Το μαύρο είναι μαύρο. Τι να κάνουμε;
Όμως θ’ ασπρίζει κάπου —ελάχιστα είν' αλήθεια—
μα κάτι θα καταφέρουμε και με το λίγο.
Θα νοικιάσουμε αίθουσες, θα κουβαλήσουμε τους οπαδούς μας,
σα δε φτάσουν οι εδώ, φέρνουμε κι άλλους, δωρεάν, από την επαρχία.
Γυμνασμένοι ρήτορες θα χτυπήσουν τις καμπάνες του κινδύνου,
φανατισμένα πλήθη θα μας χειροκροτούν κανονικά.
Οι αντίπαλοι βέβαια θα φρύξουν.
Θα πουν πως κάναμε σκηνοθεσίες και τα τέτοια,
ήταν πλαστές οι συγκεντρώσεις μας, οι φίλοι πληρωμένοι,
πως κλείσαμε τ’ αντιφρονούντα στόματα με την αστυνομία!
Πράγματι —μεταξύ μας— θα γίνουνε κι αυτά.
Όμως εμείς δε θα το πούμε. Μήπως λεν οι άλλοι τα δικά τους;
Κι άλλωστε άλλα τώρα βιάζουν.
Βροχή τα «εύγε» νά ’ρθουν από αυθεντικούς
ελεύθερα εκλεγμένους προέδρους σωματείων και συγκλητικούς,
να πλεύσει η πόλη στο λευκό και στο γαλάζιο
—και στο χακί εν ανάγκη— οι μουσικές να παίξουν πάλι μες στους δρόμους.
*
(Σ’ αυτούς τους ίδιους δρόμους κάποιοι τις προάλλες χτυπηθήκαν
—ή κάνανε τους χτυπημένους—
τ’ ασθενοφόρα τρέξαν και τους πήραν,
τα αίματα, λιγοστά, πλυθήκανε τη νύχτα.
Άγνωστο, ποιοι ρίξαν στο ψαχνό
ή ποιοι πυροβολήσαν πρώτοι...)
Από τη συλλογή: Ελεεινόν θέατρον (1980)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου