Στις 7 Φεβρουαρίου 2017 πέθανε σε ηλικία 77 ετών ο φιλόσοφος Τσβετάν Τοντορόφ. Γεννήθηκε στη Σόφια το 1939 όπου σπούδασε φιλοσοφία, ενώ το 1963 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.
Όταν αναρωτιέμαι σήμερα γιατί αγαπώ τη λογοτεχνία, μου έρχεται αυθόρμητα η απάντηση: γιατί με βοηθάει να ζω. Δεν ζητώ πια από αυτή, όπως κατά την εφηβεία μου, να με γλιτώσει από τα τραύματα που θα μπορούσα να υποστώ κατά τις συναντήσεις μου με πρόσωπα. Αντί να με ανακουφίζει από τις βιωμένες εμπειρίες μου, με κάνει να ανακαλύπτω κόσμους συνεχόμενους με αυτές και μου επιτρέπει να τις κατανοήσω καλύτερα. Δεν νομίζω ότι είμαι ο μόνος που βλέπει τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο. Πιο πυκνή, πιο εύγλωττη από την καθημερινή ζωή, αλλά όχι ριζικά διαφορετική, η λογοτεχνία διευρύνει τον κόσμο μας, μας παροτρύνει να φανταστούμε άλλους τρόπους για να τον προσλαμβάνουμε και να τον οργανώσουμε. Είμαστε όλοι φτιαγμένοι από αυτά που μας δίνουν οι άλλες ανθρώπινες υπάρξεις: πρώτα οι γονείς μας, ύστερα αυτοί που μας περιβάλλουν. Η λογοτεχνία ανοίγει στο άπειρο αυτή τη δυνατότητα αμοιβαίας επικοινωνίας με τους άλλους, και έτσι μας εμπλουτίζει απεριόριστα. Μας παρέχει αναντικατάστατες εμπειρίες που κάνουν ώστε ο πραγματικός κόσμος να αποκτά βαθύτερο νόημα και να γίνεται ομορφότερος. Πέρα από το να παρέχει μια απλή τέρψη, μια ψυχαγωγία για τα μορφωμένα άτομα, επιτρέπει στον καθένα να ανταποκριθεί καλύτερα στην κλίση του να είναι ανθρώπινος…
Τσβέταν Τοντόροφ, Η λογοτεχνία σε κίνδυνο, μτφ. Χρύσα Βαγενά-εισαγωγή Νάσος Βαγενάς, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 29-30.
* * *
Η δημιουργία υπό διωγμόν
[Απόσπασμα ομιλίας που εκφώνησε ο Τσβετάν Τοντορόφ τον Ιούλιο του 2013 στο Μιλάνο, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του πολιτιστικού φεστιβάλ Milanesiana. — από τον Θανάση Γιαλκέτση / Εφημερίδα των Συντακτών]
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, που εξαπλώθηκαν στην Ευρώπη στη διάρκεια του 20ού αιώνα, εμπόδιζαν τους λαούς τους να αναζητούν από μόνοι τους την αλήθεια· την αλήθεια τη σχετική με την κοινωνία στην οποία ζούσαν, την αλήθεια που κρύβεται στον εσωτερικό κόσμο του καθένα ή ακόμη και εκείνη που αφορά τον περιβάλλοντα φυσικό κόσμο. Στη θέση της ελεύθερης και αυτόνομης αναζήτησης της αλήθειας, επικρατούσε η πειθήνια υποταγή στις εντολές του κόμματος που βρισκόταν στην εξουσία. Θύματα ενός τέτοιου καταπιεστικού συστήματος, οι καλλιτέχνες και οι συγγραφείς υπήκοοι των ολοκληρωτικών κρατών υποχρεώνονταν να επιλέξουν μεταξύ διαφορετικών τρόπων συμπεριφοράς.
Ορισμένοι υιοθέτησαν το επίσημο δόγμα, σαν αυτό να αντιστοιχούσε στις βαθύτερες πεποιθήσεις τους στα θέματα της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Αλλοι επέλεξαν τη σιωπή, δηλαδή αρνήθηκαν οποιονδήποτε τύπο ελεύθερης έκφρασης. Αλλοι ακόμα επέλεξαν την εξορία. Τέλος, μια σχετικά ολιγάριθμη ομάδα συγγραφέων και καλλιτεχνών προσπάθησε να βαδίσει σε έναν διαφορετικό δρόμο, εκείνον που έγκειται στο να ζει μια διπλή ζωή: μια δημόσια ύπαρξη που να εναρμονίζεται με τις επίσημες υποχρεώσεις και μιαν άλλη εντελώς ιδιωτική, κρυφή, αφιερωμένη στην παραγωγή ενός έργου απελευθερωμένου από κάθε εξωτερική εξάρτηση.
Υπάρχουν τρία γνωστά σοβιετικά μυθιστορήματα που γράφτηκαν σε αυτές τις συνθήκες: «Ο μετρ και η Μαργαρίτα» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, «Δόκτωρ Ζιβάγκο» του Μπορίς Παστερνάκ, «Ζωή και πεπρωμένο» του Βασίλι Γκρόσμαν. Και οι τρεις αυτοί συγγραφείς αποδέχονται την πιθανότητα να απαγορευτεί η δημοσίευση του έργου τους ή να τιμωρηθούν για την τόλμη που έδειξαν αφιερώνοντας σ’ αυτό τη ζωή τους. Ο Μπουλγκάκοφ συλλαμβάνει την ιδέα του μυθιστορήματός του γύρω στο 1928. Γράφει μια πρώτη αποσπασματική εκδοχή και τη διαβάζει αμέσως σε μια ομάδα φίλων –μεταξύ των οποίων, σύμφωνα με έναν στατιστικό νόμο της ΕΣΣΔ, είναι παρών τουλάχιστον ένας χαφιές. Και πράγματι, την ίδια χρονιά (το 1928), μια λεπτομερής αναφορά για τις αντιδράσεις των ακροατών στην ανάγνωση του Μπουλγκάκοφ φτάνει στα γραφεία της πολιτικής αστυνομίας.
Οι παρόντες είχαν αντιληφθεί αμέσως ότι το βιβλίο δεν μπορεί να δημοσιευτεί σε αυτή τη μορφή και ότι οι επιθέσεις εναντίον της σοβιετικής κοινωνίας που περιέχονταν σε αυτό ήταν πολύ σκληρές. Ο Μπουλγκάκοφ συνεχίζει να διορθώνει το μυθιστόρημα μέχρι τον θάνατό του, το 1940. Είκοσι έξι χρόνια αργότερα, στα 1966-1967, οι ελπίδες του θα υλοποιηθούν. Η χήρα του κατορθώνει να υπερνικήσει τις αντιστάσεις και να εκδώσει το μυθιστόρημα «Ο μετρ και η Μαργαρίτα», έστω με κάποιες περικοπές, στην ίδια τη Σοβιετική Ενωση. Το βιβλίο είναι τόσο αντίθετο με όλες τις επίσημες δημοσιεύσεις ώστε το αποτέλεσμα είναι εκρηκτικό. Γράφοντας μυστικά, χωρίς να αποβλέπει στην άμεση δημοσίευση, ο συγγραφέας δημιούργησε ένα έργο πιο αληθινό από όλα τα έργα των ομοτέχνων του.
Ο Παστερνάκ ονειρεύεται να γράψει ένα πεζογράφημα αφιερωμένο στην ιστορία της γενιάς του, της γενιάς των χρόνων πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά μόνον την επαύριον της νίκης επί του ναζισμού και της συνειδητοποίησης ότι αυτός ο θρίαμβος δεν έφερε καμιά βελτίωση στις συνθήκες ζωής του σοβιετικού πληθυσμού, ενεργοποιείται για την υλοποίηση του αγαπημένου σχεδίου του.
Περισσότερο και από τον Μπουλγκάκοφ, για τη μοίρα του οποίου δεν έπαψε να σκέφτεται, έχει επίγνωση ότι πρέπει να επιλέξει μεταξύ δύο στόχων: να αναζητήσει την αλήθεια σε πλήρη μοναξιά ή να επιδιώξει να συναντήσει το κοινό του καιρού του. «Οφείλω να απαρνηθώ ένα μέρος της ταυτότητάς μου, αν θέλω να πραγματοποιήσω κάτι αυθεντικό», γράφει στην πρώην σύζυγό του, κάνοντάς την να καταλάβει ότι αν θέλει να αισθανθεί ελεύθερος πρέπει να πληρώσει αυτό το τίμημα. Και προσθέτει: «Για πρώτη φορά στη ζωή μου θέλω να γράψω κάτι αληθινό», πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να το κρατήσει κρυφό. Είναι μια απόφαση που φέρνει στον Παστερνάκ μια κατάσταση μακαριότητας, η οποία διήρκεσε δέκα χρόνια, από το 1945 ώς το 1955, τη δεκαετία δηλαδή της συγγραφής του μυθιστορήματος. Αφότου απαρνήθηκε τη δημόσια προσωπικότητά του, ο Παστερνάκ έχει την αίσθηση ότι ταυτίζεται πλήρως με τον εαυτό του, ότι γνωρίζει πού βρίσκεται η αλήθεια και ποιον ρόλο τού επιφυλάσσει το πεπρωμένο.
Ο θάνατος του Στάλιν, το 1953, η άτολμη διαδικασία αποσταλινοποίησης που εγκαινίασε ο Χρουστσόφ κλονίζουν λίγο την απόφασή του, αλλά όχι ώς το σημείο να τον κάνουν να εγκαταλείψει το εγχείρημα. «Το μυθιστόρημά μου δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό έτσι όπως είναι τώρα», γράφει σε ένα φίλο. Και προσθέτει: «Κι ωστόσο πρέπει να τυπωθεί έτσι όπως είναι: απαράδεκτο». Γνωρίζουμε τι ακολούθησε. Το κλίμα του «λιωσίματος των πάγων» τον έκανε να νομίσει ότι η δημοσίευση έγινε κατά κάποιον τρόπο εφικτή και στέλνει το χειρόγραφο σε ένα περιοδικό, ενώ ο Ιταλός ανταποκριτής της εφημερίδας Unità στη Μόσχα, ο Σέρτζιο ντ’ Αντζελο, τον πείθει να του δώσει ένα αντίγραφο. Το σοβιετικό περιοδικό αρνείται τη δημοσίευση και ο Παστερνάκ οφείλει να υποταγεί στο προφανές: η κριτική στο επίσημο δόγμα είναι απαράδεκτη και η απαγόρευση θα διαρκεί όσο θα διαρκεί και η δικτατορία του προλεταριάτου που επιβλήθηκε από τον κομμουνισμό. Στο μεταξύ ο Ντ’ Αντζελο έχει στείλει το χειρόγραφο στον Φελτρινέλι, ο οποίος το δημοσιεύει στα ιταλικά το 1957. Και την επόμενη χρονιά ο συγγραφέας παίρνει το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. […]
Ο Γκρόσμαν αποφάσισε να αφηγηθεί την εποποιία του Στάλινγκραντ και του πολέμου που διεξήγαγαν οι Σοβιετικοί εναντίον του γερμανικού στρατού την ίδια τη στιγμή που γίνονταν οι μάχες, τις οποίες παρακολουθεί από κοντά με την ιδιότητα του πολεμικού ανταποκριτή. Αρχίζει να εργάζεται ήδη από το 1945, αλλά αντιλαμβάνεται σύντομα ότι οι Αρχές θέλουν να χωρίσουν στα δύο το σχέδιό του. Ενας πρώτος τόμος με τίτλο «Για μια δίκαιη υπόθεση» τελειώνει το 1949 και προτείνεται στον διευθυντή ενός περιοδικού. Μετά από πολλές παλινωδίες θα δημοσιευτεί το 1952 και αμέσως θα δεχτεί τις επιθέσεις του επίσημου Τύπου.
Στο μεταξύ, ο Γκρόσμαν άρχισε τη συγγραφή του δεύτερου τόμου του έργου, εκείνου που θα ονομάσει «Ζωή και πεπρωμένο». Θα αποκαλύψει την ύπαρξη και το περιεχόμενό του μόνο σε λίγους στενούς φίλους. Ολοκληρώνει το μυθιστόρημα το 1960 και, όπως ο Παστερνάκ, τρέφει την αυταπάτη ότι ο αντισταλινισμός του Χρουστσόφ μπορεί να καταστήσει δυνατή τη δημοσίευσή του. Ο αρχισυντάκτης του περιοδικού στο οποίο στέλνει το χειρόγραφο τρομοκρατείται σε τέτοιο βαθμό από αυτό που διαβάζει ώστε έχει την εντύπωση ότι μολύνθηκε.
Για να αποφύγει τη μόλυνση, το παραδίδει αμέσως στα χέρια της πολιτικής αστυνομίας. Αυτή, λίγο μετά, εισβάλλει στο σπίτι του συγγραφέα και κατάσχει όλα τα αντίγραφα του έργου καθώς και τη γραφομηχανή. Οι Αρχές καλούν τον Γκρόσμαν και του αναγγέλλουν ότι ενδεχόμενη δημοσίευση του έργου του θα ήταν πιο επιζήμια για το καθεστώς από μια ατομική βόμβα (ο πιο μεγάλος έπαινος που έγινε ποτέ σε ένα βιβλίο). Θα μπορούσε να δημοσιευτεί, αλλά όχι πριν από 250 χρόνια! […]
* * *
Η φράση «σύγκρουση των πολιτισμών» είναι ανούσια
—συνέντευξη στο Ράδιο Βουλγαρία. Μετάφραση: Σταύρος Βανιώτης—
Ο Τσβετάν Τοντορόφ είναι «προϊόν» δυο πολιτισμών, του βουλγαρικού και του γαλλικού, και γνωρίζει, επίσης, τη ζωή δυο ηπείρων. Η σύζυγός του, η συγγραφέας Νάνσι Χιούστον, είναι από τον Καναδά. Για το λόγο αυτό τον ρωτήσαμε να θεωρεί πραγματικό τον όρο «ευρωπαϊκή ταυτότητα».
«Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να μιλάμε για ευρωπαϊκή πολιτιστική ταυτότητα, τουλάχιστον όχι με την πραγματική έννοια του όρου, λέει ο κ Τοντορόφ στη συνέντευξή του στο Ράδιο Βουλγαρία. Πιστεύω ότι οι πολιτιστικές ταυτότητες δεν είναι αυτοαναιρούμενες. Δεν έχουν όλοι οι ευρωπαίοι την ίδια και αυτή πολιτιστική ταυτότητα, μια και διαθέτουν μη ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, για παράδειγμα από τη Νότια ή Βόρεια Αμερική. Ή και από τον ασιατικό πολιτισμό. Εμείς οι βούλγαροι το γνωρίζουμε πολύ καλά, μια και οι κάτοικοι της Βουλγαρίας, Ελλάδας και Τουρκίας έχουν ορισμένες ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες στη συμπεριφορά τους, οι οποίες είναι χαρακτηριστικές για τους γάλλους, γερμανούς ή ιταλούς. Πιστεύω ότι θα ήταν καλύτερο να μιλάμε για τις κοινές αξίες που μοιράζονται οι ευρωπαίοι. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, πριν απ’ όλα, μια πολιτική και οικονομική ένωση, την οποία καλό θα ήταν, να μην προσπαθούμε να μετατρέψουμε σε μια «πολιτιστική λέσχη», από την οποία θα αποκλειστούν όλοι οι υπόλοιποι. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός σημαίνει, πριν απ’ όλα, πολιτισμό ειρηνικής συνύπαρξης, πολιτισμό αποδοχής του διαφορετικού. Η ιστορία της ηπείρου μας είναι τέτοια, λόγω των προσμίξεων των λαών και πολιτισμών, που μας υποχρεώνει να θέσουμε σαν πρώτο χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού πολιτισμού την ανεκτικότητα».
Πως αυτοχαρακτηρίζεται ο Τσβετάν Τοντορόφ; Ποια είναι η πολιτιστική του ταυτότητα; Βουλγαρική ή γαλλική; Η απάντησή του είναι απλή: «Έχω και τις δυο πολιτιστικές ταυτότητες, αλλά θα πεθάνω σαν ένας ευτυχισμένος εξόριστος, σαν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος χωρίς ρίζες».
«Πέρασα τα πρώτα 24 χρόνια της ζωής μου στη γενέτειρά μου τη Βουλγαρία. Ο άνθρωπος διαμορφώνεται στις δυο πρώτες δεκαετίες της ζωής του, στην περίοδο που τα πάντα αποτυπώνονται στο μυαλό του. αυτά τα πρώτα χρόνια δεν μπορούμε να τα αλλάξουμε, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τις εντυπώσεις που μας έδωσαν, την πρώτη πείρα. Αυτά, σε μεγάλο βαθμό, καθορίζουν τον τρόπο λειτουργίας μας στο υπόλοιπο της ζωής μας. Στη Βουλγαρία δεν είχα καμία επαγγελματική πείρα. Την επαγγελματική μου καριέρα δημιούργησα και ανάπτυξα στη Γαλλία. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορώ να γράψω τα βιβλία μου στη βουλγαρική γλώσσα. Είμαι γάλλος συγγραφέας βουλγαρικής καταγωγής».
Αν και τα βιβλία του κ Τοντορόφ ασχολούνται με σοβαρά φιλοσοφικά θέματα, ο ίδιος δηλώνει ότι είναι ερωτευμένος με τα απλά πράγματα της καθημερινότητας.
«Ο εκθειασμός των καθημερινών συμβάντων είναι ένα θέμα που με απασχολεί από πολύ καιρό, αναγνωρίζει ο συγγραφέας. Δεν βλέπω το λόγο να χωρίζω τον ηρωισμό από την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων που αγωνίζονται σε καθημερινή βάση αντιμετωπίζοντας τα καθημερινά προβλήματα. Η καθημερινότητα με εμπνέει όσο και ο εξαίρετος ηρωισμός. Πρόκειται για κάτι που πρωτοείδα στα έργα των ολλανδών ζωγράφων του 17ου αιώνα».
Τα παιδιά του, τις σχέσεις, την πείρα της ζωής,χαρούμενη ή θλιβερή, ο Τσβετάν Τοντορόφ τα θεωρεί εξίσου σημαντικό μέρος της ζωής, όσο και τα πολυάριθμα βιβλία που έχει γράψει. «Δεν θα έλεγα ότι όλα αυτά τα πράγματα δημιουργούν την ουσία της ζωής, μια και δεν είμαι σίγουρος ότι τέτοια ουσία υπάρχει, αλλά όλα αυτά είναι σημαντικά στοιχεία που δημιουργούν τη «Γεύση της ζωής»», μας λέει ο συγγραφέας.
Στη ερώτηση του Ράδιο Βουλγαρία, σχετικά με το αν η χώρα μας θα καταφέρει να κερδίσει το χρόνο που έχει χάσει, ο κ Τοντορόφ απαντά:
«Δεν υπάρχει τίποτα το οποίο πρέπει να βιαστούμε να επανορθώσουμε ή να φτάσουμε. Πρέπει, απλά, να ζήσουμε καλά και πλέρια τη ζωή μας. Η αίσθηση αυτή, να κερδίσουμε το χαμένο χρόνο, υπάρχει και σε άλλους λαούς. Σε λαούς οι οποίοι πιστεύουν ότι εξαρτούνται από εξωτερικά πολιτιστικά κέντρα. Στην περίπτωση αυτή δεν αναζητούν τις απαντήσεις στο δικό τους παρελθόν, αλλά σε ένα παρόν το οποίο είναι άσχετο απ’ αυτούς. Δεν τίθεται λόγος να κερδίσουμε κάτι, αλλά να κατανοήσουμε το ποιοι είμαστε και να αναπτυχθούμε με το δικό μας ιδιαίτερο τρόπο. Πάντα με εξέπλησσε το γεγονός ότι οι Βούλγαροι γνωρίζουν όλα όσα συμβαίνουν στον κόσμο. Αυτό είναι αποτέλεσμα ενός κόμπλεξ κατωτερότητας. Είναι απαραίτητο να αποκτήσετε αυτοπεποίθηση και να ακολουθήσετε το δρόμο σας».
* * *
Ο λαϊκισμός παρασύρει σε δημαγωγικές και απατηλές λύσεις
—συνέντευξη στη Βίλη Ζύγουρα / Το Βήμα—
Από τι απειλείται στις μέρες μας η δημοκρατία; Για τον γνωστό γάλλο φιλόσοφο και θεωρητικό της λογοτεχνίας Τσβετάν Τοντόροφ η δημοκρατία σήμερα δεν κινδυνεύει από κάποια «εξωτερική απειλή», από τον φασισμό, τον κομμουνισμό ή ακόμη και την τρομοκρατία. Κινδυνεύει από τους ίδιους τους «εσωτερικούς εχθρούς» της, με την «ελευθερία να εκφυλίζεται σε τυραννία, να μεταμορφώνεται ο λαός σε μάζα και να εξελίσσεται η επιθυμία για πρόοδο σε πνεύμα σταυροφορίας». Με αφορμή το τελευταίο βιβλίο του υπό τον εύγλωττο τίτλο «Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας», το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά (εκδόσεις Πατάκη), ο Τοντόροφ μάς μίλησε για τις «στρεβλώσεις» της σύγχρονης δημοκρατίας, τον λαϊκισμό, αλλά και τη βαθιά του πεποίθηση στη δυναμική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως γράφετε στο βιβλίο σας, «η δημοκρατία ασθενεί λόγω των καταχρήσεών της: η ελευθερία γίνεται τυραννία, ο λαός μεταμορφώνεται σε μάζα. Η επιθυμία για πρόοδο εξελίσσεται σε φανατική σταυροφορία». Ποιες είναι εκείνες οι δυνάμεις που μας οδήγησαν σε αυτή την «ύβριν»;
«Το πολίτευμα της δημοκρατίας εμφανίζεται ως ισορροπία μεταξύ αρχών και αιτημάτων διαφορετικών, ισορροπία εκ των πραγμάτων εύθραυστη, η οποία υφίσταται τη δράση δυνάμεων που προσβλέπουν στην ηγεμονία τους. Ποτέ δεν υπήρξε «χρυσή εποχή» για τη δημοκρατία, για την οποία θα έπρεπε να τρέφουμε κάποια νοσταλγία. Για παράδειγμα, επί μακρόν, η δημοκρατία απειλείτο από τον εθνικισμό: η επιβεβαίωση του έθνους ήταν αναγκαία έναντι της εξουσίας της μοναρχίας, ωστόσο όσον αφορά τις γείτονες χώρες μπορούσε να γεννήσει τον σοβινισμό, που είναι αντίθετος με το δημοκρατικό πνεύμα. Η εμφάνιση του καθένα ξεχωριστά από τους «εσωτερικούς εχθρούς» της έχει μία μοναδική εξήγηση, η οποία συνδέεται πάντα με την Ιστορία».
Πώς ορίζετε τον «πολιτικό μεσσιανισμό»; Πού βασίζεται;
«Ο θρησκευτικός μεσσιανισμός συνδέεται με την ελπίδα ότι η άφιξη του μεσσία θα εγκαθιδρύσει τον παράδεισο στη γη. Ο πολιτικός μεσσιανισμός μεταθέτει αυτό το αποτέλεσμα στην ανθρώπινη δραστηριότητα. Χρησιμοποιώ τη συγκεκριμένη έκφραση για να περιγράψω κυρίως έναν τρόπο επέμβασης σε διεθνές επίπεδο, μια επέμβαση βασισμένη στην πεποίθηση ότι είναι κανείς ο θεματοφύλακας υπέρτατων αξιών, καθώς και του καθήκοντος να τις μοιραστεί με άλλα έθνη, ει δυνατόν διά της βίας. Οι σταυροφορίες, όπως και η κατάκτηση της Αμερικής, αποτελούν παραδείγματα του μεσσιανισμού. Στην πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία διακρίνω τρία μεγάλα ρεύματα πολιτικού μεσσιανισμού: την αποικιοκρατία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, τη διάδοση του δόγματος του κομμουνισμού και τους σύγχρονους πολέμους εν ονόματι της δημοκρατίας».
Μπορείτε να ερμηνεύσετε «τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», «τις ανθρωπιστικές επιθέσεις» και τώρα τη γαλλική επέμβαση στο Μάλι υπό αυτό το πρίσμα;
«Βεβαίως, οι επίσημες δικαιολογίες που δίνονται γι’ αυτές τις επεμβάσεις είναι ίδιες: «Εμείς είμαστε οι κατηχητές των καλών αξιών, της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων του ανθρώπου, της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Είμαστε λοιπόν εξουσιοδοτημένοι ή μάλλον καλύτερα υποχρεωμένοι να επέμβουμε στρατιωτικά για να τις επιβάλουμε και στους άλλους». Αυτή η θέση επιτρέπει να επικαλεστούμε μια ηθική ανωτερότητα έναντι εκείνων που δεν συμφωνούν μαζί μας, οι οποίοι κατηγορούνται για εγκληματική απάθεια και αδιαφορία για τα δεινά αθώων πληθυσμών. Όπως στον καιρό της αποικιοκρατίας η πεποίθηση ότι ήμασταν η ενσάρκωση ενός ανώτερου πολιτισμού δικαιολογούσε την επέμβαση, η οποία στόχευε στη διόρθωση των βαρβάρων».
Πιστεύετε ότι υπάρχει όντως ένα ιδεολογικό υπόβαθρο πίσω από τις αποφάσεις των πολιτικών ή πρόκειται απλώς για υποκρισία;
«Δεν πρέπει να αναρωτιόμαστε αν αυτοί που προωθούν αυτές τις επεμβάσεις είναι υποκριτές ή ειλικρινείς. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αυτός ο τύπος δικαιολογίας είναι αποτελεσματικός, πολύ πιο αποτελεσματικός από το να λέγαμε: «Έχουμε ανάγκη να δημιουργήσουμε μια στρατιωτική βάση σε αυτή τη χώρα ή έχουμε ανάγκη να ελέγξουμε τα κοιτάσματα πετρελαίου κ.λπ.». Εξάλλου, δεν μπορούμε να εξαγάγουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα εξαπολύοντας πόλεμο κατά του αντιπάλου, δεν του φέρνουμε την ελευθερία αν για να το κάνουμε πρέπει πρώτα να τον υποτάξουμε. Δεν μπορούμε να πετύχουμε υψηλά ιδανικά με ταπεινά μέσα».
Πιστεύετε ότι η τρέχουσα οικονομική κρίση αποτελεί έκφραση μιας άλλης μορφής πολιτικού μεσσιανισμού (π.χ. « διάσωσης» μέσω της τιμωρίας) ή αποτέλεσμα του νεοφιλελευθερισμού;
«Η οικονομική κρίση δεν προκλήθηκε από στρατιωτικές επεμβάσεις. Θα έλεγα ότι εδώ βρισκόμαστε όχι στη λογική του νεοσυντηρητισμού (που υπερασπίζεται τον πολιτικό μεσσιανισμό), αλλά του νεοφιλελευθερισμού».
Ποια είναι τα αποτελέσματα του νεοφιλελευθερισμού; Στο βιβλίο σας αναφέρετε, μεταξύ άλλων, το παράδειγμα της France Télecom (σ.σ.: μεταξύ 2008 και 2011 αυτοκτόνησαν πάνω από 60 εργαζόμενοι)…
«Ο νεοφιλελευθερισμός βασίζεται σε μια αμφισβητούμενη αντίληψη της ανθρώπινης φύσης, κατά την οποία η οικονομία είναι μια δραστηριότητα σαφώς διαχωρισμένη από όλες τις άλλες και επιπλέον είναι η πιο σημαντική απ’ όλες. Αυτή η αντίληψη δικαιολογεί μια πολιτική η οποία υποτάσσει τη ζωή μιας κοινωνίας μόνο στα προστάγματα της οικονομίας.
Ωστόσο, όταν απασχολούμαστε με μια εργασία σε γενικές γραμμές συλλογική λαμβάνουμε σίγουρα αμοιβή σε χρήμα, αλλά επίσης και ικανοποίηση κοινωνικού τύπου, απαραίτητη για την ευημερία μας: την αναγνώριση, εκ μέρους του περίγυρού μας ότι απασχολούμαστε με μια δραστηριότητα την οποία η κοινωνία κρίνει χρήσιμη, τις φιλικές σχέσεις με τους συναδέλφους μας στη δουλειά, ένα αίσθημα αξιοπρέπειας. Αν το μόνο που μας απασχολεί είναι το οικονομικό αποτέλεσμα, καταστρέφουμε τα συγκεκριμένα κεκτημένα – εξίσου αναγκαία. Μια επιχείρηση πάντως δεν μπορεί να είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα, για να ξεκινήσει πρέπει να είναι επικερδής. Πρέπει λοιπόν να βρούμε μια ισορροπία μεταξύ αυτών των συμπληρωματικών απαιτήσεων».
Από την άλλη, αναφέρεστε στον «κρατικό νεοφιλελευθερισμό». Πρόκειται για κάτι νέο, ή για τον ίδιο τον φιλελευθερισμό στην πιο ακραία μορφή του;
«Το κράτος οφείλει να εξισορροπεί τον εγωισμό των ατόμων, είναι ο θεματοφύλακας του κοινού συμφέροντος και του κοινού καλού. Ωστόσο, από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, δηλαδή από την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, η υπερφιλελεύθερη ιδεολογία τού έχει αναθέσει το «καθήκον» να κατεδαφίσει ό,τι έχει απομείνει από αυτή την έγνοια για το κοινό καλό, να περιορίσει όλα τα προσκόμματα στον ελεύθερο ανταγωνισμό και τη λογική της αγοράς. Κάποια αγαθά όμως είναι υπερασπίσιμα όχι επειδή είναι άμεσα επικερδή, αλλά επειδή είναι καλά για όλους, παραδείγματος χάρη η πρόνοια για την Υγεία ή την Παιδεία ή για τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Αν το κράτος δεν κάνει τίποτα για να τα εξασφαλίσει ποιος θα το κάνει; Για να το κατορθώσει ωστόσο θα πρέπει να διαθέτει τα μέσα, πράγμα που σημαίνει κατ’ αρχήν να μπορεί να συλλέγει τους φόρους που προβλέπονται για κάθε πολίτη που διαθέτει ένα εισόδημα».
Ο λαϊκισμός είναι ο άλλος «πειρασμός» της δημοκρατίας;
«Ο λαϊκισμός προτείνει λύσεις δημαγωγικές και απατηλές στα υπαρκτά προβλήματα του κόσμου. Ειδικά στις μέρες μας επιδιώκει να τον πείσει ότι όλα τα δεινά προέρχονται από τους ξένους που διαμένουν στην επικράτεια μιας χώρας. Επωφελείται ταυτοχρόνως από την περιπλοκότητα των προβλημάτων, των οποίων η λύση δεν είναι πάντα εύκολο να κατανοηθεί, και από την επίδραση των μέσων μαζικής επικοινωνίας – την τηλεόραση, το ραδιόφωνο, τον ισχυρό Τύπο – στον δημόσιο διάλογο. Όπως γνωρίζουμε από την εποχή του Σωκράτη άλλωστε, είναι οι ωραίοι ρήτορες αυτοί που παρασύρουν, όχι εκείνοι που αναζητούν με ειλικρίνεια την αλήθεια και τη δικαιοσύνη».
Πιστεύετε στη δυναμική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πόσο δημοκρατική είναι μια ένωση όταν η διάκριση των εξουσιών, όπως ορίζεται από τον Μοντεσκιέ, δεν υφίσταται;
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση του σήμερα δεν είναι μια λειτουργία πραγματικά δημοκρατική: δεν διευθύνεται από τους εκπροσώπους των λαών της Ευρώπης, αλλά από τους αρχηγούς των κρατών τους, με τα μεγάλα κράτη να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή από τα μικρά. Θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε στον δρόμο του εκδημοκρατισμού με την απονομή περισσοτέρων εξουσιών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τον δημοκρατικό αυτόν θεσμό, δίνοντάς του, παραδείγματος χάρη, τη δυνατότητα να εκλέγει τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο οποίος θα έπρεπε να είναι ταυτοχρόνως και πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Πρέπει ωστόσο να έχουμε υπόψη μας ότι ακόμη και σε μια ιδανική δημοκρατία η μειοψηφία υποτάσσεται στις αποφάσεις της πλειοψηφίας – δημοκρατία δεν σημαίνει ότι ο καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει, ότι έχει δικαιώματα, αλλά όχι και υποχρεώσεις. Εάν παρ’ όλα αυτά υπερασπίζομαι διακαώς το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι γιατί μου φαίνεται ότι μόνο η οικοδόμηση ενός παράγοντα «ειδικού βάρους» όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να παίξει στη διεθνή σκηνή τον ρόλο του προστάτη για τον λαό της – έργο αδύνατο στο σημερινό κόσμο για μια εθνική κυβέρνηση, είτε πρόκειται για την κυβέρνηση της Ελλάδας είτε για εκείνη της Γαλλίας».
* * *
TO ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα συνέντευξης που έδωσε ο Τσβεντάν Τοντόροφ στο περιοδικό «Le Magazine Littéraire». Πηγή: proskynitis
Πώς θα χαρακτηρίζατε την περίοδο του Διαφωτισμού από ιστορική άποψη;
Το κεντρικό σημείο της σκέψης του Διαφωτισμού είναι η κριτική των εξωτερικών κηδεμονιών και η επιβεβαίωση της αυτονομίας. Ο Διαφωτισμός είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα χειραφέτησης που υποστηρίζει ότι το ανθρώπινο υποκείμενο πρέπει να πάρει στα χέρια του την τύχη του, ατομική ή πολιτική. Δεν είναι πλέον η παράδοση, αλλά είναι οι άνθρωποι αυτοί που πρέπει να θέτουν το νόμο και να τον αποδέχονται. Ο λαός είναι κυρίαρχος. Αυτό είναι το νόημα της «γενικής βούλησης», αυτής της έννοιας που ο Ρουσώ εισάγει στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο».
Το κεντρικό σημείο της σκέψης του Διαφωτισμού είναι η κριτική των εξωτερικών κηδεμονιών και η επιβεβαίωση της αυτονομίας. Ο Διαφωτισμός είναι πρώτα απ’ όλα ένα κίνημα χειραφέτησης που υποστηρίζει ότι το ανθρώπινο υποκείμενο πρέπει να πάρει στα χέρια του την τύχη του, ατομική ή πολιτική. Δεν είναι πλέον η παράδοση, αλλά είναι οι άνθρωποι αυτοί που πρέπει να θέτουν το νόμο και να τον αποδέχονται. Ο λαός είναι κυρίαρχος. Αυτό είναι το νόημα της «γενικής βούλησης», αυτής της έννοιας που ο Ρουσώ εισάγει στο «Κοινωνικό Συμβόλαιο».
Αυτή η απόρριψη της κηδεμονίας συνεπάγεται ταυτόχρονα το ξεμάγεμα του κόσμου. Το σύμπαν ολόκληρο υπακούει στους νόμους της φύσης, το υπερφυσικό δεν έχει πλέον άλλη θέση παρά μόνον η πίστη, η οποία γίνεται ιδιωτική υπόθεση. Ο Γαλιλαίος και ο Νεύτων απέδειξαν την ομοιογένεια του φυσικού κόσμου. Από τη στιγμή που ζει κανείς σε ένα εντελώς φυσικό κόσμο, ο οποίος δεν υποτάσσεται πλέον σε μαγικές δυνάμεις, μπορούν να γεννηθούν οι επιστήμες. Όχι μόνο οι επιστήμες της φύσης, αλλά και η ανθρωπολογία και η κοινωνιολογία, η ψυχολογία, η ιστορία. Όλα γίνονται αντικείμενα γνώσης, δεν υπάρχει πλέον ταμπού που να μας απαγορεύει να γνωρίσουμε τα πράγματα. Οι άνθρωποι ανοίγονται ταυτόχρονα στη διαφορετικότητα του σύμπαντος: άνοιγμα γεωγραφικό – με μια αυξανόμενη περιέργεια για τα ήθη των άλλων – και άνοιγμα ιστορικό. Όλες αυτές οι θεμελιώδεις αρχές της νεωτερικότητάς μας επινοήθηκαν και εμφανίστηκαν στην εποχή του Διαφωτισμού.
Αυτή δεν είναι μια ειδυλλιακή θεώρηση; Από τις απαρχές του ο Διαφωτισμός έγινε στόχος κριτικών.
Ορισμένες από αυτές τις κριτικές είναι θεμιτές, ενώ άλλες βασίζονται σε παρερμηνείες. Μία από τις πρώτες κατηγορίες που διατυπώνονται για το σχέδιο του Διαφωτισμού αναφέρεται στον κίνδυνο της απεριόριστης βούλησης. Σε τι υποτάσσεται η ανθρώπινη ύπαρξη αφού δεν υπακούει πλέον σε νόμους που έρχονται από αλλού; Χωρίς τον φραγμό των απαγορεύσεων, θα πουν στον 20ο αιώνα, ο άνθρωπος καταλήγει να φτιάχνει γκουλάγκ ή να εξοντώνει τις κατώτερες φυλές. Στη σκέψη του Διαφωτισμού η ανθρώπινη βούληση συναντάει ένα διπλό φρένο. Πρώτα απ’όλα ο ουμανισμός. Η ανθρώπινη δράση έχει ως σκοπό την ευημερία της ανθρωπότητας. Η επιδίωξη της ευτυχίας αντικαθιστά την αναζήτηση της σωτηρίας. Αν μια δράση που αποφασίζεται από ένα αυτόνομο άτομο, δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της ανθρωπότητας, δεν εξασφαλίζει στο λαό μεγαλύτερη ευτυχία, αυτή η δράση πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Το δεύτερο φρένο είναι η οικουμενικότητα. Όλοι οι μεγάλοι στοχαστές του Διαφωτισμού ήταν ευαίσθητοι σε αυτήν την απαίτηση. Σύμφωνα με τον Ρουσώ, για να γνωρίσουμε αυτό που είναι ορθό, πρέπει να παρατηρήσουμε αυτό που κινείται προς την κατεύθυνση του γενικού συμφέροντος. Ο Μοντεσκιέ υποστηρίζει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε κάθε ιδέα αντίθετη προς τα συμφέροντα της ανθρωπότητας. Ο Κάντ στη συνέχεια έδωσε σε αυτήν την έννοια της οικουμενικότητας τη φιλοσοφική της διατύπωση. Αυτές οι ομολογίες πίστης στην οικουμενικότητα σχεδιάζουν ένα πλαίσιο. Δεν μας επιτρέπεται να κάνουμε τα πάντα. Η αυτονομία παραμένει ο στόχος, αυτονομία του ατόμου, της γνώσης, του λαού, αλλά είναι επίσης μια αυτονομία χαλιναγωγημένη, ελεγχόμενη από τις ιδέες της οικουμενικότητας και της ανθρωπότητας…
Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος για να αντιτάσσονται στον Διαφωτισμό: η γνώση είναι ελεύθερη, αλλά αυτή δεν τίθεται πλέον στην υπηρεσία της βελτίωσης της ανθρωπότητας.
Δεν χρειάζεται πράγματι να διακρίνουμε τις απορρίψεις από τις εκτροπές που ωθούν το πρόγραμμα του Διαφωτισμού στα άκρα, ως το σημείο να το μετατρέπουν στο αντίθετό του. Όταν ο Σαντ, στο έργο του Η φιλοσοφία του μπουντουάρ, εξηγεί ότι δεν πρέπει να υπακούμε σε εξωτερικές κηδεμονίες ούτε να υποτασσόμαστε στην παραδοσιακή ηθική, βρίσκεται μέσα στο πνεύμα του Διαφωτισμού. Όταν όμως διεκδικεί το δικαίωμα να προκαλεί τον πόνο του άλλου,επειδή αυτό προξενεί τη δική του απόλαυση, αρνείται την αναζήτηση του κοινού καλού, αυτού του φρένου που αντιτάσσεται στην απεριόριστη βούληση και, ακόμη χειρότερα, φαντάζεται τον άνθρωπο αυτάρκη. Με τον ίδιο τρόπο οι ολοκληρωτισμοί είναι νόθα τέκνα του Διαφωτισμού. […]
Σήμερα απειλούμαστε περισσότερο από τις εκτροπές του Διαφωτισμού παρά από την απόρριψή του. Ο Διαφωτισμός θέλησε να αντικαταστήσει το θεϊκό σκοπό των ενεργειών μας με έναν ανθρώπινο σκοπό που θα δικαιολογεί την ύπαρξή μας. Ωστόσο, όλο και περισσότερο παρασυρόμαστε σε μια κίνηση που οδηγεί στην εγκατάλειψη αυτού του ανθρώπινου σκοπού. Δεν υπάρχουν παρά μόνον μέσα. Λησμονούμε ότι αυτά υπάρχουν για να υπηρετούν ένα σκοπό και επιδιώκουμε αδιάκοπα την ανάπτυξη της παραγωγής, χωρίς να αναρωτιόμαστε πλέον για τον σκοπό αυτού του αχαλίνωτου ακτιβισμού…
* * *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου