Στις 2 Σεπτεμβρίου του
1901 γεννιέται ο Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και
ψυχαναλυτής Ανδρέας Εμπειρίκος, ο οποίος έμελλε να γίνει ένας από τους
σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού, εξέχουσα μορφή της
αποκαλούμενης Γενιάς του '30.
«Εγώ εξεπαιδεύθην
στην καθαρεύουσα. Τα εκφραστικά μου μέσα στη δημοτική ήσαν ακαδημαϊκά, ψεύτικα.
Τα 'μαθα. Έγραφα ως δημοτικιστής ώσπου έφθασα στον υπερρεαλισμό. Και έχω ακόμη
μερικά κείμενά μου τυπικώς υπερρεαλιστικά. Και σαν νέος που ήμουν και παιδί,
δεν ήμουν καν δημοτικιστής, με την έννοια που λέμε σήμερα, ήμουν μαλλιαρός,
μαθητής του Ψυχάρη, κάτοχος της γραμματικής του».
Ποιητής, πεζογράφος,
φωτογράφος και ψυχαναλυτής, γεννήθηκε στη Μπραΐλα της Ρουμανίας στις 2
Σεπτεμβρίου του 1901 και το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα,
πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935. Ως
λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30, ενώ υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού
στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Υψικάμινος» αποτελεί το πρώτο αμιγώς
υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα. Η συλλογή με 63 πεζόμορφα ποιήματα
εξαντλήθηκε γρήγορα «όχι από ενδιαφέρον, αλλά διότι εθεωρήθη βιβλίο
σκανδαλώδες, γραμμένο από ένα παράφρονα», όπως θυμάται ο ίδιος ο ποιητής.
«Το βιβλίο αυτό
[Υψικάμινος] αποτελεί την πρώτη πραγματική εκδήλωση και την πρώτη πράξη του
υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, αν εξαιρέσω μία διάλεξη που έκαμα περί του κινήματος
και των επιδιώξεών του την άνοιξη του ίδιου έτους», αναφέρει στο Αμούρ-Αμούρ
(1939).
Η ομιλία στη
προαναφερθείσα διάλεξη στη Λέσχη Καλλιτεχνών το 1935, εκδόθηκε σε βιβλίο πέρσι
με τον τίτλο «Διάλεξη του 1935 για τον σουρρεαλισμό» και με εισαγωγή-επιμέλεια
του Γιώργη Γιατρομανωλάκη («Αγρα»). Ο Εμπειρίκος μιλάει για το τι καινούργιο θα
έφερνε ο υπερρεαλισμός στα τότε ποιητικά δρώμενα:
«Η νέα αυτή ποίηση
είναι πια στη διάθεση όποιου επιθυμεί να την γράψη, και όποιου επιθυμεί να την
κάμη με όλη την κυριολεξία της λέξεως αυτής, φτάνει ο ποιητής να μην
περιφρονήση τα απλούστατα μέσα που του προσφέρει ο Σουρρεαλισμός, φτάνει να μην
ντραπή την ενδόμυχή του αλήθεια, φτάνει να μην κωφεύση στην σουρρεαλιστική φωνή
που πάντοτε αντηχεί εντός μας, στη φωνή που είπε τόσο σωστά ο Μπρετόν πως εξακολουθεί
να ψάλλη και στις παραμονές του θανάτου και απάνου από τις τρικυμίες».
Τη μαρτυρία του για τη
συγκεκριμένη διάλεξη είχε καταθέσει ο Οδυσσέας Ελύτης στα «Ανοιχτά χαρτιά»: «[...]
Εγινε η διάλεξη μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά
ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη, υπήρχαν και άλλοι
ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόιντ ή Μπρετόν. Ελειπαν οι
καλοί αγωγοί της θερμότητας, οι νέοι. Παρ' όλα αυτά ο σπόρος είχε πέσει και σε
λίγο, μέσα στη χρυσή σκόνη της άνοιξης που έφτανε, άρχισαν να μετεωρίζονται και
να στίλβουν παράξενα ονόματα και όροι πρωτάκουστοι: το υποσυνείδητο, η αυτόματη
γραφή, το hasard objectif, η μέθοδος paranoiaque critique, το merveilleux και
τα λοιπά».
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος
πέθανε στην Κηφισιά στις 3 Αυγούστου 1975, σε ηλικία 74 ετών, από καρκίνο του
πνεύμονα. Μετά το θάνατό του, εκδόθηκε για πρώτη φορά το 8τομο μυθιστόρημα «Ο
Μέγας Ανατολικός», που αποτελεί το εκτενέστερο και τολμηρότερο νεοελληνικό
κείμενο, και προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό
του.
Το έργο του
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1901 στην Μπράιλα της
Ρουμανίας και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Το 1926-31 βρίσκεται στο Παρίσι όπου
συνδέεται με τον Andre Breton και τους υπερρεαλιστές και αρχίζει την ψυχανάλυση με
τον Rene Laforgue.
Το 1935 δίδει στην Αθήνα την περίφημη διάλεξη περί “Περί σουρεαλισμού”
και εκδίδει την “Υψικάμινο”, το κατεξοχήν υπερρεαλιστικό κείμενο, ενώ αρχίζει
την άσκηση της ψυχανάλυσης, την οποία θα διακόψει το 1951. Το 1945 κυκλοφορεί η
“Ενδοχώρα” και ακολουθούν τα “Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία”, το 1960, και η
“Αργώ ή Πλους αεροστάτου” το 1964-65 στο περ. “Πάλι”, με περικοπές. Μετά το
θάνατό του, το 1980 κυκλοφορεί πλήρης η “Αργώ”, η συλλογή “Οκτάνα” καθώς και το
θεατρικό έργο του Πικάσσο, “Τα τέσσερα κοριτσάκια” σε μετάφραση του ποιητή. Το
1985 εκδίδεται το “Αι γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες” και το
“Άρμαλα ή Εισαγωγή σε μία πόλι” (εισαγωγή σ’ ένα μυθιστόρημα που δεν γράφτηκε).
Τον Δεκέμβριο του 1990 άρχισε να εκδίδεται, σύμφωνα με τη θέληση του ποιητή, ο
“Μέγας Ανατολικός”, το τεράστιο έργο ζωής του Ανδρέα Εμπειρίκου που το
επεξεργαζόταν επί 25 χρόνια. Άρχισε να γράφεται το 1945 και ολοκληρώνεται
ύστερα από ενδιάμεσες φάσεις το 1970. Το μυθιστόρημα αποτελείται από 100
κεφάλαια, που συγκροτούν πέντε μέρη, και η έκδοσή του ολοκληρώθηκε το 1992 σε οκτώ
τόμους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και τολμηρότερο μυθιστόρημα της ελληνικής
γλώσσας.
...«Συναντήθηκα με ένθεον πλάσμα» θα
γράψει όταν συνάντησε τον πατέρα του Υπερρεαλισμού Αντρέ Μπρετόν. Η επιστροφή
του στην Αθήνα σηματοδοτήθηκε από την περίφημη διάλεξή του περί Υπερρεαλισμού.
Σε μια κατάμεστη αίθουσα ξενοδοχείου ο Ανδρέας Εμπειρίκος διακήρυττε με
επιβλητική φωνή την ύπαρξη ενός νέου λογοτεχνικού ρεύματος που το υπεράσπιζε η
Φροϋδική θεωρία και πρακτική. Εκφράζεται με ευγένεια αλλά και πάθος, χωρίς να
λυπάται τις λέξεις «που σφυροκοπούσε ενώπιον βλοσυρών αστών που τον κοιτούσαν
εχθρικά», όπως θα γράψει αργότερα ένας νεαρός θαυμαστής του, ο οποίος
παρακολουθούσε την διάλεξη. Παράλληλα με την διάλεξη του Εμπειρίκου η πολυτελής
έκδοση που κυκλοφορούσε στην αγορά, με τίτλο «Υψικάμινος», με τα πρώτα καθαρά
υπερρεαλιστικά ποιήματα, θεωρήθηκε ως δυναμική πρόθεση να επιφέρει «βαρύ πλήγμα
στην λυρική και ρομαντική ποίηση».
Στις 30 Δεκεμβρίου 1944 ο Ανδρέας
Εμπειρίκος συλλαμβάνεται στο σπίτι του από την Πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ, την ΟΠΛΑ,
και περνά από λαϊκό δικαστήριο στο Περιστέρι ως ταξικός εχθρός, και ας ήταν
αποδεδειγμένο ότι δεν είχε την ιδεολογία των αστών. Όταν υποχωρεί ο ΕΛΑΣ από
την Αθήνα (5.1.1945), οδηγείται με άλλους ομήρους που σχηματίζουν φάλαγγα στα
Κρώρα (σημερινή Στεφάνη), με την αίσθηση ότι είναι προγραμμένος. Η επέμβαση
όμως βρετανικών αεροπλάνων διασκορπίζει τη φάλαγγα κοντά στη Θήβα κι εκείνος
κατορθώνει να δραπετεύσει. Στο Κακοσάλεσι (Αυλώνα) τον κρύβουν χωρικοί και από
εκεί επιστρέφει ξυπόλητος στην Αθήνα με πληγές και κρυοπαγήματα στα πόδια σε
κακή κατάσταση. Είναι 43 χρονών.
Ο ίδιος υπέστη πολλαπλές ανακρίσεις,
υπέφερε από οιδήματα και πληγές και τον έσερναν σε μια κατάσταση απόλυτου
εξευτελισμού. Όταν κατάφερε να δραπετεύσει δεν σκέφτεται την εκδίκηση ή την
πολιτική του προστασία. Αυτή η τραυματική εμπειρία είναι ο πυρήνας γύρω
από τον οποίο ο Εμπειρίκος θα συνθέσει την τριλογία «Τα χαϊμαλιά του έρωτα και
των αρμάτων», μετατρέποντας τον φόβο του θανάτου σε οίστρο της ζωής και
αναπτύσσοντας το πιστεύω του ότι ο ερωτισμός είναι η προϋπόθεση για την
ενοποίηση των στοιχείων του κόσμου - άποψη που διατρέχει ολόκληρο το
πεζογραφικό και ποιητικό έργο του. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο ανέκδοτο ακόμη
αυτοβιογραφικό «Λεξικό» του, ολοκληρώνει την «Αργώ ή Πλους αεροστάτου» τον
φοβερό εκείνο Δεκέμβριο του 1944, «ενώ ηκούοντο νυχθημερόν πυκνοί πυροβολισμοί
και οι εκρήξεις των οδομαχιών στην αιματοκυλισμένη Αθήνα, λίγες ημέρες πριν με
συλλάβουν, τελείως άδικα...». Η «Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης»
ολοκληρώνεται τον Ιούνιο του 1945 και η «Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του Buffalo
Bill» γράφεται σε 11 ημέρες τον Αύγουστο το 1945. Η βία, λοιπόν, τα «άρματα»
δηλαδή του τίτλου, συνδέει τις τρεις ιστορίες.
Ειδικότερα, όπως σημειώνει στην εισαγωγή
του και ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, στην «Αργώ...» υπάρχει η βία του ζηλότυπου
πατέρα της Καρλόττας, καθηγητή Ιστορίας και επίδοξου υποψήφιου προέδρου της
Κολομβίας, ο οποίος θα πυροβολήσει τελικά την (λευκή) κόρη του και τον (μιγάδα)
εραστή της την ώρα που συνουσιάζονται. Υπάρχει επίσης η βία της Γαλλικής
Επανάστασης, που θυμάται ο ένας από τους εξέχοντες «αεροναύτες» του αερόστατου
«Αργώ» που υψώνεται την ώρα του φονικού - μια βία επαναστατική η οποία
παραπέμπει στα όσα συμβαίνουν στην Αθήνα του 1944. Στη «Ζεμφύρα...» η βία είναι
ζωική (των λιονταριών απέναντι στη θηριοδαμάστρια μέσα στο τσίρκο) και προκαλεί
αισθήματα αλγολαγνείας στους θεατές, ώσπου «καταστέλλεται μέσα από την ερωτική
θέρμη και ηδονή». Το ίδιο συμβαίνει και στη «Βεατρίκη...» όπου η αγριότητα και
το αίμα στη μάχη μεταξύ ιθαγενών και μεταναστών είναι το πλαίσιο στο οποίο
γεννιέται το αίσθημα του Μπάφαλο Μπιλ.
Κι έτσι η εξωτερική (αμερικανική)
ιστορία ολοκληρώνεται μέσα σε μια ερωτική ευφροσύνη, όπως αυτή που λαχταρά ο
συγγραφέας της Εμπειρίκος για την εσωτερική (ελληνική) ιστορία του με τη Βιβίκα
Ζήση. Αυτό, λίγους μήνες προτού ο Τσόρτσιλ κηρύξει την έναρξη του Ψυχρού
Πολέμου με την αναφορά του στο Παραπέτασμα, την ώρα που στην Αθήνα, γεννιέται η
ελπίδα ότι είναι εφικτή η μετάβαση στην ομαλότητα.
Η τριλογία του Εμπειρίκου αρχίζει λοιπόν
με θάνατο και κλείνει με την κατίσχυση του έρωτα, ενός έρωτα που έχει υπερβεί
όλες τις αντιθέσεις - φυλετικές, πολιτισμικές, ταξικές, ακόμη και την
αντίθεση του ανθρώπου με τα θηρία. Ενός έρωτα «άνευ ορίων, άνευ όρων», που
εκφράζει τη νοσταλγία και το όραμα ενός κόσμου κοινωνικά και ηθικά
απελευθερωμένου. Είναι χαρακτηριστικό ότι και στις τρεις ιστορίες
αναδεικνύονται οι ατομικές δυνάμεις - θαυμαστές ή αβυσσαλέες, σωτήριες ή
εγκληματικές - που αποδεσμεύει η ιμερική ενέργεια, και που θα απασχολήσουν
τον Εμπειρίκο σε όλη του τη δημιουργική ζωή ως ποιητή, ως πεζογράφο, ως
φωτογράφο, και φυσικά ως ψυχαναλυτή. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι σε τούτη
την τριλογία, όπως και στον «Μεγάλο Ανατολικό» που γράφεται αμέσως μετά
(1945-1951), πρωταγωνιστούν με ποικίλα προσωπεία οι αγαπημένοι ήρωες του
Εμπειρίκου: οι «της μη συμμορφώσεως άγιοι». Και μεταξύ τους, αυτός.
«Αυτός ο φιλήδονος και καβαλάρης, ο
επιβήτωρ και ευδαιμονιστής εσφάδαζε τώρα χαμαί, όχι από ηδονήν, αλλά από
μέλαιναν λύπην. Γύρω του και εντός του, τού εφαίνετο πως κατέρρεε τώρα το
σύμπαν...».
Είναι ο απροκάλυπτα, απελπισμένα,
βαθύτατα ερωτευμένος Ανδρέας Εμπειρίκος όπως δεν τον έχουμε ακούσει ποτέ έως
τώρα, σε ένα ανέκδοτο ερωτικό, αυτοβιογραφικό, πεζογράφημά του, γραμμένο την
εποχή της «λευκής τρομοκρατίας» στην Αθήνα.
Αυτός ο εισηγητής του υπερρεαλισμού στην
Ελλάδα, ο ποιητής και πρωτοπόρος τότε ψυχαναλυτής, ο κοσμοπολίτης γόνος της
μεγάλης βενιζελικής εφοπλιστικής οικογένειας ο οποίος είχε γυρίσει την πλάτη
στις επιχειρήσεις του πατέρα του και υποστήριξε στην κοινωνική επανάσταση, ο
μελλοντικός συγγραφέας του οκτάτομου ερωτογραφήματος «Ο Μέγας Ανατολικός»,
εμφανίζεται εδώ καταρρακωμένος από την απόρριψη της αγαπημένης του. Όλα αυτά
στο θρυλικό διήγημα «Βεατρίκη ή ένας έρωτας του Buffalo Bill» που έρχεται για
πρώτη φορά στο φως, 67 χρόνια αφότου γράφηκε, 37 χρόνια από τον θάνατό του και
έξι χρόνια από τον θάνατο της γυναίκας που το ενέπνευσε. Επρόκειτο για τη Βιβίκα
Ζήση, με την οποία θα παντρευτεί τελικά το 1947, και δέκα χρόνια αργότερα θα
αποκτήσουν τον μοναχογιό τους Λεωνίδα, καταξιωμένο ιστορικό σήμερα, ο οποίος
ακολουθώντας τη βούληση και της μητέρας του έδωσε το πράσινο φως για τη
δημοσίευση.
Στη «Βεατρίκη...», όμως, οι ιστορίες
είναι δύο, όπως και οι πρωταγωνίστριες, που το όνομά τους παραπέμπει στην
αρχετυπική αγαπημένη του Δάντη. Εδώ, η πρώτη Βεατρίκη είναι μια Ιρλανδή
που θα πιαστεί αιχμάλωτη από τους ερυθρόδερμους «δαίμονας της πραιρίας» και θα
σωθεί χάρη στον μελαψό Ουίλλιαμ-Φρειδερίκο Κόντυ, γνωστότερο ως Μπάφαλο Μπιλ. Η
δεύτερη είναι η σύντροφος τότε του διπλωμάτη και ζωγράφου Γιώργου Μαυροΐδη, που
επί δύο χρόνια, από το 1943, επισκεπτόταν τον Εμπειρίκο πρώτα «ως διαλεχτή»,
στη συνέχεια «ως ευνοουμένη» και «τους τελευταίους μήνες ως μοναδική και
απόλυτος λατρεία». Ο 44χρονος τότε συγγραφέας είναι απαρηγόρητος επειδή του
έγραψε πως δεν θα τον ξανασυναντήσει. Κι έτσι διακόπτει την ιστορία του
έκθαμβου «καβαλάρη-σκοπευτή» προκειμένου να καταθέσει την προσωπική του θλίψη.
«Αγάπη μου», σπαράζει, «παράτα τον αυτόν τον άλλον κ' έλα να φύγουμε μαζί. Σε
θέλω για γυναίκα μου, σε θέλω ολοκληρωτικά. Άκου με, τόλμησε, και δεν θα
μετανιώσεις».
Το 1947 θα παντρευτεί την Βιβίκα Ζήση με
κουμπάρο τον Οδυσσέα Ελύτη.
Το 1951 εγκατέλειψε
την ψυχανάλυση. Οι λόγοι παραμένουν σκοτεινοί. Δέχτηκε ασφυκτικές πιέσεις από
άλλους ψυχαναλυτές λόγω των φημολογούμενων σχέσεων του με θεραπευόμενες, και
την αυτοχειρία ενός ασθενή του. Θλιμμένος και παροπλισμένος, έζησε
απολαμβάνοντας την εκλεκτή παρέα φίλων όπως του Εγγονόπουλου, του Χατζιδάκι,
του Θράσου Καστανάκη, του Νίκου Καρούζου, της Νίκης Καραγάτση. Ο Εμπειρίκος δεν
επεζήτησε ποτέ να λάβει "αναγνώριση" με την έννοια της καθιέρωσής του
ως κανονικού ποιητή με τιμές. Δεν έλαβε ούτε ένα βραβείο, ενώ θα το άξιζε
παραπάνω από όλους, για την Ενδοχώρα και τα γραπτά του. Έφυγε στις 4 Αυγούστου
το 1975 σε ηλικία 74 ετών νικημένος από την επάρατη νόσο.
Αποσπάσματα
Αφού ηχούνε τα σουραύλια
Αφού ασπρίζει η μαύρη γη
Αφού κροτούν οι βράχοι
Αφού το προστάζει ο δρόλαπας
Αφού το μέγα λιοντάρι
Που εμφωλεύει στην καρδιά μας
Το επιθυμεί”.
Αι
Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως Αύριον και ω
Από την Υψικάμινο, 1935
Είμεθα όλοι ε ν τ ό ς του μέλλοντός μας.
Όταν τραγουδάμε τραγουδάμε
εμπρός στους εκφραστικούς πίνακες των ζωγράφων
όταν σκύβουμε εμπρός στα άχυρα μιας καμμένης πόλεως
όταν προσεταιριζόμεθα την ψιχάλα του ρίγους
είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας
γιατί ό,τι και αν επιδιώξουμε
δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε ναι
χωρίς το μέλλον του προορισμού μας
όπως μια γυναίκα δεν μπορεί να κάμη τίποτε
χωρίς την πυρκαγιά που κλείνει
μέσα στη στάχτη των ποδιών της.
Όσοι την είδαν δεν στάθηκαν να ενατενίσουν
ούτε τα συστρεφόμενα κηπάρια
ούτε την ευωχία των μαλλιών που λατρεύτηκαν
ούτε τα σουραύλια των εργαστηριακών μεταγγίσεων
από μια χώρα σε φλέβες κόλπου θερμού
προστατευομένου από τα εγκόσμια
και τα μελτέμια της κυανής ανταύγειας
λιγυρών παρθένων.
Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντος
μιας πολυσύνθετης σημαίας που κρατεί
τους εχθρικούς στόλους
εμπρός στα τείχη της καρδιάς μου
κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις πιστοποιούντες
ενδιάμεσες παρακλητικές μεταρρυθμίσεις
χωρίς να νοηθή το αντικείμενον της πάλης.
Στιγμιότυπα μας απέδειξαν
την ορθότητα της πορείας μας
προς τον προπονητήν του ιδίου φαντάσματος
της προελεύσεως των ονείρων
και του καθενός κατοίκου της καρδιάς
μιας παμπαλαίας πόλης.
Όταν εξαντληθούν τα χρονικά μας
θα φανούμε γυμνότεροι και από την άφιξι
της καταδίκης παρομοίων πλοκαμιών
και παστρικών βαρούλκων γιατί όλοι μας είμεθα εντός...
της σιωπής του κρημνιζομένου πόνου
στα
γάργαρα τεχνάσματα του μέλλοντός μας.
ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ
Μια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των φιλελλήνων,
μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω από τα πόδια και από τα δένδρα
της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσα στην καρδιά των
Αθηνών, μέσα στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά.
Αίφνης μια κηδεία πέρασε. Οπίσω της ακολουθούσαν
πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα
αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή
η κίνησις διεκόπη. Τότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας
μέσα στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του
άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα,
διαμιάς,
ως μια επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Ιούλιος. Εις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία,
κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο - από άνδρας λογής-λογής,
κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από
οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας
και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα
σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμνων, ως ήτο φυσικόν,
επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Ηρακλείς
ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια
ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς,
τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες
προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο
επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και
Η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Υψικάμινος» αποτελεί το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα. Η συλλογή με 63 πεζόμορφα ποιήματα εξαντλήθηκε γρήγορα «όχι από ενδιαφέρον, αλλά διότι εθεωρήθη βιβλίο σκανδαλώδες, γραμμένο από ένα παράφρονα», όπως θυμάται ο ίδιος ο ποιητής.
Το έργο του
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1901 στην Μπράιλα της Ρουμανίας και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Το 1926-31 βρίσκεται στο Παρίσι όπου συνδέεται με τον Andre Breton και τους υπερρεαλιστές και αρχίζει την ψυχανάλυση με τον Rene Laforgue.
Το 1935 δίδει στην Αθήνα την περίφημη διάλεξη περί “Περί σουρεαλισμού” και εκδίδει την “Υψικάμινο”, το κατεξοχήν υπερρεαλιστικό κείμενο, ενώ αρχίζει την άσκηση της ψυχανάλυσης, την οποία θα διακόψει το 1951. Το 1945 κυκλοφορεί η “Ενδοχώρα” και ακολουθούν τα “Γραπτά ή Προσωπική μυθολογία”, το 1960, και η “Αργώ ή Πλους αεροστάτου” το 1964-65 στο περ. “Πάλι”, με περικοπές. Μετά το θάνατό του, το 1980 κυκλοφορεί πλήρης η “Αργώ”, η συλλογή “Οκτάνα” καθώς και το θεατρικό έργο του Πικάσσο, “Τα τέσσερα κοριτσάκια” σε μετάφραση του ποιητή. Το 1985 εκδίδεται το “Αι γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες” και το “Άρμαλα ή Εισαγωγή σε μία πόλι” (εισαγωγή σ’ ένα μυθιστόρημα που δεν γράφτηκε).
Τον Δεκέμβριο του 1990 άρχισε να εκδίδεται, σύμφωνα με τη θέληση του ποιητή, ο “Μέγας Ανατολικός”, το τεράστιο έργο ζωής του Ανδρέα Εμπειρίκου που το επεξεργαζόταν επί 25 χρόνια. Άρχισε να γράφεται το 1945 και ολοκληρώνεται ύστερα από ενδιάμεσες φάσεις το 1970. Το μυθιστόρημα αποτελείται από 100 κεφάλαια, που συγκροτούν πέντε μέρη, και η έκδοσή του ολοκληρώθηκε το 1992 σε οκτώ τόμους. Πρόκειται για το μεγαλύτερο και τολμηρότερο μυθιστόρημα της ελληνικής γλώσσας.
όταν σκύβουμε εμπρός στα άχυρα μιας καμμένης πόλεως
δεν είναι δυνατόν να πούμε όχι να πούμε ναι
χωρίς το μέλλον του προορισμού μας
λιγυρών παρθένων.
μιας πολυσύνθετης σημαίας που κρατεί
τους εχθρικούς στόλους
εμπρός στα τείχη της καρδιάς μου
κατοχυρώνοντες ψευδαισθήσεις πιστοποιούντες
την ορθότητα της πορείας μας
και του καθενός κατοίκου της καρδιάς
μιας παμπαλαίας πόλης.
θα φανούμε γυμνότεροι και από την άφιξι
της καταδίκης παρομοίων πλοκαμιών
ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΔΟΝ ΤΩΝ ΦΙΛΕΛΛΗΝΩΝ
Μια μέρα που κατέβαινα στην οδόν των φιλελλήνων,
μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω από τα πόδια και από τα δένδρα
της πλατείας ηκούοντο τζιτζίκια, μέσα στην καρδιά των
Αθηνών, μέσα στην καρδιά του θέρους.
Παρά την υψηλήν θερμοκρασίαν, η κίνησις ήτο ζωηρά.
Αίφνης μια κηδεία πέρασε. Οπίσω της ακολουθούσαν
πέντε-έξη αυτοκίνητα με μελανειμονούσας, και ενώ στα
αυτιά μου έφθαναν ριπαί πνιγμένων θρήνων, για μια στιγμή
η κίνησις διεκόπη. Τότε, μερικοί από μας (άγνωστοι μεταξύ μας
μέσα στο πλήθος) με άγχος κοιταχθήκαμε στα μάτια, ο ένας του
άλλου προσπαθώντας την σκέψι να μαντεύση. Έπειτα, διαμιάς,
ως μια επέλασις πυκνών κυμάτων, η κίνησις εξηκολούθησε.
Ήτο Ιούλιος. Εις την οδόν διήρχοντο τα λεωφορεία,
κατάμεστα από ιδρωμένον κόσμο - από άνδρας λογής-λογής,
κούρους λιγνούς και άρρενας βαρείς, μυστακοφόρους, από
οικοκυράς χονδράς, ή σκελετώδεις, και από πολλάς νεάνιδας
και μαθητρίας, εις των οποίων τους σφικτούς γλουτούς και τα
σφύζοντα στήθη, πολλοί εκ των συνωθουμνων, ως ήτο φυσικόν,
επάσχιζαν (όλοι φλεγόμενοι, όλοι στητοί ως Ηρακλείς
ροπαλοφόροι) να κάμουν με στόματα ανοικτά και μάτια
ονειροπόλα, τας συνήθεις εις παρομοίους χώρους επαφάς,
τας τόσον βαρυσημάντους και τελετουργικάς, άπαντες
προσποιούμενοι ότι τυχαίως, ως εκ του συνωστισμού, εγίνοντο
επί των σφαιρικών θελγήτρων των δεκτικών μαθητριών και
|
|
κορασίδων αυταί αι σκόπιμοι και εκστατικαί μέσα εις τα
οχήματα επαφαί-ψαύσεις,συνθλίψεις και προστρίψεις.
Ναι, ήτο Ιούλιος και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων,
μα και η Ντάπια του Μεσολογγίου και ο Μαραθών και οι
Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου
Μεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι
κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει
τας πυραμίδας των Αζτέκων.
Το θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά
ζέστη-η ζέστη που γεννά το κάθετο λιοπύρι. Και όμως,
παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων,
παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου,
κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ όλον
ότι εφλέγετο ο δρόμος. Κάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσα στην
ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον.
Τα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως
ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον
καύσωνα τα πάντα-οι άνθρωποι και τα κτίσματα-τόσον πολύ,
που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο
σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
Τότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια
στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται
αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται
μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως :
" Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο
φως! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα
κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που
πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω,
έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου " .
οχήματα επαφαί-ψαύσεις,συνθλίψεις και προστρίψεις.
Ναι, ήτο Ιούλιος και όχι μόνον η οδός των Φιλελλήνων,
μα και η Ντάπια του Μεσολογγίου και ο Μαραθών και οι
Φαλλοί της Δήλου επάλλοντο σφύζοντες στο φως, όπως στου
Μεξικού τας αυχμηράς εκτάσεις πάλλονται ευθυτενείς οι
κάκτοι της ερήμου, στην μυστηριακή σιγή που περιβάλλει
τας πυραμίδας των Αζτέκων.
Το θερμόμετρον ανήρχετο συνεχώς. Δεν ήτο θάλπος, αλλά
ζέστη-η ζέστη που γεννά το κάθετο λιοπύρι. Και όμως,
παρά τον καύσωνα και την γοργήν αναπνοήν των πνευστιώντων,
παρά την διέλευσιν της νεκρικής πομπής προ ολίγου,
κανείς διαβάτης δεν ησθάνετο βαρύς, ούτε εγώ, παρ όλον
ότι εφλέγετο ο δρόμος. Κάτι σαν τέττιξ ζωηρός μέσα στην
ψυχή μου, με ηνάγκαζε να προχωρώ, με βήμα ελαφρόν υψίσυχνον.
Τα πάντα ήσαν τριγύρω μου εναργή, απτά και δια της οράσεως
ακόμη, και όμως, συγχρόνως, σχεδόν εξαϋλούντο μέσα στον
καύσωνα τα πάντα-οι άνθρωποι και τα κτίσματα-τόσον πολύ,
που και η λύπη ακόμη ενίων τεθλιμμένων, λες και εξητμίζετο
σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως.
Τότε εγώ, με ισχυρόν παλμόν καρδίας, σταμάτησα για μια
στιγμή, ακίνητος μέσα στο πλήθος, ως άνθρωπος που δέχεται
αποκάλυψιν ακαριαίαν, ή ως κάποιος που βλέπει να γίνεται
μπροστά του ένα θαύμα και ανέκραξα κάθιδρως :
" Θεέ! Ο καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο
φως! Το φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα
κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που
πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω,
έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου " .
ΟΧΙ
ΜΠΡΑΖΙΛΙΑ ΜΑ ΟΚΤΑΝΑ
Όταν δια της πίστεως και
της καλής θελήσεως, αλλά
και από επιτακτικήν, αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν
αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή
ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις
την καρδιά του μέλλοντος, εις την καρδιά των υψηλών
οροπεδίων και προ παντός μέσα στην καρδιά του κάθε
ανθρώπου, θα υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και
θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς
και αδιαιρέτου Οικουμένης.
Άγνωστον αν η παλαιά, που εκτείνεται προ του
ωκεανού στα πόδια του κατακορύφου βράχου που μοιάζει
με το Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, άγνωστον αν θα εγκαταλειφθή,
ή αν θα υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη
και κενή, θα διατηρηθή ως δείγμα μιάς ελεεινής, μιας
αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον διδακτικόν,
πλήρες παραδειγμάτων πρό αποφυγήν. Εκείνο που είναι
βέβαιον είναι ότι η Νέα Πόλις θα οικοδομηθή, ή μάλλον
θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του
Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των
ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά, οδυνηρά, βλακώδη και
ανιαρά, ίσως μετά μιαν άλωσιν οριστικήν, μετά την
μάχην την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος.
Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας.....
....................
Αυτό που με ενδιαφέρει απολύτως-και θα έπρεπε να
ενδιαφέρη όλους-είναι ότι η Νέα Πόλις θα
ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως απο αρχιτέκτονας
και πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν
οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των
ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον
της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες
και Τ, μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των,
ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά ή αστικά),πνίγοντες
και πνιγόμενοι να κανονίζουν.
Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι, μα θα κτισθή από
όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι. έχοντας εξαντλήσει
τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το
αστράπτον φως της αντισοφιστείας-τουτέστι το φως της άνευ
δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας-παύσουν στα αίματα και
στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και
αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα
τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως
όφεις-μα τον Θεό, ή τους Θεούς-τελείως ελεύθερα να ανθίσουν.
Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν),σας λέγω την αλήθειαν.
Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε
βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης,
μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη,
αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Ο κ τ ά ν α .
Και τώρα ο καθείς θα διερωτηθή ευλόγως: Μα τι θα πή Οκτάνα;
.............................
Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν :
Οκτάνα, φίλοι μου, θα πή μεταίχμιον της Γης και του
Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει.
Οκτάνα θα πή πύρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα.
Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του.
Οκτάνα θα πή ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον
εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του
πνεύματος διηνεκής.
Οκτάνα θα πή η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι
αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και
την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και
την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.
Οκτάνα θα πή το "εγώ" "εσύ" να γίνεται (και αντιστρόφως
το "εσύ" "εγώ" ) εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν
έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν
μέθεξιν υπέρτατην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν,
το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που
εν εκστάσει συντελείται.
Οκτάνα θα πή πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής
εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας
εποχάς του βίου.................
Οκτάνα θα πή εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει
βεβαιότητι Αδάμ-συν-Εύα.
.................................
Οκτάνα θα πή απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πή δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πή αγάπη.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα καλωσύνη.
Οκτάνα θα πή η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη
την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.
..................................
Οκτάνα θα πή ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο,
κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν
υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.
...............................
και από επιτακτικήν, αδήριτον ανάγκην δημιουργηθούν
αι προϋποθέσεις και εκτελεσθούν όχι οικοδομικά, ή
ορθολογιστικά, μα διαφορετικά τελείως έργα, εις
την καρδιά του μέλλοντος, εις την καρδιά των υψηλών
οροπεδίων και προ παντός μέσα στην καρδιά του κάθε
ανθρώπου, θα υπάρξη τότε μόνον η Νέα Πόλις και
θα ονομασθή πρωτεύουσα της ηνωμένης, της αρραγούς
και αδιαιρέτου Οικουμένης.
Άγνωστον αν η παλαιά, που εκτείνεται προ του
ωκεανού στα πόδια του κατακορύφου βράχου που μοιάζει
με το Τζέμπελ-αλ-Ταρέκ, άγνωστον αν θα εγκαταλειφθή,
ή αν θα υφίσταται καν στα χρόνια εκείνα, ή αν, απέραντη
και κενή, θα διατηρηθή ως δείγμα μιάς ελεεινής, μιας
αποφράδος εποχής, ή ως θλιβερόν μουσείον διδακτικόν,
πλήρες παραδειγμάτων πρό αποφυγήν. Εκείνο που είναι
βέβαιον είναι ότι η Νέα Πόλις θα οικοδομηθή, ή μάλλον
θα δημιουργηθή, και θα είναι η πρωτεύουσα του
Νέου Κόσμου, εις την καρδιά του μέλλοντος και των
ανθρώπων, μετά χρόνια πολλά, οδυνηρά, βλακώδη και
ανιαρά, ίσως μετά μιαν άλωσιν οριστικήν, μετά την
μάχην την τρομακτικήν του επερχομένου Αρμαγεδδώνος.
Δεν θα εξετάσω τας λεπτομερείας.....
....................
Αυτό που με ενδιαφέρει απολύτως-και θα έπρεπε να
ενδιαφέρη όλους-είναι ότι η Νέα Πόλις θα
ολοκληρωθή, θα γίνη. Όχι βεβαίως απο αρχιτέκτονας
και πολεοδόμους οιηματίας, που ασφαλώς πιστεύουν
οι καημένοι, ότι μπορούν αυτοί τους βίους των
ανθρώπων εκ των προτέρων να ρυθμίζουν και το μέλλον
της ανθρωπότητος, με χάρακες, με υποδεκάμετρα, γωνίες
και Τ, μέσα στα σχέδια της φιλαυτίας των,
ναρκισσευόμενοι (μαρξιστικά, φασιστικά ή αστικά),πνίγοντες
και πνιγόμενοι να κανονίζουν.
Όχι, δεν θα κτισθή η Νέα Πόλις έτσι, μα θα κτισθή από
όλους τους ανθρώπους, όταν οι άνθρωποι. έχοντας εξαντλήσει
τας αρνήσεις, και τας καλάς και τας κακάς, βλέποντες το
αστράπτον φως της αντισοφιστείας-τουτέστι το φως της άνευ
δογμάτων, άνευ ενδυμάτων Αληθείας-παύσουν στα αίματα και
στα βαριά αμαρτήματα χέρια και πόδια να βυθίζουν, και
αφήσουν μέσα στις ψυχές των, με οίστρον καταφάσεως, όλα
τα δένδρα της Εδέμ, με πλήρεις καρπούς και δίχως
όφεις-μα τον Θεό, ή τους Θεούς-τελείως ελεύθερα να ανθίσουν.
Ναι, ναι (αμήν, αμήν λέγω υμίν),σας λέγω την αλήθειαν.
Η Νέα Πόλις θα κτισθή και δεν θα είναι χθαμαλή σε
βαλτοτόπια. Θα οικοδομηθή στα υψίπεδα της Οικουμένης,
μα δεν θα ονομασθή Μπραζίλια, Σιών, Μόσχα, ή Νέα Υόρκη,
αλλά θα ονομασθή η πόλις αυτή Ο κ τ ά ν α .
Και τώρα ο καθείς θα διερωτηθή ευλόγως: Μα τι θα πή Οκτάνα;
.............................
Και τώρα (αμήν, αμήν) λέγω υμίν :
Οκτάνα, φίλοι μου, θα πή μεταίχμιον της Γης και του
Ουρανού, όπου το ένα στο άλλο επεκτεινόμενο ένα τα δύο κάνει.
Οκτάνα θα πή πύρ, κίνησις, ενέργεια, λόγος σπέρμα.
Οκτάνα θα πη έρως ελεύθερος με όλας τας ηδονάς του.
Οκτάνα θα πή ανά πάσαν στιγμήν ποίησις, όμως όχι ως μέσον
εκφράσεως μόνον, μα ακόμη ως λειτουργία του
πνεύματος διηνεκής.
Οκτάνα θα πή η εντελέχεια εκείνη, που αυτό που είναι
αδύνατον να γίνη αμέσως το κάνει εν τέλει δυνατόν, ακόμη και
την χίμαιραν, ακόμη και την ουτοπίαν, ίσως μια μέρα και
την αθανασίαν του σώματος και όχι μονάχα της ψυχής.
Οκτάνα θα πή το "εγώ" "εσύ" να γίνεται (και αντιστρόφως
το "εσύ" "εγώ" ) εις μίαν εκτόξευσιν ιμερικήν, εις μίαν
έξοδον λυτρωτικήν, εις μίαν ένωσιν θεοτικήν, εις μίαν
μέθεξιν υπέρτατην, που ίσως αυτή να αποτελή την θείαν Χάριν,
το θαύμα του εντός και εκτός εαυτού, κάθε φοράν που
εν εκστάσει συντελείται.
Οκτάνα θα πή πάση θυσία διατήρησις της παιδικής ψυχής
εις όλα τα στάδια της ωριμότητος, εις όλας τας
εποχάς του βίου.................
Οκτάνα θα πή εν πλήρει αθωότητι Αδάμ, εν πλήρει
βεβαιότητι Αδάμ-συν-Εύα.
.................................
Οκτάνα θα πή απόλυτος ενότης πνεύματος και ύλης.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πή δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πή αγάπη.
Οκτάνα θα πή παντού και πάντα καλωσύνη.
Οκτάνα θα πή η αγαλλίασις εκείνη που φέρνει στα χείλη
την ψυχή και εις τα όργανα τα κατάλληλα με ορμήν το σπέρμα.
..................................
Οκτάνα θα πή ό,τι στους ουρανούς και επί της γης ηκούετο,
κάθε φοράν που ως μέγας μαντατοφόρος, με έντασιν
υπερκοσμίου τηλεβόα, ο Άγγελος Κυρίου εβόα.
...............................
Ενόρασις των
πρωινών ωρών
Στις πρασιές του ιπποφορβίου τρέχουν Κόκκινοι κέλητες και άσπροι πώλοι θεραπαινίδες κτενίζουν τις Μακριές χαίτες Γέλια αντηχούν πίσω από τα δέντρα Ψίθυροι συστέλλονται κ α ι διαστέλλονται Όρθιος ένας ιππεύς αγάλλεται στα χάδια που βαθμηδόν συγκλίνουν Προς την φλύαρη μήτρα των ιωβηΛΑΙΩΝ Απεριφράστως ο Ιωβ εγκαταλείπει την παλαιά του θέσι Κολυμπά μεσα στα νερά δεξαμενής γεμάτης Και βλέπει με κατάπληξι πως κολυμπά με άνεσι Πλησιάζει μια νεάνιδα με στήθη σΦύΖοντα 50 χρόνια τόθελε μα δεν τολμούσε 50 χρόνια έβλεπε στον ύπνο του τα άλογα των σΕΡΑΦΕΙΜ Τρέχαν σε κάμπον χλοερόν όπου Κ ε λ ά ρ υ ζ ε ένα ρυάκι Μπροστά στον κτίστη του ουρανού με τα μεγάλα μάτια Ο Κτίστης στερεώνει δυο καπόνια στο δώμα ενός μεγάλου κτίσματος Εν συνεχεία αντλεί με το ένα χέρι δροσερό νερό και με το άλλο του χέρι αίμα Οχι των αφαιμάξεων μα αίμα προσφοράς στους ζώντας Αίμα χαρμόσυνον όχι παρμένο μα δοσμένο Κάτω στον δρόμο μια βάρκα περιμένει να την υΨώση ο κτίστης ως το δώμα Ήρθε ο καιρός της απολυτρώσεως των κοριτσιών και των εφήβων Ο κτίστης γ υ ρ ί ζ ε ι τα βαρούλκα Ανέρχονται όλοι με την βάρκα Στα δώματα ανθούνε μυγδαλιές Η βάρκα προσεγγίζει Οι βαρκάρηδες είναι οι πατέρες των παιδιών που ανέρχονται Κάτω από μιαν κερασιά ένας τυφλός ποιητής υμνεί τον Ίμερο Για πρώτη φορά σε αυτόν τον τόπο τον ονομάζουν Έρωτα Ενα σουραύλι αντηχεί κοντά του κανείς δεν βλέπει ποιός το παίζει Άνεμος είναι μέσα στα σύννεφα και τα σκορπίζει Φυσάει και σπρώχνει τα πανιά της βάρκας που ανέρχεται Οι μακαράδες τρίζουν Αναφωνούν στη βάρκα τα κορίτσια και ηδονίζονταΙ Το δώμα υψώνεται 5 - 6 μέτρα Ώστε να ΔΙΑΡΚΕΣΗ πιο πολύ Ο γλυκασμός Η αγαλλίασις των νεαρών πλασμάτων που Εξογκώνεται Η βάρκα ανέρχεται ο λ ο ν έ ν Σαν ένα ξεχείλισμα τώρα στο δώμα φτάνει Ενώ στην πλώρη της με μανιώδη επιμονήν Πλένει το πρόσωπό της μια γάτα .
|
Ο έρωτας μέσα από
το φακό του Α. Εμπειρίκου
O Ανδρέας Εμπειρίκος, ο
πρώτος ψυχαναλυτής στον ελλαδικό χώρο, ο εισηγητής του υπερρεαλισμού στη χώρα
μας, ο ποιητής που έγραψε την «Ενδοχώρα» και την «Υψικάμινο», «Ο Μεγάλος
Ανατολικός» για τους πολλούς, ακόμα και για όσους αγνοούν την ποίησή του,
υπήρξε παθιασμένος εραστής του φωτογραφικού φακού.
Η Μάτση Χατζηλαζάρου, πρώτη σύζυγος του Ανδρέα Εμπειρίκου φωτογραφημένη από
τον ίδιο στο Ναύπλιο.
Συστηματικός φωτογράφος με την «εμμονή μανιακού» όπως έχει πει γι' αυτόν ο
φίλος του (και κουμπάρος του) Οδυσσέας Ελύτης, απαθανάτισε την ανθρώπινη στιγμή
και τη γυναικεία ακμή.
Αντικείμενα του
φωτογραφικού πάθους του νεαρά κορίτσια, πρώτα απ' όλα, οι φίλοι του και οι
γυναίκες της ζωής του. Σκηνές από την καθημερινότητα της Ανδρου που
αποκαλύπτουν όλη την ποίηση του εφήμερου και της ζωής, σκηνές από τα ταξίδια
του, σκηνές από το παρόν όπως το βίωνε στο κάθε του βήμα και βλέμμα.
Η ποιήτρια και γυναίκα του, Μάτση Χατζηλαζάρου, στο γαμήλιο ταξίδι τους και κατά τη διάρκεια της βραχύβιας ζωής τους, ο Καραγάτσης, η Μαρίνα η κόρη του, ο Ελύτης?
Το ενδιαφέρον του για τη φωτογραφία είχε ήδη εκδηλωθεί από το 1918. Υπάρχουν δείγματα πολλών φωτογραφιών από το 1920, από το οικογενειακό αγρόκτημα στο Μπογιάτι, καθώς και από μια προεκλογική εκστρατεία του πατέρα του στην Ανδρο.
Η ποιήτρια και γυναίκα του, Μάτση Χατζηλαζάρου, στο γαμήλιο ταξίδι τους και κατά τη διάρκεια της βραχύβιας ζωής τους, ο Καραγάτσης, η Μαρίνα η κόρη του, ο Ελύτης?
Το ενδιαφέρον του για τη φωτογραφία είχε ήδη εκδηλωθεί από το 1918. Υπάρχουν δείγματα πολλών φωτογραφιών από το 1920, από το οικογενειακό αγρόκτημα στο Μπογιάτι, καθώς και από μια προεκλογική εκστρατεία του πατέρα του στην Ανδρο.
«Η φωτογραφία είναι συνυφασμένη με τη ζωή του θεατή», έγραψε κάποτε ο
Ανδρέας Εμπειρίκος.
Φωτογράφιζε δηλαδή ήδη
πριν από τον Πόλεμο, με μια Super Ikonta, αλλά ασχολήθηκε πιο συστηματικά με τη
φωτογραφία μετά το 1951, όταν αναγκάστηκε να διακόψει το επάγγελμα του
ψυχαναλυτή και πήγε στο Παρίσι. Αφενός επειδή είχε περισσότερο χρόνο αλλά και
αφετέρου επειδή η φωτογραφία λειτουργούσε γι' αυτόν θεραπευτικά, όπως
υποστηρίζει ο Γιάννης Σταθάτος που επιμελήθηκε το λεύκωμα με φωτογραφίες του
«Φωτοφράκτης» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Αγρα» το 2001. Το ίδιο υποστηρίζει
και ο γιος του ποιητή, Λεωνίδας Εμπειρίκος.
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος όχι
μόνο φωτογράφιζε συστηματικά, αλλά αυτοφωτογραφιζόταν. «Τις φωτογραφίες έργο
των χειρών του - τις έφερε εις πέρας με τη δεξιοτεχνία και την επιμονή
μανιακoύ», επανερχόμαστε σ' αυτό που είχε πει κατ' επανάληψη ο Οδυσσέας Ελύτης.
Μαζί με τον αγαπημένο φίλο του Νάνο Βαλαωρίτη, κατά τη δεκαετία του 1960
φωτογραφίζονται μέσα από έναν καθρέφτη στο σπίτι του Βαλαωρίτη.
Οι παιδίσκες, επίσης,
δεν σταμάτησαν ποτέ να απασχολούν τη φωτογραφική ποιητική ματιά του,
αποτελώντας μέρος του υπερρεαλιστικού του οράματος. Τις φωτογραφίζει όταν
παίζουν και όταν περπατούν, όταν φλερτάρουν με τον φακό, όταν γελούν και όταν
απορούν, διασώζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο το φευγαλέο της ανθρώπινης νεότητας
και εκείνη εκεί τη ματιά που δεν γίνεται παρά να ανήκει μόνο στους χαμένους
παραδείσους.
Η έκθεση
Σαράντα πέντε από αυτές τις μυθικές πια φωτογραφίες Εμπειρίκου παρουσιάστηκαν στο «The Box», στις 15 Μαΐου, στην έκθεση «Ο φακός του ποιητή - Φωτογραφίες από το Αρχείο του Ανδρέα Εμπειρίκου».
Το ίδιο έκαναν και
πολλές νεαρές κοπέλες τις οποίες έβαζε να φλερτάρουν με τον φακό
Η ίδια έκθεση
παρουσιάζεται στο Γαύριο, στην Ανδρο, από 1 έως 15 Αυγούστου, με σκοπό να
μεταφερθεί κατόπιν και στα γύρω νησιά.
Η επιλογή έγινε με
καθαρά καλλιτεχνικά κριτήρια και τα θέματα είναι ανθρωποκεντρικά. Πρόσωπα και
σκηνές δρόμου που θυμίζουν σύγχρονους Αμερικανούς φωτογράφους.
Ο φωτογραφικός φακός του
Ανδρέα Εμπειρίκου έχει φωτογραφίσει ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις,
αλλά και από όλες τις ηλικίες. Γέροντες και γερόντισσες, άνδρες του κάματου,
γυναίκες με παιδιά, παιδίσκες που παίζουν στα σοκάκια της Ανδρου, νεάνιδες που
στρίβουν και χάνονται μες στα καλντερίμια, διασώζοντας με αυτόν τον τρόπο τη
νεότερη ιστορία του νησιού και μιαν Ανδρο που πια δεν υπάρχει. Το μεγάλο
ζητούμενο, ο άνθρωπος πάντα και παντού, η ανθρώπινη στιγμή μέσα στον χρόνο.
Η Μαρίνα Καραγάτση και ο Οδυσσέας Ελύτης στο Μπατσί της Ανδρου, όπως τους
«συνέλαβε» με το φακό του ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
1960 - Η πρώτη έκθεση
Από τις «Μικρές χαρτοπαίκτριες» μέχρι τον «Κοιμισμένο αλήτη»
Από τις «Μικρές χαρτοπαίκτριες» μέχρι τον «Κοιμισμένο αλήτη»
Ο ίδιος ο ποιητής στις
22 Ιανουαρίου του 1960 είχε διοργανώσει έκθεση 210 ασπρόμαυρων φωτογραφιών του
στην αίθουσα «Ιλισός» στην Αθήνα. Ολες οι φωτογραφίες είχαν τίτλο, τόπο λήψης,
αύξοντα αριθμό και τιμή πώλησης, με πολλές να έχουν τη χαρακτηριστική ένδειξη
«δεν πωλείται». Από τις 210 οι 115 είχαν τραβηχτεί στην Ελλάδα και οι υπόλοιπες
στο εξωτερικό. Ενδεικτικοί τίτλοι για να κατανοήσουμε το περιεχόμενο:
Τα θέματά του
Κοριτσάκι με όστρακο, Κοριτσάκι με γάτα, Κοριτσάκι με σκιά, Μικρές χαρτοπαίκτριες, Κορίτσι σε παράθυρο, Δεσποινίς Ξ.Κ., Δεσποινίς Ν.Μ., Δεσποινίς Μ.Ρ., Κορίτσι με μπάλα, Αντριάνα και Ευδοκία, Λιλή, Μαρία, Αντριάνα και Μαριάνθη, Επερχόμενη θύελλα, Κάμπος στη Σαντορίνη, Καφενείον, Χέρια με σκιές, Σπίτι και γάτα. Δωμάτιο με μπαλόνι, Φωτογραφική μηχανή, Λευκός τοίχος, Τσιγγάνες, Στάμνα και πουλί, Δάσος, Σκωτική λίμνη, Λαϊκή συνοικία στον Τάμεση, Κούκλα σε παλαιοπωλείο, Ομπρέλες, Ιταλίδες στο Πόρτο Φίνο, Λουόμενη και τέντες, Παιδιά στην αμμουδιά, Κοιμισμένος αλήτης, Ξαπλωμένη, Ταυρομάχοι εξασκούμενοι, Αφιξις...
Κοριτσάκι με όστρακο, Κοριτσάκι με γάτα, Κοριτσάκι με σκιά, Μικρές χαρτοπαίκτριες, Κορίτσι σε παράθυρο, Δεσποινίς Ξ.Κ., Δεσποινίς Ν.Μ., Δεσποινίς Μ.Ρ., Κορίτσι με μπάλα, Αντριάνα και Ευδοκία, Λιλή, Μαρία, Αντριάνα και Μαριάνθη, Επερχόμενη θύελλα, Κάμπος στη Σαντορίνη, Καφενείον, Χέρια με σκιές, Σπίτι και γάτα. Δωμάτιο με μπαλόνι, Φωτογραφική μηχανή, Λευκός τοίχος, Τσιγγάνες, Στάμνα και πουλί, Δάσος, Σκωτική λίμνη, Λαϊκή συνοικία στον Τάμεση, Κούκλα σε παλαιοπωλείο, Ομπρέλες, Ιταλίδες στο Πόρτο Φίνο, Λουόμενη και τέντες, Παιδιά στην αμμουδιά, Κοιμισμένος αλήτης, Ξαπλωμένη, Ταυρομάχοι εξασκούμενοι, Αφιξις...
Τα θέματα του Εμπειρίκου ήταν πάντα ανθρωποκεντρικά. Πρόσωπα και στιγμές
του δρόμου και της καθημερινής ζωής, από την Ελλάδα και από το εξωτερικ. Το
υλικό από την εφημερίδα Έθνος.
ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΙΣΜΟΣ ΜΕ
ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ
Ποιος είναι ο ποιητής Α.
Εμπειρίκος;
Ο Α.
Εμπειρίκος είναι ο πρωτοπόρος ποιητής για τα νεοελληνικά γράμματα, που εισήγαγε
τον υπερρεαλισμό στην Ελλάδα το 1935 με την Υψικάμινο.
Τον ποιητή τον
γνώρισα καλύτερα και τον αγάπησα ιδιαίτερα όταν στα πλαίσια της διατριβής μου
ασχολήθηκα με τον Υπερρεαλισμό. Ιδιαίτερη έλξη
άσκησαν πάνω μου η συνειρμική οργάνωση των εικόνων του - εικόνων ιδιαίτερης
καλαισθησίας και αισθητικής εμπειρίας- και η ευθύβολη επιλογή του γλωσσικού
υλικού με την αρμονική σύζευξη του λόγιου και λαϊκού στοιχείου, που
αποκαλύπτουν ευαισθησία και βαθιά γνώση της ελληνικής γλώσσας.
Ο Α. Εμπειρίκος
έφερε μεγάλη ανατροπή στα ως τότε ποιητικά πράγματα της χώρας με το σπάσιμο της
μορφής, τη ρευστότητα του θέματος, τον πεζοποιητικό
στίχο, την κινητικότητα των ονειρικών και συνειρμικών εικόνων, τη μικτή γλώσσα,
τις ασύμβατες φαινομενικά λεξιλογικές συνάψεις και την κυρίαρχη, την πυρηνική
θέση του ερωτικού στοιχείου στο έργο του.
Η
ποίηση του Εμπειρίκου αναδύεται από χώρους πολύ προσωπικούς, εκεί όπου
συνυπάρχουν το όνειρο, ο ρεμβασμός και η πραγματικότητα,εκ εί όπου καταλύεται η
διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πραγματικό και φανταστικό, εκεί όπου η συνολική
ανθρώπινη εμπειρία και εσωτερικότητα συγκροτούν την απόλυτη, την υπέρ
πραγματικότητα. Η προμετωπίδα της Υψικαμίνου με
απόσπασμα από το έργο του Αντρέ Μπρετόν αποτελεί κατάθεση/μαρτυρία για την
υπερρεαλιστική του γραφή.
Στον Εμπειρίκο το
αίτημα του υπερρεαλισμού για καθολική ελευθερία, για απαλλαγή του ανθρώπου από
τις συμβάσεις σε κοινωνικό και ψυχολογικό επίπεδο συντελείται ποιητικά,
καθώς δεν αναγνωρίζει το χριστιανικό προπατορικό αμάρτημα και την αιμομιξία,
όπως φαίνεται στο κείμενο “Οιδίπους Ρεξ”, αλλά και στο
ποίημα του ΄Εκτορα Κακναβάτου, “ΒΡΑΔΕΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΠΥΡΙΤΙΟ”,
που μεταξύ άλλων λέει :
“ΒΡΑΔΕΙΑ
ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΕ ΠΥΡΙΤΙΟ”
(ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ, ΙΣΟΤΟΠΟΝ)
“Σκέφτηκα τότες τον εξατμισά μου κυρ Ετεοκλή
του δικού μας δεσποτάτου
τις εφτά πύλες της Θήβας
και φυσικά το γέρο του αυθεντικό μαζοχιστή
που καλά και βρέθηκε πάνω στην ώρα
ο Αντρέας Εμπειρίκος με το δίκαννο
λίγο έξω από το διαστροφικό πτολίεθρον
κατά τον Κολωνό,
να ρίξει κατεπάνω τους στις ερινύες
ειδαλλιώς οι λυσσασμένες του ξέσκιζαν
τ΄ απόκρυφα
του ανόσιου.” β 69,70 στ. 42-53
Πώς παρουσιάζεται στο
έργο του ποιητή το ερωτικό στοιχείο.
Το ερωτικό
στοιχείο εμφανίζεται ως γυναίκα, ως ιερό ζεύγος με την τεχνική της
ταύτισης, ως έρως-θάνατος και ως ερωτική ατμόσφαιρα. Η ερωτική ατμόσφαιρα
δίνεται μέσα από αντικείμενα, από έννοιες και από τη φύση, καθώς όλα αποκτούν
ερωτική διάσταση. Η ένταση του ερωτικού στοιχείου αυξάνει με την αυτοαναφορική
ενδοκειμενικότητα των ίδιων ποιητικών μοτίβων, λέξεων και πραγμάτων, που
αποκτούν ερωτική σήμανση, τόσο στο ίδιο ποίημα, όσο και στα ποιήματα της ίδιας
συλλογής ή και των άλλων συλλογών, όπως: παιδίσκη, στήθος, ήβη, σκέλη, ταύρος,
ερασταί, ζαρκάδια, ποταμός, θάλασσα, κ.ά. Δηλαδή, παρατηρείται συνομιλία των
ποιημάτων, στα οποία αναπτύσσονται με κλιμακούμενη αύξηση ή με την τεχνική της
επανάληψης ερωτικά στοιχεία που υπάρχουν σε άλλα ποιήματα της ίδιας συλλογής ή
και στις άλλες συλλογές. Για παράδειγμα το ποίημα “Οι αναπλάσεις” από τη
συλλογή, Αι Γενεαί Πάσαι, (σελ.47) συνομιλεί με το ποίημα “Ρωμύλος
και Ρώμος” της συλλογής, Γραπτά, (σσ. 77-80). Το ποίημα “Η
διακίνησης των υψισύχνων” της συλλογής, Αι Γενεαί Πάσαι, (σελ.122), συνομιλεί
με τα κείμενα από τηνΑργώ ή Πλους Αεροστάτου στην οποία
αναπτύσσονται πολλά στοιχεία που υπάρχουν στην προηγούμενη συλλογή, Γραπτά.
Επίσης, στη συλλογή, Αι Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες, ανιχνεύονται μοτίβα και επαναλαμβάνονται λέξεις
και ονόματα που αποτελούν βασικά στοιχεία στην Αργώ.
Αναλυτικότερα, η γυναικεία παρουσία διαπερνά όλο το έργο του
ποιητή ως κόρη, παιδίσκη, θυγατέρα, σύζυγος, μητέρα, θεά, ονομασία πλοίου,
μητρογένεση και ως πηγή δημιουργίας. Φυσικά δεν απουσιάζει και ο άντρας ως
πατέρας, σύζυγος, φίλος, εραστής, φαλλικό σύμβολο και σπορέας.
Η γυναίκα ως
όνομα και σωματική παρουσία εντοπίζεται από τα πρώτα ποιήματα της Υψικαμίνου ως
ματιά και έκφραση, ως ημίγυμνο σώμα, ως γυναικείο στήθος, ενώ οι άνδρες
παρουσιάζονται ως ερπετά με στοιχεία της ψυχανάλυσης,π.χ.
“Σαν τα νερά ενός ορκωτού δικαστηρίου ταράχτηκε
η γαλήνη των ματιών της [..]
“Τότε οι τηρηταί των νόμων συνελ-
θόντες απεφάσισαν να σκοτώσουν την σιγή μια για
πάντα και να στήσουν στο ίδιο σημείο
το άγαλμα της γαλήνης των ματιών της γιατί η νέα
γυναίκα κρατούσε στα χέρια της το ανάβλεμμά της
σαν θαυματουργό φίδι.” Υψικάμινος, σελ.10.
“[………………] Εδώ περαστικά σαλ-
πίσματα των βρυχωμένων γυπαετών εκεί σημάδια
στα μάγουλα των ημίγυμνων γυναικών που μας
προσμένουν αντί βοής των χήρων ερπετών”,
Υψικάμινος, σελ.12.
“Άνοιξε το στήθος της σαν μια βεντάλια και έγειρε
την ώρα που σηκώνονται οι θρύλοι των σκοτεινο-
τέρων πόλεων […………..]” Υψικάμινος, σελ.17.
“Στα πόδια της λάμπανε βραχιόλια στο
πρόσωπό της δάκρυα στο στήθος τρεις σταγόνες”,
Υψικάμινος, σελ.15.
Οι γυναίκες ως φύλο και
σύζυγοι δρέπουν τον καρπό του έρωτα, αγαπιούνται και είναι ισότιμες με τον
άνδρα, π.χ.
“ […] και τα φτερά των
γυναικών
μας και οι γυναίκες μας ψηλές (ψηλότε-
ρες
τώρα παρά πριν) και με κουπιά απαλά σχεδόν
γλοιώδη
στα χέρια τους ήρθαν να μας σταχυολογή
σουν.
[…] ” Υψικάμινος, σελ.19
“Στην
κορυ-
φή
του ενδοξοτέρου λόφου ιδρύθη αμμωνιούχον αι-
λουροκομείον
και εις το κυλικείον του επετράπη
η
είσοδος σε όλους τους καιρούς καθώς και η
συμβίωσις
των δεσποινίδων μετά των ορχουμένων
ποντοπόρων
του ενεστώτος έτους”, Υψικάμινος, σελ.11.
Το
γυναικείο φύλο δοξάζεται συχνά και μέσα από συγκεκριμένα ονόματα, πραγματικά
και μυθολογικά, με τις συνακόλουθες συνδηλώσεις, π.χ.
“Η νέα λεγόταν
Μαρία και στο αριστερό της πόδι κρε-
μόταν
μια πλουμιστή σαύρα χωρίς μάτια μα με
διπλή
ουρά. Όταν διελύθη ο βράχος εις τον οποίον
εστέκετο
έγινε τολύπη και η σταγών που έπεσε
από το
στήθος της άνθησε και έμεινε από τότε
ως τώρα
στην θέσι της υποτυπώδης μυγδαλιά”, Υψικάμινος, σελ.25.
Αυτό
το απόσπασμα με τις διαδοχικές μεταμορφώσεις συνομιλεί ενδοκειμενικά με το
ποίημα, που έχει τον υπερρεαλιστικό και συγχρόνως ερωτικό τίτλο “ΙΠΠΕΥΩΝ ΟΝΟΥΣ
ΑΓΑΠΩΝ ΚΥΡΙΕΣ” όπου η γυναίκα-τολύπη, σπίνος και μυγδαλιά νικά τον άντρα
(φιόγκο) θηριοδαμαστή, π.χ.
“[…].Κάθε τολύπη
έγινε σπίνος
και επέμενε με
επικίνδυνο φανατισμό να οραματί-
ζεται την
μυγδαλιά του κρησφύγετου μιας αρι-
στοτεχνικής
ορχήστρας. Ο θηριοδαμαστής ενικήθη
και έλαμψε για
χιλιοστή φορά ο φιόγκος που παρέ-
συρε πολλές
λουόμενες γυναίκες […]”, Υψικάμινος, σελ. 49.
Χαρακτηριστική είναι η
γραφή του τίτλου με κεφαλαία γράμματα, που η απουσία τόνου και η συμπροφορά της
λέξης ΟΝΟΥΣ (όνος), αντί “ο νους” δημιουργεί αμφισημία. Ο άντρας
ως φιόγκος (συνειρμική εικόνα από τα γεννητικά του μόρια) σε άλλο
ποίημα μεταμορφώνεται σε βάτραχο που λυτρώνει, ενώ η δεσποινίδα σε
τολύπη που γίνεται διαδοχικά μητέρα τόσο του παιδιού της όσο και του
ποιητή, π.χ.
“Ενεφανίσθη και χάθηκε η δεσποινίς που συνήντησα
μέσ΄στο συρτάρι μου. Στη θέσι της μια τολύπη
κρατεί τον φώσφορο της ζωοφόρου της. […]
με τις έξη διαφορετικές ηδονές της
δεσποινί-
δος που υπήρξε βασικώς μητέρα του παιδιού της
και μητέρα μου. […] παίρνω το τελευταίο μαντήλι της και πα-
ρακαλώ το βάτραχό μου να καταργήσει κάθε οιμω-
γή που είναι δυνατόν να υπάρχει μέσα στους θώκους
και επάνω από τις κουρτίνες.”,Υψικάμινος, σελ 37.
Δηλαδή, η γυναίκα με την
αρχετυπική -ψυχαναλυτική μορφή υφίσταται μεταμορφώσεις μέσα στο χρόνο, όπως
εύστοχα φαίνεται από το ακόλουθο:
“Η αρχική μορφή της γυναικός ήτο το πλέξιμο των
λαιμών δυο δεινοσαύρων. Έκτοτε άλλαξαν οι και-
ροί και άλλαξε σχήμα και η γυναίκα. Έγινε πιο
μικρή πιο ρευστή πιο εναρμονισμένη με τα δικά-
ταρτα(σε μερικές χώρες τρικάταρτα) καράβια που
πλέουν επάνω από τη συμφορά της βιοπάλης.[…]
[……………….].
Οι εποχές αλλάζουν και η γυναί-
κα της εποχής μας μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδος.”
Υψικάμινος, σελ.16.
Στο τελευταίο ποίημα
της Υψικαμίνου θριαμβεύει ο έρωτας, οι ερωτευμένοι
παρουσιάζονται ευδαίμονες ως μία σάρκα και υπόσταση, ως το κατ΄εξοχήν
ερωτικό ζευγάρι, π.χ.
“έτσι
η βαθμιαία εξάπλωσις της συνουσίας μοιάζει
με τα κρησφύγετα των ερωτευμένων που παραμέ-
νουν ενωμένοι και ως όρθιοι και ως εξαπλωμένοι
μέσα στους πυκνούς θυσάνους των φωνηέντων τους” σελ.75.
Άλλοτε πάλι ο ερωτισμός
και η αφύπνιση του έρωτα δίνεται μέσα από τον αυτοθαυμασμό, τον
ναρκισισμό των κοριτσιών που:
“[…………………………………………….]
σκύβαν γυ-
μνά ή σχεδόν γυμνά να συνθλίψουν και να χαϊδέψουν
γενικά τα σώματά τους και τα σώματα των ανθών”,
Υψικάμινος,
σελ. 47.
Στη
συλλογή, ΕΝΔΟΧΩΡΑ, “Η δράσι της
γυναίκας είναι στίλβουσα” σελ.13, και η “Μικρή παιδίσκη καθώς ύδωρ
μιας πηγής”, σελ.20. Το ποίημα με τίτλο, “Το Ρήμα Αγναντεύω” (σελ.23), στους
στίχους “Και μια ξανθή νεάνιδα που στέκει στο πλευρό μου/ Μέσ΄στης οποίας
τα γαλήνια μάτια βλέπω/ Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου”,
συνομιλεί με το ποίημα “Κλωστήριον Νυκτερινής Ανάπαυλας” της Υψικαμίνου,
(σελ.71-72) και με την επαναλαμβανόμενη φράση “Είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός
μας. Αλλού το κορίτσι “δίνει τα στήθη της στα περιστέρια”, Ενδοχώρα, σελ.36,
και η γυναίκα γίνεται “Μια θάλασσα πλατειά και φουσκωμένη”, Ενδοχώρα, σελ.
43, ή μια γυναίκα με συμπαντική δύναμη, που επηρεάζει, ακόμα, και τα καιρικά
φαινόμενα, π.χ.
“Μια
γυναίκα κάποτε μας σταματά
Αν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξη”, Ενδοχώρα, σελ.44,
Στη
συλλογή ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ ή Η ΣΗΜΕΡΟΝ ΩΣ ΑΥΡΙΟΝ ΚΑΙ ΩΣ ΧΘΕΣ, το
ερωτικό στοιχείο συνυπάρχει άλλοτε ως αίτημα του “πλήρους έρωτος” (σελ.9),
ως γυναικεία παρουσία, “Και κάθεται γυμνή και μεγαλόχαρη” (σελ.13),
άλλοτε ως φύση, έννοια και ως έλλογο ή άλογο στοιχείο, π.χ. “Εις τα
βουνά και τις σποράδες/ Όπου τα πάντα σφύζοντα προσμένουν/Τους οργασμούς του
θέρους” Αι Γενεαί Πάσαι (σελ.11).
Στα Γραπτά
ή Προσωπική Μυθολογία ο ποταμός Αμούρ
μέσα από διαδρομές μνήμης, από το ονειρικό και το πραγματικό στοιχείο, από το
λογικό και μη λογικό ειρμό, γίνεται Έρως, ως δράση θεατρική,
ως Οθέλλος, ως Ρωμαίος και Ιουλιέττα, ως παιχνίδια αγοριών, ως “άναρθρες
κραυγές, που απ΄ευθείας εκπηδούν σαν εκτοξεύσεις σπέρματος” σελ. 23, ως ποταμός
και υπερσιβηρικός ρήγας της Ασίας, ως “ ο ποταμός, ο Αμούρ ο Έρως […] Πάντα και
πάντοτε. […] εντός και εκτός, όπως και χθες, όπως και σήμερα […]Αμούρ! Αμούρ!”
(σελ.29). Στη μυθιστορία “Κορδέλλα” η παιδίσκη, γίνεται κόρη και ο ποιητής σαν
κεραυνόπληκτος εσταμάτησε:
“Είχε ακούσει μια φωνή να ξε-
σχίζει τον αέρα, του οποίου η
πυκνότης ήτο τόσον
αραιά, που έμοιζε σαν
γυάλινη:΄Μερόπη! Μερό-
πη!΄[…]/ από μακρυνήν ηχώ
που επαναλαμβάνεται: ΄Ναυσικά!
Ναυσικά!΄[…]/
Έκτοτε η παιδίσκη περιφέ-
ρεται αενάως, στην αμμουδιά, και
περπατά σαν ξύ-
πνια ενώ είναι κοιμισμένη, από την μια
στην άλλη
άκρη της παραλίας. Από χρόνο σε χρόνο
γίνεται
ωραιοτέρα, και, παρά τις προσπάθειες των
περιέρ-
γων, που συρρέουν από τα πέρατα του κόσμου
για
να την δουν, κανείς ποτέ δεν μπόρεσε να την
ξυ-
πνήση” (σσ.43-45).
Στην ίδια
συλλογή, Γραπτά, άκρως ερωτική είναι και η περιγραφή
της νεάνιδος, στο ποίημα “Φως Παραθύρου”, όπου όλα συμφύρονται και εντείνουν
τον ερωτισμό, ενώ στο ποίημα “Ρωμύλος και ο Ρώμος”, ο έρωτας
συνυπάρχει με το θηλασμό του βρέφους (γυναίκα-μητέρα, γυναίκα-ερωμένη,
γυναίκα-φύση). Στη συλλογή αυτή παρελαύνουν ονόματα γυναικών, φορτισμένα
μυθολογικά και πολιτισμικά, μεταπλασμένα στην αιώνια γυναίκα ως φύλο, στην
απρόσιτη και την αθώα, στην παντοδύναμη γυναίκα ως πηγή ζωής, “στον ίσκιο των
οποίων παίζουν τ΄ αλάνθαστα/ μικρά παιδιά” και “βυζαίνουν γάλα απ΄ τους μαστούς
μιας οποιαδήποτε Αλκμήνης, Κόριννας, ή Αριάδνης” (Γραπτά, σελ.91).
Το δεύτερο
στοιχείο που έχει σχέση με τον έρωτα και την ψυχαναλυτική του λειτουργία
είναι, το ιερό ζεύγος που δίνεται με την τεχνική της ταύτισης.
Εντοπίζεται σε όλες τις συλλογές, όπως στο ποίημα “Πόθος” (Υψικάμινος, σελ.62),
όπου η ερωτική “κλήσις” και η “νεφέλη” λέγονται με ένα όνομα: “Τώρα λέγουν και
τους δύο Μερόπη”. Στο ποίημα “Jungfrau ή η Ηχώ των Ωραίων” το όρος
“Τυμφρηστός”- εμφανές είναι το λογοπαίγνιο με τις λέξεις “ωραίων” και “όρος”
“Οι άνθρωποι των ορέων κατήρχοντο στις πεδιάδες.[…] Η θέσις μου ήτο δύσκολη,
πολύ δύσκολη.[…] θα έμενα στα όρη, ή μάλλον με τα όρη. […] έβαλα τις παλάμες
μου σε σχήμα χωνιού στο στόμα και έκραξα ΄Τυμφρηστός!΄Τότε […] επρόβαλε μια
κόρη με μακρυές ξανθές πλεξούδες, με κάτασπρη μπλούζα και καταπράσινη φούστα,
και βάζοντας και αυτή τα χέρια της γύρω στο στόμα, απήντησε τρεις φορές, με
παρατεταμένη, καθαρή φωνή: “Jungfrau… Jungfrau… Jungfrau…” (Γραπτά, σελ.115-117).
Επίσης, η Αφροδίτη ταυτίζεται με τη Μεγαλόχαρη στο κείμενο “Αφροδίτη” (Γραπτά,
σελ.95-97), ο αφηγητής-Εμπειρίκος ταυτίζεται με το Νέρονα στο κείμενο “Nerone”
(Γραπτά, σελ.102) και στο κείμενο “ Η Μανταλένια” (Γραπτά,
σελ.105) η Μανταλένια ταυτίζεται με την Αφροδίτη. Αυτή η ταύτιση συντελείται με
την ευρηματική -τεχνική του ρεμβασμού και του ονείρου, με κειμενικό υποκείμενο
τον ίδιο τον ποιητή σε συγκεκριμένο τόπο, την Άνδρο. Έτσι, καθώς ο ποιητής
ρεμβάζει υπό το φως της Αφροδίτης ατενίζοντας τη θάλασσα, ένα διερχόμενο
ιστιοφόρο με την ξύλινη γοργόνα γίνεται αφορμή για τις ακόλουθες σκέψεις
του:
Η ΜΑΝΤΑΛΕΝΙΑ
Όσοι περί τα πολλά τυρβάζουν, ίσως να ενδιαφέ-
ρονται να μάθουν και τα περιστατικά της ιστορίας
Τούτης.
Είμουν ξαπλωμένος στον ίσκιο μιας καρυδιάς,
και, προσπαθών να κοιμηθώ, ύστερα από μακρά πο-
ρεία, έλεγα: «Νάνι Μανταλένια! Νάνοι πηδούν κοκ-
κινοπρόσωποι μ’ άκουρα γένεια, μαύρα γένεια».
Αλλά ο ύπνος δεν ήρχετο. […]
Αλλά καμιά παιδίσκη και καμιά νεάνις δεν περ-
νούσε. Τότε, εγώ, φλεγόμενος από τον διακαή μου
πόθο, μη γνωρίζων τι να κάμω, [………….]
[…………………………………] στράφηκα
Προς την θάλασσα και άναψα ένα σπίρτο. Τότε μο-
νάχα παρετήρησα ότι το καράβι που ήτο αγκυρο-
βολημένο διακόσιες περίπου οργιές απ’ τ’ακρο-
γιάλι, δεν ήτο ένα συνηθισμένο ιστιοφόρο, αλλά ένα με-
γάλο κλίππερ [………………………………….]
Μόνον ένα φανάρι έλαμπε στον πρωραίο ιστό, όπως
Στον ουρανό η Αφροδίτη. [………………..…]
[…] Σταθεροποιημένος στην θέσι αυτή, ύψω-
σα το βλέμμα μου και έμεινα άναυδος. Είχα αντι-
κρύσει την ξύλινη γοργόνα του καραβιού, […]
Ήτο μια κόρη εκπάγλου καλλονής ετούτη η γοργό-
να. Αίφνης η καρδιά μου εσκίρτησε [……..…]
«Θεέ μου!» ανεφώνησα κατάπληκτος.
Η γοργόνα ανέπνεε! […………………….]
[……………….] Τότε, με μιας, κατάλα-
βα γιατί ποθούσα τόσο το θηλυκό καράβι. Ήθελα
να ανέβω επάνω του, όχι ως επιβάτης, μα ως επι-
βήτωρ, [……………………………………..]
«Αφροδίτη!» φώναξα έξαλλος.
Τότε συνέβη κάτι, που κόντεψε να μου κόψη την
Αναπνοή. Η γοργόνα έσκυψε το κεφάλι της προς
εμέ και είπε:
« Όχι Αφροδίτη … Μανταλένια».
[…………………………………..]
Όταν ξύπνησα και σηκώθηκα από την καρυδιά,
[………………………………………...] είδα
στο πρώτο γύρισμα του δρόμου, να υψώνεται μέσα
από την χλόη, επάνω στο βάθρο του, ένα γύψινο
άγαλμα, που πρώτη φορά το αντίκρυζα στο σημείο
τούτο. Το άγαλμα αυτό ήτο μια κόπια της Αφρο-
δίτης της Μήλου, μια κόπια πιστή, […………….]
Στο βάθρο της Αφροδίτης, κάποιος είχε χαράξει/
με σουγιά το όνομα: Μανταλένια! (σελ.105-113).
Στο κείμενο
“Η κόρη της Πενσυλβανίας” (Γραπτά, σσ.176-179), σε μια ατμόσφαιρα
εδεμική, χρωματικά μεσογειακή, η κόρη, συγκριτικά καλύτερη και από τις κόρες
της Αφροδίτης, ταυτίζεται με την Αλμπέρτα. Εδώ συνυπάρχει το σχήμα έρως-
τιμωρία- θάνατος. Στο κείμενο, “Σαμουήλ Χάρδικ”, (Γραπτά, σελ.183), η
παιδίσκη για την οποία εσκίρτησε η καρδιά του Χάρδικ, του γερουσιαστή,
ταυτίζεται με την κόρη του Αδελαΐδα. Κι εδώ το ερωτικό παιχνίδι καταλήγει όχι
σε νίκη αλλά σε θάνατο (σσ. 183-194).
Η
ποιητική της ταύτισης εντοπίζεται και στο κείμενο “Ράγκα-Παράγκα
ή Όταν τα συνήθη λόγια δεν αρκούν” ( ΑΙ ΓΕΝΕΑΙ ΠΑΣΑΙ, σσ.95-98), όπου
η φάλαινα παρουσιάζεται ως Αναδυομένη και Μεγαλόχαρη (σελ.96). Σε αυτό το
ποίημα συνυπάρχει η αθωότητα και έρωτας, καθώς τα επίθετα παραπέμπουν στην
Αφροδίτη και την Παναγία αντίστοιχα. Στο ίδιο κείμενο ο Χριστός ταυτίζεται με
τον ΄Αδωνη (σελ 98), η Αντιγόνη με τη Νάντια, ο Οιδίποδας με το Μωϋσή,
(σελ.140), η πλατυτέρα Μυριάμ με την Αφροδίτη (σελ.156) και η Σαπφώ με τη
Φανερωμένη (Παναγία, σελ.34-35.), όπως:
“Και
κατεβαίνουν τα μυρμήγκια στις ρίζες του σπιτιού
Της γυναικός που λέγεται Φανερωμένη
Δεν απουσιάζει πια κανείς απ΄το δωμάτιο
Εντός του οποίου σκοτώσαν την Φανερωμένη[...]/
Τώρα καθεύδει
Σαν
την Σαπφώ στην αγκαλιά των κοριτσιών και του Μορφέως
Και πράγματι όπως η Σαπφώ
Και η Φανερωμένη κοιμόταν ή ξυπνούσε
Μορφώνοντας τις νεάνιδες και λαγνουργώντας
Πότε με αυτές και πότε με τον εαυτό της[…]
Οι κορυφαίες μαθήτριες της Φανερωμένης[…]/
Κόρες και κούροι και άλογα
Προ των αναύδων μαθητριών της Ψάπφας[…]”,
Αι
Γενεαί Πάσαι, σελ.34-35.
Στο ποίημα “Σαλτιμπάγκοι
στα πέριξ του Παρισιού” από τη συλλογή, Οκτάνα, η Ανεμώνη και
η Άννα, ως πάνδημος και ουρανία, ταυτίζεται με την Αφροδίτη και ο Κοπ με τον
Αρλεκίνο και τον Ηρακλή του θιάσου. Στην ΑΡΓΩ ή ΠΛΟΥΣ ΑΕΡΟΣΤΑΤΟΥ ο
ποταμός Αμαζόνιος είναι και Μανταλένα ή Ζαμβέζης, ενώ η Καρλόττα-κόρη
ταυτίζεται με τη μητέρα του ντον Πέντρο, Καρλόττα, και ο ινδομιγής εραστής
συγχέεται με τον πατέρα του ντον Πέντρο (σσ.20-23) σε ένα αιμομικτικό ρεμβασμό
χωρίς ενοχές. Παρευλαύνουν στο έργο έρωτες νόμιμοι και παράνομοι, το αρχετυπικό
αντρόγυνο, ο έρως-θάνατος των εραστών, αλλά και η αυτοκτονία του ντον Πέντρο
από το ίδιο περίστροφο, ενώ η Αργώ, το Αερόστατο με τον ερωτευμένο ναύαρχο
Βιερχόυ και την ωραίαν κόρη, ορφανή και μιγάδα, και τους άλλους τρεις
ταξιδεύουν όλοι ως αδέλφια. Βλέπουν από ψηλά ως μάτι παντεπόπτη όσα γίνονται
στη γη και φεύγουν για το νέο κόσμο με άλλες αξίες, φεύγουν για τη γη του
Ισημερινού. Όλο το αφήγημα με τις παρεκβάσεις ως ρεμβασμό ή συνειρμικές
σκέψεις σε μια άκρως ερωτική ατμόσφαιρα παρουσιάζει δυο διαφορετικούς κόσμους,
δυο ηθικές. Το έργο ουσιαστικά κρύβει πολιτικοκοινωνική σκέψη και στάση, καθώς
ο Βιερχόου και το πλήρωμα της Αργούς, που έχουν πραγματικές αξίες και
αισθήματα, σώζουν τις αξίες και σώζονται στη νέα κιβωτό, την Αργώ, σε αντίθεση
με τον φθαρμένο κόσμο της υψηλής κοινωνίας του δημάρχου και του καθηγητή ντον
Πέντρο Ραμίρεθ, όπως εύστοχα επισημαίνει η Ρ. Ζαμάρου.
Είναι ολοφάνερο ότι ο Εμπειρίκος γονιμοποιεί ποίηση και ποιητική στο ίδιο
εργαστήρι των αισθημάτων, των συνειρμών, των βιωμάτων και του έρωτα άνευ ορίων
και όρων.
Η τρίτη
παράμετρος στο έργο του Α. Εμπειρίκου είναι ο κύκλος ζωή- έρως-
θάνατος. Από τον έρωτα και την ερωτική επιθυμία - libido- ως
προδιάθεση, ικανοποίηση, γονιμότητα και αρχή δημιουργίας ο ποιητής μας οδηγεί
με την ψυχαναλυτική υπερρεαλιστική του γραφή σε μια άλλη διάσταση του κύκλου
της ζωής, το θάνατο, όχι απαισιόδοξα ή μοιρολατρικά, αλλά ως συμπαντική
αναγκαιότητα. Αυτός ο κύκλος οδηγεί και στην ανάσταση, όπως: στη συλλογή, Οκτάνα, στο ποίημα “Η Σιωπή” στίχοι “έν
μέγα μυστήριον (ως μυστήριον της ζωής εν τάφω) το φανερόν, το τηλαυγές, το
πλήρες μυστήριον της υπάρξεως της ζωής, Άλφα-Ωμέγα” (σελ.7), ενώ στο ποίημα, “Εις
την οδόν των Φιλελλήνων”, συνυπάρχουν η υψηλή θερμοκρασία, η κηδεία, ο Ιούλιος
μήνας, οι άνδρες κάθε λογής,, “αι σκόπιμοι και εκστατικαί μέσα εις τα/ οχήματα
επαφαί-ψαύσεις, συνθλίψεις και προστρίψεις. […] Τα πάντα τριγύρω μου εναργή,
απτά και δια της οράσεως ακόμη […]/ που και η λύπη ακόμη ενίων τε-/θλιμμένων,
λες και εξητμίζετο σχεδόν ολοσχερώς, υπό το ίσον φως. […] Το φως αυτό
χρειάζεται, μια μέρα για να γίνει μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα
των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οί-/στρο
της ζωής τον φόβον του θανάτου” σσ.10-11.
Στη
συλλογή Γραπτά, στα “Τα Κείμενα” (σελ.47-51) ο
ποιητής-ποδηλατιστής, παρουσιάζεται στον κύκλο ζωή-έρως-θάνατοςμε εμφανές
το πολιτικό στίγμα. Στην “Επιστροφή του Οδυσσέως”, (Γραπτά), ο
Δανιήλ Κάρτερ, ο τεμπέλης συγχρόνως και ονειροπόλος, αφήνει τις πέντε γυναίκες
του (Πηνελόπη, Τζωρτζιάνα, Αικατερίνη, Ρουθ, Ελένη) και πάει στη λίμνη για να
σκεφθεί πώς θα φτιάξει τη νέα Ιερουσαλήμ. Εκεί σε ένα βουκολικό τοπίο
ερωτεύεται μια κόρη που άρμεγε αγελάδα (οι συνδηλώσεις εμφανείς), η οποία
γίνεται η έκτη γυναίκα του. Αυτός ο έρωτας γίνεται πηγή έμπνευσης και έλευσης
του νέου κόσμου. Η κόρη λέγεται Καρολίνα (σελ.200), ο Κάρτερ επιστρέφων σπίτι
του και μιμούμενος τον Οδυσσέα σκοτώνει τους μνηστήρες των άλλων γυναικών του
και γίνεται κυρίαρχος στο Σίτυ. Τόσο το μυθικό μοτίβο, όσο και ο έρως-θάνατος
και η δόξα του Μορμόνου Κάρτερ εισηγητή του νέου κόσμου έχουν σαφές πολιτικό
στίγμα δοσμένο με την ποιητική του ερωτικού στοιχείου που τόσο αριστοτεχνικά
χειρίζεται ο Α. Εμπειρίκος.
Υπερατομική
διάσταση και ωκεάνια πληρότητα αποκτά η παρουσία των στοιχείων της Ζωής και του
θανάτου, τα οποία ενυπάρχουν ως οριακά στοιχεία της ζωής και της κοσμικής
δημιουργίας στο ποίημα, “Οι Αθάνατοι”, (Οκτάνα, σελ.35, 40). Εδώ,
“Η Άσπρη Φάλαινα” και η “ Άσπρη αφρόεσσα Αφροδίτη”, συνυπάρχουν με ένα τρόπο
λογικά συγκροτημένο. Στο πεζοποίημα, “Ο Δρόμος” (σελ.15-18), τα στοιχεία έρως-
θάνατος είναι παρόντα και η φύση ενώ έχει όλες τις προϋποθέσεις να είναι
ερωτική, γίνεται αντιερωτική κάτω από το βάρος των πολιτικών συμφραζομένων,
όπως:
«Θαμπός ο δρόμος την αυγή, χωρίς σκιές· λαμπρός σαν ήχος
κίτρινος πνευστών το μεσημέρι με τον ήλιο. Τα αντικείμενα,
τα κτίσματα στιλπνά και η πλάσις όλη πανηγύρι μοιάζει,
[………………………………………………………….]
Οι διαβάται αμέτρητοι. Ανάμεσα σε αγνώστους ποιη-
τάς και αγίους ανωνύμους, ανάμεσα σε φορτηγά διαδρομών
μεγάλων, όλοι, αστοί και προλετάριοι διαβαίνουν […]/
[………………………………………………………..]
Όμως ο δρόμος, αν και από παντού περνά, δεν είναι πάν-
τα της αμεριμνησίας ή της συνήθους συλλογής. Καμιά φο-
ρά φωνές ακούγονται την νύχτα, φωνές μιας γυναικός που άν-
δρες πολλοί σ΄ένα χαντάκι την βιάζουν, ή άλλες φορές, άλ-
λες φωνές- εκείνο το δυσοίωνο παράγγελμα: “Στον τό-
πο!” που μέγαν τρόμον έσπερνε μέσ΄ στις ψυχές των οδοιπό-
ρων [………………………………………………………]
[…] “Τέρμα εδώ. Ετοιμασθήτε. Ο ποταμός Αχέ-
ρων”.
Την ίδια στιγμή, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν
είναι το τοπίον, γίνεται μια τελευταία Βενετιά μ’ ένα Κανάλε
Γκράντε- [………………………………………………]
[…] μπροστά στις κάννες των από-
Σπασμάτων, σε ώρες ορθρινές κατά τας εκτελέσεις, μισό λε-
πτό πριν ακουσθούν οι τουφεκιές και σωριασθούν σφαδάζον-
τα στη γη τα σώματά των, όλοι περνούν και μπαίνουν στις
γονδόλες πάντα χωρίς αποσκευές και φεύγουν.
Και ο δρόμος εξακολουθεί, σκληρός, σκληρότερος παρά
ποτέ, σκυρόστρωτος ή με άσφαλτο ντυμένος, και μαλακώνει
μόνο, όποια και αν είναι η χώρα, όποιο και αν είναι το το-
πίον, κάτω από σέλας αγλαόν αθανασίας, μόνον στα βήματα
των ποιητών εκείνων, που οι ψυχές των ένα με τα κορμιά
των είναι, των ποιητών εκείνων των ακραιφνών και των
αχράντων, καθώς και των αδελφών αυτών Αγίων Πάντων»,
Οκτάνα, Δρόμος, σελ.15-18.
Το
κείμενο με εμφανές το πολιτικό στίγμα (προσωπική εμπειρία του ποιητή)
παρουσιάζει το αδιαίρετο της ζωής και θανάτου, ο έρωτας δεν είναι πάντα πηγή
ηδονής και απόλαυσης, αλλά και μαρτυρίου. Συγχρόνως, παρατηρείται στο κείμενο
ότι συντελείται και η υπέρβαση του θανάτου με την αιωνιότητα, τη θεοποίηση των
ποιητών ως ακραιφνών, αχράντων και αδελφών των Αγίων Πάντων.
Η συμπαρουσία του έρωτα και του θανάτου φαίνεται καθαρά “Εις
την οδόν των Φιλελλήνων” (Οκτάνα) και στο κείμενο, “Δυο άλογα του
Giorgio de Chirico”, όπου η ερωτική διάθεση δεν εκπληρώνεται με εμπόδιο τη
θάλασσα, η οποία καρατομεί ό,τι πάει να την υπερβεί (υπολανθάνει ο θάνατος,
Οκτάνα, σελ.84-85). Έρως-θάνατος διαπερνά και το ποίημα η “Κόρη της
Πενσυλβανίας” (Γραπτά) και την Αργώ ή Πλους Αεροστάτου.
Η συνύπαρξη του
έρωτος και του θανάτου με την ανάσταση εντοπίζεται και στο ποίημα,
“Μπεάτοι, Οκτάνα (σελ.38), όπου κοντά “στις κραυγές του γλυκασμού
των συνουσιαζομένων και τους στεναγμούς της ηδονής των αυνανιζομένων”
συνυπάρχουν “άκαυτοι και άφθαρτοι εις τον αιώνα, μπεάτοι και προφητικοί,
ερωτικοί, υψιτενείς, μεμουσωμένοι, και τώρα και πάντα”.
Ζωή- έρως-
θάνατος ως καθολικό αίτημα υπάρχει και στο ποίημα, “Όταν οι ευκάλυπτοι
θροΐζουν στις αλέες”, όπου ο Εμπειρίκος δίνει μια άλλη διάσταση
στην αυτοκτονία του Καρυωτάκη:
“[…]Και/ ίσως να
έβλεπε εκ νέου ο ποιητής τα όνειρα των παιδικών του/
χρόνων,
εις μίαν υπερτάτην προσδοκίαν νοσταλγών την άλλην
εκείνην
Εδέμ, την της ενδομητρίου ζωής, που εγνώρισε εις
την
κοιλίαν της μητρός του, πειν γεννηθή, πριν να κοπή ο
ομφάλιος
λώρος, επιθυμών, ίσως, να βρη εκ νέου τας ηδονάς
[…] ο
ποιητής ΄μηδέν΄ [……………………………] επιδιώ-
κων την
επιστροφήν του εις την καθολικήν, την αδιαφορο-
ποίητον
ύπαρξιν εκ της οποίας προήλθε, αναζητών τον όλβον
των
μακάρων στην χλωρασιά της μάνας γης, ένθα πάσα οδύ-
νη
απέδρα” (Οκτάνα, σσ. 63-64).
Ο
ποιητής “του έρωτα και του νόστου” του Γ. Γιατρομανωλάκη είναι
και ο ποιητής του συμπαντικού οργασμού, της αθωότητας, της αιώνιας ύπαρξης, της
καθολικής ανανεωτικής δύναμης, ο ποιητής της κατάφασης της ζωής, π.χ.
“Εμπρός μη σταματάτε
Την δόξαν των θα λάβουν μόνον
Όσοι θα φθάσουν εις το τέρμα
Που είναι πάντοτε καινούργιας Χθες, σελ.56
Η τέταρτη παράμετρος της ποιητικής του έρωτα και του ερωτισμού είναι η ερωτική
ατμόσφαιρα που εκφράζεται με αντικείμενα και έννοιες ενταγμένα αρμονικά στο
ερωτικό πανόραμα του Α. Εμπειρίκου. Πιο συγκεκριμένα,
στην Υψικάμινο, ο ποιητής μας παρουσιάζει τη ζωή με τα
αρχέγονα και βασικά υλικά της, με την ένωση των δύο φύλων που υψικαμινίζονται,
όπως το ατσάλι στη φωτιά. Στην Υψικάμινο οι ημίγυμνες γυναίκες, οι
δεσποινίδες και οι παιδίσκες, οι κλώνοι των υπερωκεανίων, το όνειρο και
ονειρικό και η παρουσία του υγρού στοιχείου λειτουργούν ερωτικά καθώς
συνομιλούν με το συγκείμενό τους, όπως:
“η
λεπίς των
υφασμάτων σχίστηκε σε δυο και βγήκε μια για
πάντα ο κοσμήτωρ της ιερής μανίας απαράλλαχτα
σαν το πουλί που βγαίνει από μια κάλτσα”
Υψικάμινος, σελ.
23.
Ο πανσεξουαλισμός και η υπόγεια
πολιτική σκέψη ανιχνεύονται σε πολλά κείμενα, όπως στην πολίχνη της ρουμανικής
πεδιάδος, όπου το κριάρι αντικαθίσταται από μια γυναίκα: “το άρρωστο κριάρι […]
θα αντικατασταθή με μια γυναίκα διαρκώς συνουσιαζομένη και γύρω θα παίζουν οι
πολιτικοί κατάδικοι το θείον δράμα της αναστάσεως” (Υψικάμινος, σελ.52).
Ο έρωτας-δημιουργία δίνεται σε ύφος θριαμβικής διακήρυξης με την επανάληψη του
στίχου “είμεθα όλοι εντός του μέλλοντός μας” και την αναζήτηση της ουτοπικής
Πόλης, της Ουρανούπολης, στο ποίημα “Κλωστήριον Νυχτερινής Ανάπαυλας”(Υψικάμινος,
σελ. 71). Ο έρωτας οδηγεί στην ευδαιμονία, οι ερωτευμένοι παρουσιάζονται ως το
κατ΄ εξοχήν ερωτικό ζευγάρι (“Πυθμένας”, Υψικάμινος, σελ. 75), π.χ.
“έτσι
η βαθμιαία εξάπλωσις της συνουσίας μοιάζει
με τα κρησφύγετα των ερωτευμένων που παραμέ-
νουν ενωμένοι και ως όρθιοι και ως εξαπλωμένοι
μέσα στους πυκνούς θυσάνους των φωνηέντων τους”
Ακόμα, η
αντρική παρουσία με ιδιότητα ερωτική δίνεται ως “το κεφάλι ενός κριού
βατεύοντος” ως “εκλεκτοί επιβήτορες”, ενώ η γυναικεία ως “κόλποι” που δεν
τρομάζουν, ως “πέρδικες” , ως “φλοίσβος φουστανιών” (Υψικάμινος, σσ. 27,
31, 33, 28, 67). Η συμμετοχή στον έρωτα των δύο φύλων είναι ισότιμη και
η ερωτική ατμόσφαιρα είναι αποτέλεσμα συνύπαρξης αντικειμένων, φύσης, ανθρώπου
και εννοιών με ερωτική σήμανση, όπως εύλογα αποκαλύπτεται στο ακόλουθο ποίημα:
“Πισθάγκωνα”
“Εμπρός στα τραίνα. Στις βάρκες και στα δέματα
που μας θηρεύουνε θηρεύοντας κάτω από μεσοφόρια
γυναικών που κουβαλούν σε ταύρους που αγαπούν
κρεόλες που αγαπούν τους μαύρους που αγαπούν
κοσμήτορες της ενορίας που φέγγουν και που σπέρ
νουν στα ύφαλα μέρη της νυκτός […]
[….] και πάμε στις γυναίκες με τους
ταύρους μας μέσα σε φύκια γυναικών που αγαπάμε”
Υψικάμινος, σελ.73.
Ερωτισμός
και θαυμασμός διαπερνά και το ποίημα “Άνδρος-Υδρούσα” στη συλλογή, Αι
Γενεαί Πάσαι (σσ.149-155), όπου η ερωτική ένταση χτίζεται κλιμακωτά με
την τεχνική της επανάληψης, με τον επιφωνηματικό λόγο, με τη διαπλοκή
υποτακτικής και παρατακτικής σύνταξης, με τη λεκτική μεγαληγορία που αξιοποιεί
όλα τα στοιχεία του λόγου και της γραφής του και τέλος με το θαυμαστικό
επίλογο-κατακλείδα
“Όχι
λαστέξ, όχι κορσέδες!
Όχι Πειραϊκή-Πατραϊκή!
Όχι αμάλγαμα σκορπιών
Μα εύανδρος Άνδρος (νέανδροι και νύμφες)
Εύανδρος Άνδρος στον αιώνα! ” σελ.155.
Ο έρωτας στον
Ανδρέα Εμπειρίκο δεν υπόκειται σε ηθικές δεσμεύσεις ή σε λογοκρισία. Έτσι
πέρα από τον ετεροφυλικό απαντάται και ο ομοφυλικός έρωτας, το ιερό ζεύγος
ή η απόλυτη ενότητα, όπως στο ποίημα “Αντί φλυτζανίου”, όπου:
Μια
φίλη συνήντησε μιαν άλλη φίλη. Τα δεσμά που
συγκρατούσαν τα τζιτζίκια των ομφαλών τους λύ-
θηκαν
σαν φρεσκοχυμένοι χάλυβες κ΄οι δυο φίλες
έγιναν μια πόρπη. Υψικάμινος,
σελ.29.
Επίσης, ο
ανεκπλήρωτος έρωτας είναι παρών στο ποίημα “Γαλούχησις
Φορβάδων”:
“Μια δεσποινίς σηκώθηκε
μέσα στο σκότος και αντι-
κατεστάθη αμέσως από άλλη
δεσποινίδα [..]. Αλλά η απαίτησις
των κρίνων δεν εξεπληρώθη
[…]”, Υψικάμινος, σελ.13.
Δεν
απουσιάζει από το ερωτικό πανόραμα του Α. Εμπειρίκου ούτε ο ένοχος, ο
κλεφτός έρωτας της μοιχαλίδος ενώπιον “των αλαλαζόντων ταύρων”
(ποίημα “Κορυδαλλοί σφαζόμενοι μειλιχίως”, σελ. 40), ούτε και η ερωτική
προδιάθεση ως στέρηση και εφηβική μοναξιά, καθώς γίνεται κατάδυση στην
εφηβική μυθολογία και επιστροφή στην οδυνηρή πραγματικότητα “όπως συμβαίνει
κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος”,
(“Χειμερινά Σταφύλια” “Χειμερινά Σταφύλια” Υψικάμινος, σελ.39).
Στην Ενδοχώρα στο
ποίημα με τον τίτλο, “ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ”, ο ήλιος, το μεσημέρι, η
άνοιξι, η ολκάς, το ρήμα, ο τηλεβόας, η ξανθή γοργόνα, το ορθόπλωρο καράβι, η θάλασσα,
οι παιδίσκες, τα κορίστια, η πλούσια ζώνη, τα πλατιά στέρνα, όλα συγκροτούν την
ερωτική έλκουσα ατμόσφαιρα. Αυτή παρουσιάζεται ως μια γενικότερη
συμπαντική κατάσταση στην οποία λειτουργούν ερωτικά άνθρωπος και φύση, πράγματα
και μυθικά όντα, που συγκροτούν τη μυθοπλασία της ποιητικής του Εμπειρίκου.
“ΘΕΟΦΙΛΟΣ
ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΗΛ”
Θα πούμε το τραγούδι του που ξεκινά
απ΄τον ήλιο
Με την απόκρημνη λαλιά του τηλεβόα
Ολκάδος που συνήντησε τον νεαρό τιτάνα
Με ρίγανη στα χείλη του κι ΄ολόκληρη την χώρα
Μέσα στο στήθος του.
Το ρήμα κρουσταλλώθηκε και φέγγει
Κι΄ ακόμη τρέχουν τα κορίτσια
Μέσ΄ στα πλατυά φουστάνια τους
Στις δροσερές μαρμαρυγές της άσπιλης ημέρας
Μέσα σε ρίγος που γελά καθώς ξανθή γοργόνα
Σ΄ ένα καράβι ορθόπλωρο που πλέχει
Στον ουρανό της θάλασσας με τα μεγάλα μάτια.
Φωνές θερμές γλυκειές παιδίσκες των ερώτων
Πάνω στη γη κ΄ επί των χόρτων ή στα φύλλα
Βιβλίου γιομάτου δέντρα πράσινα σαν
παραθύρια
Που βλέπουν προς την άνοιξι
Χωρίς απροσδιόριστη φενάκη μα με πλήθος
Πολύχρωμων παλμών μεταξωτής αιώρας
Σε κάστρο δόξας μυρμηκιάς με πλούσια ζώνη
Σφιγμένη δυνατά στη μέση της ημέρας.
Πλατυά τα στέρνα μας και τα πουλιά μας
τρέχουν
στον αέρα.
ΕΝΔΟΧΩΡΑ,
σελ. 89-90
Συχνά το ερωτικό
στοιχείο δίνεται με πανθεϊστική συμμετοχή ως συγκατάβαση και
επιβεβαίωση ότι όλα στη φύση και στον άνθρωπο είναι ερωτικά, ότι είναι έρωτας
“πάσης μορφής” σελ.94, ότι είναι ο έρωτας πηγή γιορτής, ηδονής και έλευσης του
νέου κόσμου. Στο έργο του Εμπειρίκου παρελαύνουν τόσο η ερωτική πόλη, όσο και η
εξοχή ως ερωτικό βουκολικό περιβάλλον, όπως:
“Σαν
φόρμιγξ δονουμένη σε βουνό
Που στις πλαγιές του βόσκουν κορασίδες.
Ιδού ο βοσκός
Και δρέπων τους γυμνούς καρπούς των κορασίδων”,
Ενδοχώρα σελ.91.
Στα ΓΡΑΠΤΑ
Ή ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΊΑ τα αυτοβιογραφικά στοιχεία διαπλέκονται με
τα ερωτικά, με τις ενορμήσεις, τη ζωή ως χείμαρρο και καταρράκτη, καθώς: “Η
ποίησις μεταγγί-/ ζεται στη ζωή και η ζωή στην ποίησι” ( σελ.13). Στην ΟΚΤΑΝΑ, ο
άνθρωπος “του έρωτος ομνύει”σελ.24, ο έρωτας είναι συμπαντικός, ο αστικός χώρος
γίνεται ερωτικός: “Η πόλις αχνίζει από ηδονή”σελ.26. Είναι γνωστό ότι είναι
κοινοί τόποι στους υπερρεαλιστές και στον Εμπειρίκο οι συμφυρμοί φύσης-ανθρώπου
και αντικειμένου-ανθρώπινου μέλους όπως στήθος-πόρπη, άντρας- φόρμιγγα,
παντεπόπτης έρωτας -δημιουργία και ερωτικό υγρό στοιχείο ως γάλα, σπέρμα,
καραρράκτης,κ.ά. π.χ.
“γαλανούς μαστούς και τις πόρπες του στήθους των”, Υψικάμινος,
σελ.53,
“όλοι την επεθύμησαν και η φόρμιγξ την παρεκάλεσε” Υψικάμινος, σελ.65.
“Σπέρμα πυκνό στη ροδαλή διχάλα
Χαρούμενο γάλα της αγάπης […]”, Αι Γενεαί Πάσαι, σελ.66
“Οι λέξεις που ρέουν από τέτοια στόματα
μοιάζουν με γάλα που εκτοξεύεται”, Αι Γενεαί Πάσαι,
σελ.67
Άλλοτε η ερωτική
ατμόσφαιρα δημιουργείται με την συμπαρουσία παιδιών και φύσης ή
αντίστροφα με τη συμπαρουσία της φθοράς “γρηά, γηρατειά της
θάλασσας” και του έρωτα “αρραβωνιαστικιάς”, όπως στο ποίημα, “Φράγμα”, από
την Ενδοχώρα.Στο ποίημα η γρηά μεταμορφώνεται σε χορεύτρια, η
χορεύτρια σε άνεμο και η ατμόσφαιρα παίρνει τη ζεστασιά του νόστου και του
έρωτα με την αναμονή της αρραβωνιαστικιάς, δηλαδή ο ποιητής παρουσιάζει τον
κύκλο από το θάνατο- φθορά στον έρωτα-δημιουργία, π.χ.
“Στην αμμουδιά στέκει ακόμη μια
γρηά και παρατηρεί τα
γηρατειά της θάλασσας […]
Ένα γαρύφαλο ανθεί στη
θέση της
Τα κρόταλα της
χορεύτριας τ΄αρπάζει ο άνεμος[…]
Υφίσταται
μόνον ο προϊστάμενος των γρεναδιέρων
Στέκει στην άκρη του
λιμενοβραχίονος
Προσμένοντας την
άφιξι της αρραβωνιαστικιάς του”,
Ενδοχώρα, σελ.61-62
“[………………………] Ο φλοίσβος των φουστα-
νιών της κάθε μιας αποτελεί κάθαρσιν και τούτο
το πιστοποιούν οι φλώροι, το πιστοποιεί και το
πέος ενός εκάστου παιδιού. Αυτές όμως τρέμουνε
και τα παιδιά [………………] από μακρυά και από
κοντά τις αγαπούν γιατί από μακρυά και από κοντά
τις φωνάζουν Σθέλμα” Υψικάμινος, σελ.67.
Η γυναίκα
ως γυναίκα τοποθετείται πάνω απ’ όλα. Έτσι συγκρινόμενη με άλλα έμβια όντα της
φύσης υπερέχει, όπως στο ποίημα με τίτλο:
“ΜΙΑ
ΦΡΟΝΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΞΙΖΕΙ ΤΡΙΑ ΠΟΥΛΙΑ
ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΛΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΞΙΖΕΙ
ΔΕΚΑΔΕΣ ΔΟΡΚΑΔΩΝ”, (Υψικάμινος, σελ.70).
Η ατμόσφαιρα, που
δημιουργεί το κειμενικό περιβάλλον είναι ιδιαίτερα ερωτική, καθώς η κωπηλασία
είναι κοκκινωπή, οι άνδρες φτάνουν ως λαμνοκόποι και ως αγωγοί του λυτρωμού
τους νοσταλγούν την κατ΄εξοχήν γυναίκα, τη γυναίκα-παράδεισο και ζωή, τη
γυναίκα-το παν.
Με
υπερρεαλιστικά σύμβολα-πράγματα, “ομπρέλλες” και “καθρέφτες” δίνεται
η ερωτική ατμόσφαιρα στο ποίημα “Φενάκη”, όπου ο καθρέφτης, λειτουργεί ως
αντανάκλαση του ψεύτικου, ως φενάκη, και συγχρόνως ως σύμβολο της γυναίκας με
τον ερωτισμό της σύμφωνα με την κλασική παράδοση, όπου:
“[…………….]. Λί-
γοι γενναίοι ακόλουθοι ξεπετσώνουν τα μπράτσα
τους φορούν μεγάλες ομπρέλλες
μπρος σε κα-
θρέφτες γαλακτερούς. Οι νέες […]
γονιμοποιούν τις σκιές τους. Δυο νεράϊδες ασθμαίνουν.”, Υψικάμινος,
σελ.21.
Στο ποίημα, “Οι
συνωθούμενοι”, από τη συλλογή Αι Γενεαί Πάσαι, η ερωτική
ατμόσφαιρα υποβάλλεται με κλιμακωτή διαβάθμισηλέξεων, κινήσεων και φράσεων με
ερωτική φόρτιση και με τη συμπαρουσία του ανθρώπινου, φυσικού και
ζωικού στοιχείου, όπως:
“Οι συνωθούμενοι”
“Είπες χαρούμενη
Δώσε μου τα χέρια σου
Και πήρες την φενάκη όλου του κόσμου
Και την επέταξες μακριά
Και από τις ράγιες μας και από το στόμα μας
Και πήρες τα χέρια μου στα χέρια σου
Που μοιάζουν με τα σύννεφα της ηδονής[…]
Αφού το προστάζει ο δρόλαπας
Αφού το μέγα λεοντάρι
Που εμφωλεύει στην καρδιά μας
Το επιθυμεί”. Αι Γενεαί Πάσαι, σελ.55-56.
Πολλές φορές
λέξεις καθημερινές, φρούτα, πίδακες, πύραυλοι, ποτάμια, θάλασσες,
αντικείμενα (ρόπαλα, οριζόντια λέξη, πέρδικες, μακαράς, κριός, ραπτομηχανή,
ελευθερωμένες μηχανές, απίδια, κυδώνια, καρπούζια, κοχύλια, κ.ά.), αποκτούν
μεταφορικές ερωτικές συνδηλώσεις, καθώς συνομιλούν με το κείμενο και
το συγκείμενό του, όπως:
“[…] Τότε θα πέσει για πάντα ο
σάπιος μακαράς και θα σηκωθεί ο γδούπος του
όπως σηκώνεται το κεφάλι μιας ραπτομηχανής ή το
κεφάλι ενός κριού βατεύοντος”, Υψικάμινος, σελ.27.
ή
“[……………... Κουμπώνουν και ξεκουμπώ-
νουν τον βελουδένιο θησαυρό της ζώνης τους.
[………… ...] συλλαμβάνουν πέρδικες”, Υψικάμινος,σελ.46,
“Στα άχυρα της απεράντου ευνής των μελλονύμφων θα
συνετεσθή και η καθιέρωσι των διαυγών και επι-
τέλους ελευθερωμένων μηχανών”,Υψικάμινος, σελ.51.
Η
κεφαλαιογράμματη γραφή, η επανάληψη, ο παρατακτικός λόγος, οι λέξεις-πράγματα,
οι λέξεις-εικόνες, ηχητικές και οπτικές, η κατάργηση της διαχωριστικής γραμμής
σε ανθρώπινες και μη ανθρώπινες ιδιότητες με τη σωματοποίηση της φύσης, η
επιλεκτική στίξη ή η απουσία της, όλα δείχνουν πώς γεννιέται ένα
κείμενο, ένα υπερρεαλιστικό ποίημα ερωτικό ή με ερωτισμό, από τον ποιητή του
έρωτα άνευ ορίων και όρων, π.χ.
“Κορίτσια έτοιμα για τα ταξείδια
Κορίτσια έτοιμα για τους λωτούς
Κορίτσια έτοιμα για τις παλάμες
Και για τα βέλη των ανδρών
Και για τα βέλη του ήλιου[..]
Κ΄ η θάλασσα βαθειά στενάζει
Και ψιθυρίζουνε τα φύλλα
Και τιτιβίζουν οι κορυδαλλοί
Ραμφίζοντας μαστούς και ρώγες
Τώρα που ο ήλιος ξεπροβάλλει
Και ντύνει τις κόρες με άσπρα ρίγη
Τώρα που αρχίζουν τα τζιτζίκια
Και γδύνονται οι λογισμοί
Και βάφονται όλα τα λουλούδια
Με πράσινο και κρεμεζί”. Ενδοχώρα, σελ.99.σελ.99
Ο έρωτας
συμβολοποιημένος με εξαρτήματα μουσικών οργάνων είναι ένα άλλο
στοιχείο μουσικοποιητικό που εντοπίζεται στο έργο του Α.Εμπειρίκου, όπως:
“
Με όλα τα πλήκτρα σηκωμένα
Με τις χορδές των τεντωμένες
Με τις ψυχές των ανοικτές […]
Κειμένων της καθημερινής ζωής
Κειμένων της αλήθειας”
Αι Γενεαί Πάσαι, σελ.59..59.
Τα υπερρεαλιστικά
ερωτικά σύμβολα (ραπτομηχανή, ομπρέλλα), επανέρχονται στο ποίημα “Τα
πάρκα” Aι Γενεαί Πάσαι, σελ.60, ενώ στο ποίημα, “Παιδομάζωμα”, το
ερωτικό σκίρτημα δίνεται αριστοτεχνικά μέσα από τις αντιδράσεις και
συναισθήματα της παιδίσκης, π.χ.
“Πουλιά
πετούνε τρομαγμένα
Και μια
παιδίσκη με σκληρά τιτθιά
Πιο
τρομαγμένη τρέμει” Aι Γενεαί Πάσαι, σελ.62.
Ο ποιητής δίνει
μια εκ βαθέων ποιητική κατάθεση για τη ζωογόνο δύναμη του ανθρώπινου
ζευγαρώματος ως ύπαρξη και συνέχεια στη ζωή, μέσα από λέξεις και φράσεις
ποιητικές που θυμίζουν δημοτικό τραγούδι “αυγερινής, αποσπερίτη” ή που
συνομιλούν με άλλους ποιητές (Σολωμός), όπως:
“Από σφικτά βυζιά γιομάτα
Μιας γυναικός αυγερινής ή μιας παιδός του αποσπερίτη
Με μάτια πράσινα παράξενα στιλπνά
Που επιθυμούν να ιδούν μέσ΄στην καρδιά του θέρους
Μια νύχτα γιομάτη θαύματα
Γιομάτη βεγγαλικά του παραδείσου.” Aι Γενεαί Πάσαι, σελ.68
Το ερωτικό στοιχείο
δίνεται ως “θύελλα ντυμένη με φουστάνι” Aι Γενεαί Πάσαι, σελ.73, ως
“κόκκινο τραντάφυλλο”, Aι Γενεαί Πάσαι, σελ.111, ως “Στην
φλεγομένη αλλά μη καιομένη βάτο σου”, Aι Γενεαί Πάσαι, σελ.118
και γενικά ως ποίηση ερωτική. Αρκετές φορές η διάχυτη ερωτική ατμόσφαιρα
ενισχύεται από τη συνύπαρξη του κοριτσιού και της γυναίκας:
Ένα κορίτσι σ΄ένα κήπο
Δυο γυναίκες σε μια γλάστρα
Τρία κορίτσια στην καρδιά μου
Άνευ ορίων άνευ όρων”, Ενδοχώρα, σελ.46.
Έχει λεχθεί ότι η
γυναίκα με το στήθος και το γάλα γίνεται πηγή ζωής (Ενδοχώρα, σελ.68).
Γενικά, ο ποιητής υμνεί το γυναικείο φύλο και τα ιππάρια που τρέχουν (Ενδοχώρα, σελ.69),
οι πόθοι συνθλίβονται στα μυθικά τέρατα “στο στήθος της στιγγός”,Ενδοχώρα, σελ.82,
ενώ η ηδονή και η πανθεϊστική ατμόσφαιρα καταλύει τα όρια ανάμεσα στη φύση και
στον άνθρωπο, π.χ.
“Και γλείφουν τα στήθη τους με περιπάθεια
Ώσπου να΄ρθεί το γάλα τους που προορίζεται
Για τον λευκόν ελέφαντα του δάσους”, ΕΝΔΟΧΩΡΑ, σελ.84
ή
“Η δόνησις των εκρήξεων ογκώδους
ηφαιστείου
Διέρχεται δια των χειλέων της
διώρυγος
Παρά τας ιαχάς δύο
βουκόλων”, ΕΝΔΟΧΩΡΑ, σελ.85.
Η κατάδυση στην
πηγή των αισθημάτων σε αυτή την ποίηση είναι τέτοιου βεληνεκούς, που και η
γλώσσα αδυνατεί να τα εκφράσει, γι΄αυτό ο ποιητής καταφεύγει σε μια άλλη γλώσσα
“Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα”, Ενδοχώρα σελ.102 και “ΠΑΘΕ ΣΙΓΓΑ
ΑΛΛΑΣΟΝΝΙ ΠΕΓΓΕ ΚΙΜΕ ΒΟΝΤΑ ΟΥΝΟΡΑ!”, Οκτάνα, σελ.94.
Τέλος, η ποίηση
του Α. Εμπειρίκου με το καράβι, το βαπόρι, τη βάρκα και το υπερωκεάνειο
ως ποιητικά μοτίβα και οχήματα ταξιδιού γίνεται η ίδια ταξίδι αυτογνωσίας και
κοσμογνωσίας από την οπτική του έρωτα, του πόθου και των ονείρων και
αποκαλύπτει το βάθος της αθωότητας του ποιητή και της αγάπης του για τον
άνθρωπο και τη ζωή, π.χ.
“Ω υπερωκεάνειον τραγουδάς και πλέχεις
Είναι ο καπνός σου πλόκαμος της ειμαρμένης
Που ξετυλίγεται μέσ΄στην αιθρία κι΄ ανεβαίνει
Σαν μαύρη κόμη ηδυπαθούς παρθένας ουρανίας
Σαν λυρική κραυγή του μουεζίνη
Όταν αστράφτει η πλώρη σου στο κύμα”,
Ενδοχώρα,
σελ.101.
Συμπερασματικά,
μπορούμε να πούμε ότι στο έργο του Εμπειρίκου η κάθε μορφή δημιουργίας και
ανανέωσης δίνεται μέσα από τον έρωτα και τον ερωτισμό. Ακόμα, και αυτή η ποίηση
προσεγγίζεται ως μια ερωτική πράξη, όπως φαίνεται από τα ακόλουθα:
“Είμεθα νέανδροι και κτίζουμε με σπίθες
Είμεθα νέανδροι και σπέρνουμε με σπέρμα
Φυτεύουμε με αστραπές γκρεμίζουμε με βορδωνάρια
Στα χέρια μας κρατάμε δυνατούς λοστούς και αρωματώδη
φύκια”, Αι Γενεαί Πάσαι, σελ.152.
ή
“Θα ’ναι η ποίησις σπερματική
Απόλυτα ερωτική
Ή δεν θα υπάρχει” Αι Γενεαί Πάσαι, σελ.99.
Χριστίνα Αργυροπούλου, Δρ Νεοελληνικής Φιλολογίας,
Επίτιμη Σύμβουλος του Παιδαγωγικού
Ινστιτούτου
_______________________
Βιβλιογραφία
1. Ακριτόπουλος, Αλ., Για την
Ποιητική και τη Ρητορική του Α.Εμπειρίκου, εκδ. Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2000.
2. Αμπατζοπούλου
Φρ., Δεν άνθησαν ματαίως, Ανθολογία Υπερρεαλισμού, εκδ.Νεφέλη,
Αθήνα 1980.
3. Αναγνωστοπούλου, Διαμάντη, Η
Ποιητική του Έρωτα στο Έργο του Α. Εμπειρίκου, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1999.
4. Αργυρίου Αλ., Διαδοχικές
Αναγνώσεις Ελλήνων Υπερρεαλιστών, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1985.
5. Αργυροπούλου,
Χριστίνα, Η Γλώσσα στην ποίηση του Ε.Κακναβάτου. Η Γραμματική και οι
Λειτουργίες της ποιητικής γλώσσας, Διδακτορική Διατριβή, που τυπώθηκε
πιο συνεπτυγμένη από εκδ. Τυπωθήτω-Γ.Δαρδανός, Αθήνα 2003.
6. Αργυροπούλου
Χρ. Η Ανθολογημένη ποίηση στο γυμνάσιο και το λύκειο, εκδ.
Ταξιδευτής, Αθήνα 2006.
7. Βαλαωρίτης,
Νάνος, Αντρέας Εμπειρίκος, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1989.
8. Βιβλιοθήκη,
Αφιέρωμα Ελευθεροτυπίας, Α. Εμπειρίκος, 8-6-2001.
9. Βουτούρης,
Παντελής, Η Συνοχή του Τοπίου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα
1997.
10. Γιατρομανωλάκης, Γιώργης, Ανδρέας
Εμπειρίκος, ο ποιητής του έρωτα και του νόστου, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 2η έκδ. 1994.
11. Διαβάζω,
Αφιέρωμα στον Α. Εμπειρίκο, τεύχος 358, Αθήνα 1995.
12. Εμπειρίκος,
Ανδρέας, Υψικάμινος, εκδ. Άγρα, Αθήνα, 1988.
13. Εμπειρίκος,
Ανδρέας, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, γ΄ εκδ.Άγρα,
Αθήνα 1991.
14. Εμπειρίκος, Ανδρέας, Ενδοχώρα, 4η
έκδ. Άγρα, Αθήνα 1997.
15. Εμπειρίκος, Ανδρέας, Αργώ ή Πλους
Αεροστάτου,3η έκδ. Ύψιλον, Αθήνα, 1982.
16. Εμπειρίκος, Ανδρέας, Αι Γενεαί Πάσαι ή Η
Σήμερον ως Αύριον και ως Χθες, γ΄ εκδ. Άγρα, Αθήνα 1999.
17. Εμπειρίκος,
Ανδρέας, Οκτάνα, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1993.
18. Ελύτης, Οδυσσέας, “Αναφορά στον Α. Εμπειρίκο”, Εν
Λευκώ, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1993.
19. Ζαμάρου, Ρένα,
“Αργώ και Μ. Ανατολικός, μια πρώτη σύγκριση”, ΑΝΤΙ, τεύχος
731, Αθήνα 9-2-01, σελ.54.
20. Κακναβάτος, Έκτωρ, Ποιήματα, ΟΔΟΣ
ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ, ΙΣΟΤΟΠΟΝ, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1990, σσ.
68-71.
21. Μνήμη Α. Εμπειρίκου, Εκδηλώσεις στην Άνδρο, Για τα
Δέκα Χρόνια από το Θάνατό του, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1985.
22. Μπαμπινιώτης, Γ., Γλωσσολογία και
Λογοτεχνία, 2η έκδ. Μαυρομμάτη, Αθήνα 1991.
23. Μπρετόν, Α., Τα Συγκοινωνούντα Δοχεία, εκδ. Αιγόκερως,
Αθήνα 1982.
24. Saunier, Guy, Α. Εμπειρίκος. Μυθολογία και Ποιητική, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2001.
25. Χάρτης, Δίμηνο Περιοδικό, αφιέρωμα στον Α.
Εμπειρίκο, εκδ. Ύψιλον, τεύχος 17/18, Αθήνα 1985.
1. Η ομιλία έγινε το 2001, στο πλαίσιο
του έτους Α. Εμπειρίκου
2. Χριστίνα
Αργυροπούλου, Η Γλώσσα στην ποίηση του Ε. Κακναβάτου. Η Γραμματική και
οι Λειτουργίες της ποιητικής γλώσσας, εκδ. Τυπωθήτω-Δαρδανός, Αθήνα 2003.
Πηγή:
http://lexeismousikis.blogspot.com/2013/09/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου