Αὐτό συνέβη εἰς τά Χαφτεῖα, ἐκεῖ ὅπου διασταυρώνονται αἱ ὁδοί Πανεπιστημίου καί Πατησίων, καί συγκεντρωμένοι στά ἑκατέρωθεν πεζοδρόμια διαβάτες περιμένουν τήν συγκατάθεση τοῦ ἀστυφύλακος γιά νά περάσουν ἀπέναντι.
Ἦταν, λοιπόν, μεσημέρι καί, ὅπως συνήθως, κόσμος πολύς ἐπερίμενε, κι ἀπό τίς δυό μεριές –μ’ ἕναν ἀστυφύλακα ἐπικεφαλῆς ἡ κάθε παράταξις, πού τό κράνος του ἐγιάλιζε στόν ἥλιο.
Αἴφνης, οἱ ἀστυφύλακες ἔδωσαν τό σύνθημα, καί οἱ δυό παρατάξεις ἐξεκίνησαν, βαδίζοντας κατά μέτωπον…
Τό σύνηθες σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις εἶναι, οἱ δυό παρατάξεις νά διασταυρώνονται στό μέσον τοῦ δρόμου, νά προσπερνῶνται ἀδιάφορες καί, μετά ἀπό τό στιγμιαῖο ἐκεῖνο ἀνακάτεμα, νά ξεχωρίζουν καί πάλιν, προχωρῶντας ἡ κάθε μιά, πρός τό πεζοδρόμιο τοῦ προορισμοῦ της.
Τό μεσημέρι ὅμως ἐκεῖνο τά πράγματα συνέβησαν διαφορετικά:
Ὅλοι οἱ ἐρχόμενοι ἀπό τό ἕνα πεζοδρόμιο συνέπεσε νά ἔχουν στενούς γνωρίμους μεταξύ ἐκείνων πού ἐρχόντουσαν ἀπό τό ἀντίθετο. Καί ὄχι πολλούς στενούς γνωρίμους -ὄχι. Καθένας τοῦ ἑνός πεζοδρομίου ἐγνώριζε καί ἀπό ἕναν τοῦ ἀντιθέτου. Καί δέν τόν ἐγνώριζεν ἁπλῶς, ὅπως συμβαίνει τόσους καί τόσους νά γνωρίζομε, ὁ γνώριμος αὐτός ἤταν ἕνα πρόσωπο πολύ φιλικό, συνδεδεμένο με χίλιες ἀκριβές ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος. Ἕνα πρόσωπο, ἀκόμη, πού εἶχε καιρό ὁ ἀπέναντι γνώριμος νά τό δεῖ, πού νόμιζε πῶς εἴχε χαθεῖ, καί τώρα με ἀνεκλάλητη χαρά τό ξανασυναντοῦσε.
Πλησιάζοντας, λοιπόν, πρός τό μέσον τοῦ δρόμου, έκεῖ πού διέρχονται οἱ γραμμές ταῦ τράμ, οἱ δύο παρατάξεις ἄρχισαν νά ἀναγνωρίζονται. Κραυγές ἀγαλλιάσεως ἀκούστηκαν πρῶτα, ἔπειτα ὁ γενικός ρυθμός τοῦ βηματισμοῦ ἐπιταχύνθηκε καί, τέλος, ὅλοι ὅρμησαν πρός ὅλους μέ τά χέρια προτεταμένα…
Κανείς δέν λογάριαζε πιά νά περάσει στό ἀπέναντι πεζοδρόμιο.
Ὅλοι εἶχαν μείνει ἐκεῖ, καταμεσίς τῆς ὁδοῦ Πανεπιστημίου, γελῶντας, συζητῶντας με θόρυβο, σφίγγοντας πάνω - κάτω τά χέρια, ένῶ οἱ ἀστυφύλακες ἐκοίταζαν ἄναυδοι, άλλά κατά βάθος, συγκινημένοι καί αὐτοί.
Ἔξαφνα, παρατηρήθηκε κάτι τό ἀνώμαλο.
Ἕνας περίσσευε.
Ναί, ὑπῆρχε ἕνας, πού κανέναν δέν γνώριζε, κανείς δέν τόν γνώριζε καί κανέναν δέν χαιρετοῦσε. Κι ὁ ἕνας αὐτός δέν ἔλεγε νά περάσει ἀντίκρυ, ὅπως ἦταν ἡ ἀρχική πρόθεσή του, ἀλλ’ εἶχε μείνει -ὁλοφάνερα χωρίς λόγο – κι αὐτός στήν μέση τοῦ δρόμου, κοιτάζοντας ἀλαλιασμένος τούς ἄλλους.
Ἡ παρουσία του ἔγινε, στήν ἀρχή, αἰσθητή μόνο στούς πιό κοντινούς – πού ἄρχισαν νά τόν κοιτάζουν κάπως ὕποπτα. Ἔπειτα, ἡ αἴσθηση αὐτή τῆς ἀνωμαλίας σκόρπισε καί μακρύτερα – καί σέ λίγο, ὅλο τό πλῆθος ἐκεῖνο εἶχε στρέψει ἐνοχλημένο τά βλέματα πρός τό μέρος του, καί τόν παρατηροῦσε μέ διαθέσεις πού γίνονταν ὅλο καί πιό ἐχθρικές.
Κανείς ἐν τῷ μεταξύ, δέν εἶχε πάψει νά κρατάει σφιχτά τό χέρι τοῦ γνωρίμου του.
Διατηροῦσαν τήν χειραψία ἐπίτηδες, ἐπιδεικτικά, γιά νά ὑπογραμμίσουν ἐντονότερα στόν ἄγνωστο τό ἄκαιρο τῆς παρουσίας του κοντά τους.
Ἐκεῖνος ἔμοιαζε πλέον νά ἔχει πανικοβληθεῖ. Εἶχε παραλύσει στό σημεῖο πού βρισκόταν, καί δέν ἔλεγε νά κουνήσει οὔτε μπρός οὔτε πίσω. Ἡ τρομερή μοναξιά, πού δέν τήν περίμενε, δέν τήν ὑπελόγιζε -ἐκεῖ, ξαφνικά, μεσημέρι, εἰς τά Χαφτεῖα…-, τόν ἔκανε νά ὑποφέρει ἀφάνταστα. Αἰσθανόταν τρομαχτικά ἔρημος καί ἐγκαταλελειμένος, ἄνθρωπος σέ ξένο σύμπαν, χωρίς γονεῖς, χωρίς φίλους ἤ συγγενεῖς, χωρίς γυναῖκα ἤ ἐρωμένη, χωρίς κανέναν δικό του στόν κόσμο. Τό μυαλό του εἶχε ἀκινητήσει, καί σχημάτιζε κάθε τόσο ἕναν ἀριθμό. Ἕναν ἀριθμό πού ἐκπροσωποῦσε αὐτόν τόν ἴδιο, ἕναν –πάντοτε – περιττό ἀριθμό. Εἶμαι –σκεπτόταν -ὁ 21, ὁ 27, ὁ 35, ὁ 41…
Ἡ κατάστασις ὅμως ἀδιάκοπα χειροτέρευε. Τά ζεύγη τόν ἐπλησίαζαν καί, σιγά σιγά, ἕνας κύκλος σχηματίσθηκε γύρω του. Οἱ ματιές ἦσαν ἄγριες, θανάσιμα ἐχθρικές. Οἱ ἀστυφύλακες ἄρχισαν καί αὐτοί νά ὀργίζονται. Εἶχαν ἐγκαταλείψει τό πόστο τους καί βάδιζαν πρός τό μέρος του –φανερό, πώς ἐπρόκειτο νά τόν συλλάβουν…
Ἔξαφνα ὁ ἄνθρωπος ἔμπηξε μιά κραυγή ἀγωνίας καί τρόμου, πού ἀντήχησε ἐκκωφαντικά κάτω ἀπό τόν ἥλιο τοῦ μεσημεριοῦ -καί ἄρχισε νά τρέχει.
- Πιάστε τον! πιάστε τον ! ἀκούστηκαν μερικές θυμωμένες φωνές.
Οἱ ἀστυφύλακες καί ὁ κόσμος τόν κυνήγησαν.
Ἐκεῖνος ἔτρεχε με φρενίτιδα. Ὁ φόβος ἔδινε φτερά στά πόδια του.Ὅρμησε πρός τήν πλατεῖα τῆς Ὁμονοίας…
Πίσω του τό πλῆθος ὀρυόταν:
- Πιάστε τον ! πιάστε τον!
Μερικοί, πού ἐρχόντουσαν ἀπό τήν ὁδό Πειραιῶς, ἤ τήν ὁδό Ἁγίου Κωνσταντίνου,
κινήθηκαν νά τόν ἀνακόψουν.
Τούς χτύπησε, τούς ἀνέτρεψε, ξέφυγε.
Κι ἐξακολούθησε νά τρέχει.
-Πιάστε τον! πιάστε τον!...
Ἡ κραυγή ἔβγαινε πιά ἀπό χίλια στόματα.
Οἱ ἀστυφύλακες τόν εἶχαν πλησιάσει.
Ἔκανε νά στρίψει, νά χωθεῖ στά σοκάκια.
Δέν πρόφτασε!
Ἕνας πυροβολισμός ἀκούστηκε, ξερός μέσα στήν διάπυρη άτμόσφαιρα.
Ὁ ἄνθρωπος σωριάστηκε χάμω.
Πανδαιμόνιο χαρᾶς ὑποδέχτηκε τήν πτώση του.
-Ἔπρεπε ! ἔπρεπε ! ..φωνάξανε.
Κάποιος, πού δέν εἶχε άντιληφθεῖ τά ὅσα εἶχαν συμβεῖ, ρώτησε τούς πλαινούς του.
-Μά …τι ἔκανε λοιπόν αὐτός ὁ ἄνθρωπος;
Δέν τοῦ ἀποκρίθηκαν.
Ἕνα αὐτοκίνητο τῶν Πρώτων Βοηθειῶν φρενάρισε ἀπότομα, σηκώνοντας σύννεφο τήν σκόνη.
Τόν φόρτωσε μέσα καί χάθηκε πρός τήν ὁδό 3ης Σεπτεμβρίου.
Μονάχα λίγες κηλίδες αἷμα εἶχαν ἀπομείνει στήν ἄσφαλτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου