Εγώ ήμουν παιδί της πόλης, το καλοκαίρι όμως γινόμουν αγρίμι. Ξυπολυσιά, η σάρκα των ποδιών σκληρή, σαν τα χαρούπια που τα τρως πάνω στο δέντρο, μπάνιο με θαλασσόνερο, ίδιος με σαρδέλα απ’ την αρμύρα, ένα παντελόνι πάνινο μπλε, με την ψαρίλα πάνω μου, κάνα λέπι μπλεγμένο στα μαλλιά μου, βάδισμα με βήματα μικρά, βαρκάρικα. Μέσα σε μια βδομάδα δεν είχα πια πόλη καταγωγής. Την είχα ξεκολλήσει από πάνω μου μαζί με τα νεκρά κύτταρα της μύτης και της πλάτης, στα σημεία όπου ο ήλιος χωνόταν βαθιά μέσα στη σάρκα.
Ο ήλιος είναι ένα χέρι στην επιφάνεια, ένα γυαλόχαρτο που το καλοκαίρι ραφινάρει τη γη, την ισιώνει, την κάνει λεία, ξερή κι αδύναμη στο άγγιγμα της σκόνης. Και με τα σώματα το ίδιο κάνει. Το δικό μου, που λιαζόταν ίσαμε το βράδυ, έσκαζε σαν σύκο μόνο σε κάποια σημεία των ώμων και πάνω στη μύτη. Δεν έβαζα αντηλιακά, που ήδη υπήρχαν τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Ήταν για τους ξένους το πασάλειμμα, η γυαλάδα στο κορμί, σαν τη σαρδέλα που την περνάς στο αυγό πριν την τηγανίσεις.
Erri de Luca, Είσαι δικός μου εσύ, μτφρ.: Άννα Παπασταύρου, εκδόσεις Κέλευθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου