Μια εποχή, παράξενος ήταν κήπος
άδενδρος, γυμνός, σώμα χωρίς αγκάλη
ψυχή καμιά, καρδιάς κανένας χτύπος
θάνατος; ή μια ζωή κλωθόταν άλλη;
άδενδρος, γυμνός, σώμα χωρίς αγκάλη
ψυχή καμιά, καρδιάς κανένας χτύπος
θάνατος; ή μια ζωή κλωθόταν άλλη;
ο κήπος σαν άνθρωπος με κρύο ύφος
στης ερημιάς στεκόταν τ’ άστοργα κάλλη
μια σκιά μονάχη γλιστρούσε στο βύθος
τ’ απόβραδου, ποθώντας ποιάν αγκάλη;
στης ερημιάς στεκόταν τ’ άστοργα κάλλη
μια σκιά μονάχη γλιστρούσε στο βύθος
τ’ απόβραδου, ποθώντας ποιάν αγκάλη;
ξάφνου σ’ απόμερη του κήπου περασιά
σε πέτρας ριζιμιάς βαθύσκια χρεία
σαν θάλασσ’ αναδεύεται δαιμονικιά
σε πέτρας ριζιμιάς βαθύσκια χρεία
σαν θάλασσ’ αναδεύεται δαιμονικιά
στοιχειό ταμένο στου σκότους τη λατρεία
λάμια; ή καλομοίρα συμπονετικιά;
δεν είδα. τα μάτια μου σκεπάσαν βρύα.
λάμια; ή καλομοίρα συμπονετικιά;
δεν είδα. τα μάτια μου σκεπάσαν βρύα.
Πηγή:http://homouniversalisgr.blogspot.com/2017/09/blog-post_39.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου