Yπερρεαλιστές ο Saint-Pol-Roux, η μαντάμ Ρασίντ υποστήριξε προκλητικά  δυνατά ότι «Μια Γαλλίδα δεν μπορεί να παντρευτεί έναν Γερμανό», ερεθίζοντας τον Μπρετόν διότι έθιγε το φίλο του Μαρξ Ερνστ [Max Ernst, Brühl 1891 – Paris 1976] που ήταν Γερμανός. Εκείνο τον καιρό οι Υπερρεαλιστές «ήταν τρελά ερωτευμένοι με τη Γερμανία», και ο Λουί Αραγκόν είχε πει: «Είμαστε πάντα εκείνοι που δίνουμε το χέρι στον εχθρό». Μετά τη δήλωση της μαντάμ Ρασίντ ακολούθησε πανδαιμόνιο, ξύλο και συνθήματα, όπως: «Ζήτω η Γερμανία! Ζήτω η Κίνα! Ζήτω οι Ριφφανοί! Κάτω η Γαλλία» (Nadeau, Ιστορία του Σουρεαλισμού, σελ. 104).
Είναι φανερή η πολιτική και κοινωνική διάσταση των κηρυγμάτων του Υπερρεαλισμού και φυσική η επαφή των Υπερρεαλιστών με τον Μαρξ, τον Λένιν και τον Τρότσκι.
Στα χρόνια 1925-1929, ο Μπρετόν έκανε αγώνα για να διαφυλάξει το κίνημα από εκείνους που  ήθελαν να το μετατρέψουν σε πολιτικό κίνημα, όπως ο Πιέρ Ναβίλ [Pierre Naville, 1903-1993], που δημοσίευε πολιτικά άρθρα.
Το 1930 δημοσίευσε το Δεύτερο Υπερρεαλιστικό Μανιφέστο σαν επίκληση στις αρχές του κινήματος, από το οποίο  απέκλειε τους περισσότερους πρώην φίλους και συνεργάτες του, ανάμεσά τους και τους Αντονίν Αρτώ [Antonin Artaud, 1896-1948, αποκλείστηκε το 1926], Φιλίπ Σουπώ[αποκλείστηκε το 1926], Ρομπέρ Ντεσνός [η τέχνη του καταδικάστηκε από τον Μπρετόν το 1929/1930] και άλλους [όπως τον Roger Vitrac ή τον Georges Bataille]. Οι διαγραφέντες απάντησαν στον Μπρετόν με ένα νέο «πτώμα», ανάλογο με εκείνο που έγραψε ο Μπρετόν για το θάνατο του Ανατόλ Φρανς.
Ανάμεσα στο 1930-1933 ο Μπρετόν διέγραψε κι άλλους από τους παλιούς συντρόφους του [π.χ. τον Raymond Queneau το 1930], και τον Λουί Αραγκόν [το 1932]. Παράλληλα, νέο αίμα προσήλθε στις τάξεις του κινήματος: Λουίς Μπουνιουέλ [Luis Buñuel, 1900-1983], Σαλβαδόρ Νταλί [Salvador Dalí, 1904-1989], Ρενέ Σαρ [René Char, 1907-1988], Τριστάν Τζαρά [Tristan Tzara, 1896-1963], ο André Thirion [1907-2001].

Minotaure
Το περιοδικό Minotaure

Το νέο όργανο αυτή τη φορά ήταν Ο Υπερρεαλισμός στην υπηρεσία της επανάστασης [Le Surréalisme au service de la révolution, κυκλοφόρησε από το 1930-1933 (το διαδέχτηκε το Minotaure, από το 1933-1939)] ένα έργο που έφερνε στην επιφάνεια την ανάγκη δραστηριοποίησης αλλά και τις εσωτερικές διαμάχες.

Υπερρεαλιστική Διεθνής Έκθεση το 1938
Διεθνής Έκθεση του Υπερρεαλισμού στο Παρίσι το 1938

Από το 1933 και μέχρι τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ο υπερρεαλισμός απέκτησε πολλούς οπαδούς και στις άλλες χώρες. Στη Διεθνή Έκθεση, στο Παρίσι το 1938, συγκεντρώθηκαν οι κύριοι εκπρόσωποι του κινήματος από όλον τον κόσμο. Ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος όμως ανέστειλε τις δραστηριότητές του και η δράση του μεταφέρθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Πωλ Ελυάρ
Ο Paul Éluard (1895-1952) το 1930

Το 1938 αποκλείστηκε από το κίνημα και ο Πωλ Ελυάρ. Μετά το τέλος του πολέμου από τους πρωτεργάτες είχαν απομείνει μόνο ο Αντρέ Μπρετόν και ο Μπενζαμίν Περέ, οι οποίοι προσπαθούσαν να συσπειρώσουν νέες δυνάμεις.

Μπενζαμίν Περέ
Benjamin Péret (1899-1959)

Ο θάνατος του Μπρετόν το 1966 έδειξε ότι η συνοχή της ομάδας, χωρίς αυτόν, ήταν επιφανειακή και πριν από το 1970 το κίνημα είχε εκπνεύσει.
Ωστόσο, τα διδάγματα και οι ελευθερίες που προσέφερε στους δημιουργούς ήταν μεγάλες και, παρά την εκπνοή του, είναι αναγνωρίσιμος σε πολλά έργα νεότερων και σύγχρονων δημιουργών. Θα λέγαμε μάλιστα πως η επίδρασή τους ήταν πάρα πολύ μεγάλη και εξακολουθεί να είναι, έστω και αν στοιχεία μόνο ανιχνεύονται στα σύγχρονα έργα.
Ο Γιώργος Αράγης στην ανθολογία Δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1950-2012), που κυκλοφόρησε πρόσφατα (ανθολόγηση: Α.Ευαγγέλου, Γ.Αράγης, εκδόσεις Gutenberg, 2017, σελ. 923), υποστηρίζει πως ο Υπερρεαλισμός δεν πέρασε σχεδόν καθόλου στους ποιητές της γενιάς αυτής, «Ασφαλώς τον προϋποθέτουν, αλλά δεν τον έβαλαν σε εφαρμογή, όπως έγινε, και στο βαθμό που έγινε, με τους πρωτομεταπολεμικούς» (σελ. 110). Βεβαίως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει, ότι ο Υπερρεαλισμός στην Ελλάδα ήρθε κουτσουρεμένος, δεδομένου ότι, λόγω πολιτικής συγκυρίας, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί με το κοινωνικό και πολιτικό του πρόσωπο, παρά μόνο με το καλλιτεχνικό· και δεύτερον, ο φυσικός φορέας του, οι ποιητές της αριστεράς τον αρνήθηκαν ως προϊόν της «μπουρζουαζίας», ενώ αυτοί πρώτοι θα περίμενε κανείς να τον αποδεχτούν, κατά το παράδειγμα των ομοτέχνων τους στη Γαλλία.
Έτσι, πέραν ελαχίστων εξαιρέσεων, του Ελύτη που τον υπερασπίστηκε, χωρίς εντέλει να είναι Υπερρεαλιστής, και των Εγγονόπουλου, Εμπειρίκου, Γκάτσου της γενιάς του ’30, δεν αναφάνηκαν Υπερρεαλιστές.
~~..~~
[i] Ο όρος εδώ εμφανίζεται όπως τον αποδίδει ο μεταφραστής του βιβλίου.
[ii] Σ.τ.Σ. Ακολούθησαν, ακόμα και αρκετά αργότερα, παρόμοια σχόλια και αφορισμοί από αρκετούς λογοτέχνες, π.χ. από τον Heiner Müller [Χάινερ Μύλλερ, 1929-1995], που δηλώνει: Die eigentliche Aufgabe von Literatur: die Wirklichkeit, so wie sie ist, unmöglich zu machen. [«Η αληθινή αποστολή της λογοτεχνίας: να κάνει την υπάρχουσα πραγματικότητα αδύνατη». – μτφρ. για την Αποικία, Α.Μ.]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου