Μια ημερομηνία πριν από χρόνια
Ζήσαμε πάντα σε υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες
Στα σιωπηλά καφενεία με τις ετοιμοθάνατες καρέκλες
Τα σούρουπα έρχονται και ξανάρχονται κι η θάλασσα είν’ ατέλειωτη
Με τα θαμπά καράβια που φεύγουν και πλανιούνται στο σκοτάδι.
Είναι ωραίο και θλιβερό να θυμάσαι τόσα βράδια
Δεμένα μ’ απέραστους καπνούς και με δυο κατάμαυρα μάτια
Κι ένα χέρι που μάκραινε και χαιρετούσε απ’ το λιμάνι
(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)
Ζήσαμε εκείνα τα θλιβερά και μονότονα καλοκαίρια
Κλεισμένοι πίσω από τα σίδερα της θάλασσας
Μετρώντας ένα ένα τα κύματα και τ’ άστρα
Δοσμένοι στην πικρή μας προσμονή.
Άγονες μνήμες.
Τί σκέφτονται όλα αυτά τα καράβια μες στη νύχτα
Που χορεύουν δεμένα τόσα χρόνια και δε γέρασαν
Τυλιγμένα απ’ τις φουρτούνες τόσων και τόσων ταξιδιών
Τί θυμούνται τ’ αναμμένα τροπικά δειλινά
Τα φώτα που λυγίζουν και βουτάνε στο νερό
Τα παιδιά που δεν κοιμούνται και κλαίνε τα βράδια
(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)
Ήταν τα μάτια της θλιμμένα σαν τα καλοκαιριάτικα απογέματα
Κλεισμένα βαθιά στα μυστικά της θάλασσας
Κι ένα χέρι μαλακό και λεπτό σαν τη στοργή
Ένα χέρι μαλακό μπορεί να σε τραβήξει
Τραγουδώντας στα βάθη του πέλαγου στις μακρινές πολιτείες.
Ζήσαμε πάντα στις υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες
Με τη μνήμη πληγωμένη από μάτια και ταξίδια
Δεμένη πίσω απ’ ένα καράβι που δε θα γυρίσει
Μες στους απέραστους καπνούς και τα βραχνά τραγούδια
(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη).
Μανόλης Αναγνωστάκης, Εποχές
Ζήσαμε πάντα σε υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες
Στα σιωπηλά καφενεία με τις ετοιμοθάνατες καρέκλες
Τα σούρουπα έρχονται και ξανάρχονται κι η θάλασσα είν’ ατέλειωτη
Με τα θαμπά καράβια που φεύγουν και πλανιούνται στο σκοτάδι.
Είναι ωραίο και θλιβερό να θυμάσαι τόσα βράδια
Δεμένα μ’ απέραστους καπνούς και με δυο κατάμαυρα μάτια
Κι ένα χέρι που μάκραινε και χαιρετούσε απ’ το λιμάνι
(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)
Ζήσαμε εκείνα τα θλιβερά και μονότονα καλοκαίρια
Κλεισμένοι πίσω από τα σίδερα της θάλασσας
Μετρώντας ένα ένα τα κύματα και τ’ άστρα
Δοσμένοι στην πικρή μας προσμονή.
Άγονες μνήμες.
Τί σκέφτονται όλα αυτά τα καράβια μες στη νύχτα
Που χορεύουν δεμένα τόσα χρόνια και δε γέρασαν
Τυλιγμένα απ’ τις φουρτούνες τόσων και τόσων ταξιδιών
Τί θυμούνται τ’ αναμμένα τροπικά δειλινά
Τα φώτα που λυγίζουν και βουτάνε στο νερό
Τα παιδιά που δεν κοιμούνται και κλαίνε τα βράδια
(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)
Ήταν τα μάτια της θλιμμένα σαν τα καλοκαιριάτικα απογέματα
Κλεισμένα βαθιά στα μυστικά της θάλασσας
Κι ένα χέρι μαλακό και λεπτό σαν τη στοργή
Ένα χέρι μαλακό μπορεί να σε τραβήξει
Τραγουδώντας στα βάθη του πέλαγου στις μακρινές πολιτείες.
Ζήσαμε πάντα στις υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες
Με τη μνήμη πληγωμένη από μάτια και ταξίδια
Δεμένη πίσω απ’ ένα καράβι που δε θα γυρίσει
Μες στους απέραστους καπνούς και τα βραχνά τραγούδια
(«Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη).
Μανόλης Αναγνωστάκης, Εποχές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου