Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Federico Garcia Lorca-«Ode to Salavador Dali»



A rose in the high garden you desire.
A wheel in the pure syntax of steel.
The mountain stripped bare of Impressionist fog,
The grays watching over the last balustrades.
The modern painters in their white ateliers
clip the square root's sterilized flower.
In the waters of the Seine a marble iceberg
chills the windows and scatters the ivy.
Man treads firmly on the cobbled streets.
Crystals hide from the magic of reflections.
The Government has closed the perfume stores.
The machine perpetuates its binary beat.
An absence of forests and screens and brows
roams across the roofs of the old houses.
The air polishes its prism on the sea
and the horizon rises like a great aqueduct.
Soldiers who know no wine and no penumbra
behead the sirens on the seas of lead.
Night, black statue of prudence, holds
the moon's round mirror in her hand.
A desire for forms and limits overwhelms us.
Here comes the man who sees with a yellow ruler.
Venus is a white still life
and the butterfly collectors run away.
*
Cadaqués, at the fulcrum of water and hill,
lifts flights of stairs and hides seashells.
Wooden flutes pacify the air.
An ancient woodland god gives the children fruit.
Her fishermen sleep dreamless on the sand.
On the high sea a rose is their compass.
The horizon, virgin of wounded handkerchiefs,
links the great crystals of fish and moon.
A hard diadem of white brigantines
encircles bitter foreheads and hair of sand.
The sirens convince, but they don't beguile,
and they come if we show a glass of fresh water.
*
Oh Salvador Dali, of the olive-colored voice!
I do not praise your halting adolescent brush
or your pigments that flirt with the pigment of your times,
but I laud your longing for eternity with limits.
Sanitary soul, you live upon new marble.
You run from the dark jungle of improbable forms.
Your fancy reaches only as far as your hands,
and you enjoy the sonnet of the sea in your window.
The world is dull penumbra and disorder
in the foreground where man is found.
But now the stars, concealing landscapes,
reveal the perfect schema of their courses.
The current of time pools and gains order
in the numbered forms of century after century.
And conquered Death takes refuge trembling
in the tight circle of the present instant.
When you take up your palette, a bullet hole in its wing,
you call on the light that brings the olive tree to life.
The broad light of Minerva, builder of scaffolds,
where there is no room for dream or its hazy flower.
You call on the old light that stays on the brow,
not descending to the mouth or the heart of man.
A light feared by the loving vines of Bacchus
and the chaotic force of curving water.
You do well when you post warning flags
along the dark limit that shines in the night.
As a painter, you refuse to have your forms softened
by the shifting cotton of an unexpected cloud.
The fish in the fishbowl and the bird in the cage.
You refuse to invent them in the sea or the air.
You stylize or copy once you have seen
their small, agile bodies with your honest eyes.
You love a matter definite and exact,
where the toadstool cannot pitch its camp.
You love the architecture that builds on the absent
and admit the flag simply as a joke.
The steel compass tells its short, elastic verse.
Unknown clouds rise to deny the sphere exists.
The straight line tells of its upward struggle
and the learned crystals sing their geometries.
*
But also the rose of the garden where you live.
Always the rose, always, our north and south!
Calm and ingathered like an eyeless statue,
not knowing the buried struggle it provokes.
Pure rose, clean of artifice and rough sketches,
opening for us the slender wings of the smile.
(Pinned butterfly that ponders its flight.)
Rose of balance, with no self-inflicted pains.
Always the rose!
*
Oh Salvador Dali, of the olive-colored voice!
I speak of what your person and your paintings tell me.
I do not praise your halting adolescent brush,
but I sing the steady aim of your arrows.
I sing your fair struggle of Catalan lights,
your love of what might be made clear.
I sing your astronomical and tender heart,
a never-wounded deck of French cards.
I sing your restless longing for the statue,
your fear of the feelings that await you in the street.
I sing the small sea siren who sings to you,
riding her bicycle of corals and conches.
But above all I sing a common thought
that joins us in the dark and golden hours.
The light that blinds our eyes is not art.
Rather it is love, friendship, crossed swords.
Not the picture you patiently trace,
but the breast of Theresa, she of sleepless skin,
the tight-wound curls of Mathilde the ungrateful,
our friendship, painted bright as a game board.
May fingerprints of blood on gold
streak the heart of eternal Catalunya.
May stars like falconless fists shine on you,
while your painting and your life break into flower.
Don't watch the water clock with its membraned wings
or the hard scythe of the allegory.
Always in the air, dress and undress your brush
before the sea peopled with sailors and ships.
by Federico García Lorca
......................................................................................................................................................

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΣΑΛΒΑΔΟΡ ΝΤΑΛΙ

Ένα ρόδο στον κήπο τον υπέροχο που επιθυμείς.
Και με την αμιγή τη σύνταξη του χάλυβα μιά ρόδα.
Γυμνό βουνό χωρίς εμπρεσιονιστικές ομίχλες.
Του γκρίζου οι τόνοι εβίγλισαν τους τελευταίους φράχτες.

Μες στα λευκά τους ατελιέ οι σύγχρονοι ζωγράφοι κόβουν
λουλούδια αποστειρωμένα από ρίζες τετραγωνικές.
Στου Σηκουάνα τα νερά μαρμάρινο παγόβουνο
ψυχραίνει τα παράθυρα και διασκορπίζει τους κισσούς.

Με βήμα ακλόνητο ο άντρας περπατάει στο λιθόστρωτο.
Των αντικατοπτρισμών ληστεύουν τη μαγεία τα κρύσταλλα.
Τώρα η Κυβέρνηση έκλεισε τα αρωματοπωλεία.
Η μηχανή κινήσεις διαιωνίζει παλινδρομικές.

Μιά δασική απουσία, παραβάν και γαϊτανόφρυδα
γυρνοβολάνε στις ταράτσες των παλιών σπιτιών.
Στιλβώνει ο αέρας το πρίσμα του πάνω απ’ τη θάλασσα
και ο ορίζοντας σηκώνεται σαν νά ’ναι υδραγωγείο.

Ναυτίλοι, που αγνοούν κρασί και μισοσκόταδο,
στις μολυβένιες θάλασσες καρατομούν σειρήνες.
Η Νύχτα, μαύρο της φρονήσεως άγαλμα, κρατάει
τον στρογγυλό καθρέφτη της σελήνης στην παλάμη της.

Μάς πλημμυρίζει ο πόθος για μορφές και για όρια.
Και ιδού έρχεται ο άντρας που κοιτάει μ’ ένα μέτρο κίτρινο.
Μιά πάλλευκη νεκρή φύση είναι η Αφροδίτη
και όσοι συλλέγουν πεταλούδες χάνονται.


          *


Το Καδακές, στου λόφου την ακμή και των υδάτων,
υψώνει σκαλινάδες και αποκρύπτει όστρακα.
Αυλοί από ξύλο γαληνεύουν τον αγέρα.
Και γέρος των αλσών θεός φιλεύει τα παιδιά καρπούς.

Ανόνειροι οι ψαράδες του κοιμούνται στις αμμούδες.
Στα πέλαγα έχουν ένα ρόδο για πυξίδα.
Παρθένος ο ορίζοντας από μαντήλια λαβωμένα
ενώνει του ψαριού το μέγιστο βιτρώ με της σελήνης.

Διάδημα σκληρότατο από μπριγκαντίνια κάτασπρα
ζώνει μέτωπα πικρά και κόμες παρά θίν’ αλός.
Οι Σειρήνες πείθουν μεν, μα δεν καταδικάζουν
και ξεπροβάλουν, σαν τους δείξουμε ποτήρια με γλυκό νερό.


          *


Ω Σαλβαδόρ Νταλί, με τη φωνή σου που ’ναι ελαιογραφία!
Δεν επαινώ την ατελή σου πινελιά σαν είσουν έφηβος
ούτε το χρώμα σου που όλο φλερτάρει αποχρώσεις του καιρού σου,
πλην ανυμνώ τους φόβους σου μες στην πεπερασμένη αιωνιότητα.

Ψυχή βεσπασιανή, σε νέα τώρα μάρμαρα επάνω ζεις.
Την άραχλη αποφεύγεις ζούγκλα των αδόκητων μορφών.
Η φαντασία σου πάει ώς εκεί που παν τα χέρια σου.
Στο παραθύρι σου θαλάσσια χαίρεσαι σονέττα.

Ο κόσμος είναι ζόφος θεόκουφος και αταξία
στα πρώτα πέρατα όπου και απαντάται άνθρωπος.
Τ’ αστέρια ωστόσο, κρύβοντας τοπία τώρα,
το τέλειο υποσημαίνουν σχήμα της τροχιάς τους.

Του χρόνου η ροή λιμνάζει συγκροτούμενη
σε αριθμητικές μορφές του ενός αιώνα και του άλλου.
Και ο Θάνατος, ο πατηθείς και τρέμων, άσυλο ζητάει
στον κύκλο τον στενό της τρέχουσας στιγμής.

Σαν πιάνεις την παλέττα σου, από ’να σμπάρο τρύπια στην ακρούλα,
καλείς το φως που ξαναφέρνει στη ζωή τα ελαιόδενδρα.
Της Αθηνάς το φως ανοίγει και δομεί ικριώματα, όπου
δεν έχει χώρο για όνειρα και για τ’ ανακριβή τους άνθη.

Καλείς το αρχαίο φως που ξαποσταίνει στα ματόφρυδα
χωρίς να λέει να κατεβεί στου ανθρώπου την καρδιά ή το στόμα.
Φως που φοβίζει τα επιστήθια του Βάκχου αμπέλια
και την ορμή την άτακτη νερών που καταρρέουν.

Καλώς ποιείς που μπήγεις σημαιούλες προειδοποιητικές
στα σύνορα τα σκοτεινά όπου και αναλάμπει η νύχτα.
Ζωγράφος είσαι, και δεν θες τις φόρμες μαλθακές
με τα μεταβλητά βαμβάκια απρόβλεπτων συννέφων.

Τα ψάρια στο ενυδρείο και το πουλί μες στο κλουβί του.
Δεν θέλεις να τα επινοείς στη θάλασσα ή στον αγέρα.
Στυλιζάρεις ή κοπιάρεις μόνον, όταν θά ’χεις δει καλά
με τίμιο βλέμμα τα τόσο ευκίνητα κορμάκια τους.

Την ύλη που ’ν’ σαφώς προσδιορισμένη αγαπάς –
το μανιτάρι δεν μπορεί να στήσει εκεί το αντίσκηνό του.
Και την αρχιτεκτονική αγαπάς που οικοδομεί στην απουσία
και τη σημαία θεωρείς απλώς καλαμπουράκι.

Ο ατσάλινος διαβήτης λέει τον βραχύ ελαστικό του στίχο.
Νησίδες άγνωστες διαψεύδουν διαρρήδην την υδρόγειο.
Η ευθεία λέει τον κάθετον αγώνα της
και οι κρύσταλλοι οι σοφοί εγκωμιάζουν τις γεωμετρίες τους.


          *


Μα και το ρόδο μες στον κήπο όπου ζεις.
Το ρόδο πάντα, πάντοτε βορείως και νοτίως μας.
Ήρεμο και αυτοσυγκεντρωμένο σάμπως άγαλμα τυφλό
και πάντα ν’ αγνοεί τον υποχθόνιο αγώνα που ανάβει.

Ρόδο αγνό και καθαρμένο από τεχνήματα και σκίτσα
μάς ανοίγει τα λυμφατικά φτεράκια του χαμόγελου.
(Πεταλούδα καρφωμένη που ζυγίζει και μετρά το πέταγμά της.)
Ρόδο ισόρροπο χωρίς εκούσιους πόνους πουθενά.
Το ρόδο πάντα!


          *


Ω Σαλβαδόρ Νταλί, με τη φωνή σου που ’ναι ελαιογραφία!
Λέω ό,τι μου λεν η όψη σου και οι πίνακές σου.
Δεν επαινώ την ατελή σου πινελιά σαν είσουν έφηβος
πλην ανυμνώ τη σταθερή κατεύθυνση του βέλους σου.

Την όμορφή σου μάχη τραγουδώ για φώτα καταλωνικά,
τον έρωτά σου για οτιδήποτε επιδέχεται ερμηνεία.
Την αστρονομική και τρυφερή καρδιά σου τραγουδώ
που κούπα τράπουλας αλάβωτη έχει γίνει.

Υμνώ την αγαλμάτινη αγωνία που πάντοτε επιδιώκεις,
το φόβο της συγκίνησης ’κεί πού σε καρτεράει στο δρόμο.
Υμνώ την πελαγίσια τη μικρή σειρήνα που σε υμνεί
καβάλλα σε ποδήλατο φτιαγμένο από κοράλλια και κοχύλια.

Μα πάνω απ’ όλα υμνώ τον λόγο τον κοινό
που σε ώρες μαύρες μάς ενώνει και χρυσές.
Δεν είναι η Τέχνη αυτό το φως που μας τυφλώνει τα όμματα.
Ο Έρως είναι πρώτ’ απ’ όλα, η φιλία και η μονομαχία.

Δεν είναι ο πίνακας που εγκαρτερώντας σχεδιάζεις πρώτο-πρώτο,
ούτε της Θηρεσίας το στήθος με τ’ ακοίμητο περίβλημά του,
κι ούτε οι βόστρυχοι οι ελικώδεις της αχάριστης Ματθίλδης.
Απ’ όλα πρώτη είναι η φιλία μας απεικασμένη σαν σκακιέρα.

Δακτυλογραφικά αποτυπώματα αίματος επάνω σε χρυσάφι
την αιώνια δέρνουνε καρδούλα της Καταλωνίας.
Αστέρια σα γροθιές, μα δίχως γύπες, σε φωτίζουν
ενώ βλασταίνουν και η ζωή και η ζωγραφική σου.

Ω, μην κοιτάζεις την κλεψύδρα που ’χει αντί φτερά μεμβράνες
ούτε των αλληγοριών το σκληρό και τ’ άκαμπτο δρεπάνι.
Να ντύνεις, να γυμνώνεις στον αγέρα πάντα τον χρωστήρα σου,
στη θάλασσα εμπρός οπού ’χει πλήθος μπάρκα και ναυτίλους.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου