Σιγὰ ἡ πηγὴ στὴ λαγκαδιὰ κυλᾶ μὲς στὰ χαλίκια,
σιγὰ κι ἀργὰ τὰ ἰσκιώματα γλιστροῦν τοῦ δειλινοῦ
στὰ θάμνα σκόρπια βόσκουνε πηδώντας τὰ κατσίκια
στὸ βράχο τὸν ὀρθόψηλο τοῦ ἀπὸγκρεμνου βουνοῦ.
Κι ἀνάρια τὰ κουδούνια τους ἀκούονται στὴ ράχη
ὁλόηχα ἐδῶ, κομμένα ἐκεῖ, βραχνόφωνα ἄλλα ἡχοῦν,
λὲς σήμαντρα πολύλαλα καὶ κρέμονται στὰ βράχη
καὶ οἱ ἀχοί τους φεύγουνε ψηλὰ κι ἀνάερα ξεψυχοῦν.
Καὶ τὸ ἀεράκι ἀνάλαφρο τὰ πεῦκα ἀργοαναδεύει
καὶ ἱσκιώνουν κι ὅλο ἰσκιώνουνε τὰ πλάγια χαμηλὰ
καὶ μιὰ κατσίκα ἀπ’ τὶς πολλὲς παράμερα ἀλαργεύει
καὶ πάει καὶ ὁλόρθη στέκεται σὲ μιὰ κορφὴ ψηλά.
Κι ἀκίνητη, σὰ χάλκινη στημένη ἐκεῖ καρφώνει
ἀσάλευτο τὸ βλέμμα της σὰν πρὸς τὸν οὐρανό,
ὅθε τὸ βράδυ πιὸ χλομὰ τὰ γιουλια του ὅλο ἁπλώνει
κι ὅλο πιὸ ἀχνὰ τὰ ρόδα του σκορπίζει στὸ βουνό.
Κι εἶναι, καθὼς ἐκεῖ θωρεῖ, σὰν κάτι νὰ κοιτάζη,
κάτι στὰ μάκρη ἀλαργινό, ποὺ δὲ θωρεῖς ἐσύ·
κι ὁλόρθη πάντα στέκεται - καὶ τὸ βουνὸ χλομιάζει
μιὰ λάμψη μόνο τὴν κορφὴ τώρα φωτᾶ χρυσή.
῞Οσο ποὺ ἀργὰ καὶ σιγαλὰ σβήνει στερνὰ κι ἐκείνη
κι ἁπλώνει ἕνα μισὸφωτο, θαμπά, χαλκὰ λευκό,
μισόφωτο, ποὺ σούρουπο, σιγὰ σιγὰ ἔχει γίνει,
ποὺ καὶ ἡ κατσίκα χάνεται χαλκὴ μὲς στὸ χαλκό.
Κι ὅπως στὴ ράχη βόσκοντας μακραίνει τὸ κοπάδι,
κάπου ἕνα μόνο ἀπόβαθα κουδούνι τώρα ἠχεῖ
σὰν κλάμα, σὰν παράπονο, ποὺ σκέπασε τὸ βράδυ
στ’ ἀλαργινὰ ὅ,τι ἀλαργινὸ ζητοῦσε μιὰ ψυχή.
Πηγή:https://el.wikisource.org/wiki/%CE%A3%CE%B9%CE%B3%CE%AC_%CE%B7_%CF%80%CE%B7%CE%B3%CE%AE
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου