Ι
Η μνήμη ξεστράτιζε ακολουθώντας το παιχνίδι της διάθλασης.
Οι μνήμες αυτές στην αρχή δεν σημαίνουνε τίποτα.
Παιχνίδια των ήχων προκλητικά.
Ο δρόμος ομαλά κατηφόριζε, ξεχωρίζω τον ήχο νερού.
Δεν ξέρω να πω αν είναι μνήμη υδάτινη, περιμένω.
Το πράσινο του χώρου υποβάλλει την μνήμη.
Σπασμένοι ήχοι κλαδιών σε χώρο μνήμης ευέλικτης.
Μικρές οι φωνές του λαγού.
Οι ήχοι της ώρας πριν απ’ το διάστημα αέρος κενού.
Της μνήμης αυτής προηγούνται σιωπές επαλήθευσης
και ξανά σιωπές συμπαγείς.
Η μνήμη αυτή δεν είναι μνήμη πρωινού.
Είναι η μνήμη της αρχής της βραδιάς, μ’ αναλλοίωτα χρώματα
και γκρίζο ασφάλτου.
Μνήμη ανάσας στου λαιμού μου την άκρη.
Φθόγγοι που εκρήγνυνται στο σημείο πριν απ’ το λόγο.
Λόγος φυλακισμένος στον λόγο.
Μνήμη καθημαγμένη σιωπών.
Αυτή: η μνήμη παιδιού.
Την διάρκεια καθόρισε: ο χρόνος πριν απ’ το όνειρο.
Αίσθηση: Αφύπνιση και γνώση αφής.
Ήχοι επανήλθαν ελεύθεροι διυλισμένοι, από διάστημα αέρος κενού.
Ανακαλύπτω τη μνήμη των φθόγγων.
Είναι αυτά απογεύματα μνήμης ελεύθερης και οικείες
οι φωνές μακρινές. Φωνές παραινέσεως.
Διακοπές της οδύνης μου.
Το μυστήριο του αύριο αναμενόμενο.
Απογεύματα θέρους μακρά, άλλων γεωγραφικών παραλλήλων.
Οι ψίθυροι σώπασαν. Ηρεμία αναπεπταμένου πεδίου.
Και άδεια η μνήμη.
Την σιωπή διαπέρασε εκείνος που ξεχώριζε όλους τους ήχους.
Ο ίδιος που ακινήτησε το σχήμα πουλιά.
Ήταν ο κύριος των φθόγγων. Και ήταν λόγος ανδρός.
[…]
Διχασμένος ο λόγος πέρασε ατόφιος σε μένα. Πετρώματα οι ήχοι.
Και συ με το μάτι δημίου με πονάς μεσ’ τη ρίζα μου.
Ρήμαξες με τα χρόνια τη σκέψη μου και μ’ οδήγησες
μπρος σε μια ολόλευκη θάλασσα. Στο βυθό ακινήτησα.
Προδότες εταίροι προστατευμένοι από νεφελώματα και σιωπές.
Ποια μέθη κρατάει τα βλέφαρά μας μισόκλειστα;
Η μνήμη του αδιεξόδου; Ή η γνώση του ελάχιστου;
Έτσι τους μίλησα και κρατούσα τα μάτια ορθάνοιχτα μέσα στη νύχτα.
Γιατί αυτή των φθόγγων η δύναμη των αισθήσεων μαλακτικό και μαστίγιο.
Όπως άπνοια του θέρους και θρηνωδία πουλιών.
Τότε τα πράγματα με πλησίασαν ανάλγητα και αυτά περιγράφω.
Προχωράω σε βάθος.
Διαπερνώ τον χώρο του λόγου.
Αρθρώνω τους φθόγγους που βγαίνουν απρόθυμοι απ’ την καρδιά
των αντικειμένων.
Περισφίγγω ασφυκτικά το αντικείμενο.
Ενσωματώνω και ενσωματώνομαι στις μορφές του αντικειμένου.
Η γλώσσα ακόμα ανάπηρη.
Το εκεί, το εδώ, που πάντα συμπλέκεται.
Το εγώ και το συ στους δικούς του τους νόμους.
Ακούω τους κραδασμούς του ανέκφραστου,
των ανάρθρων τους ήχους,
των φθόγγων φευγαλέα την άρθρωση,
την ροή του χειμάρρου.
Μετράω σιωπή.
Αθήνα, 1964-67
(ΓΡΑΦΗ Γ΄, 1971)
ΜΑΝΤΩ ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ (1926-1998)
Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/h-%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%B1%CF%80%CF%81%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CE%BF-%CE%BB-%CE%BC%CE%B1%CE%B2%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%BC-%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B2%CE%B1%CE%BD/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου