Δ. Π. ΚΩΣΤΕΛΕΝΟΣ | Ο Κούλης Αλέπης γεννήθηκε στα 1903, στην Αρεόπολη, την παλιά ιστορική Τσίμοβα, στην οποία πρώτη φορά στα 1821 υψώθηκε από τους Μανιάτες η σημαία της Ελληνικής Επαναστάσεως. Και άρχισε πια ο μεγάλος αγώνας. Τελείωσε το Γυμνάσιο στο Γύθειο και κατόπιν σπούδασε, νομικά και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε, ως δημόσιος υπάλληλος στο υπουργείο Οικονομικών, στο οποίο χρημάτισε και προσωπάρχης. Ο Κούλης Αλέπης δημοσίευσε ποιήματα του και μεταφράσεις σε πολλά περιοδικά. Σε βιβλία εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: «Ερημικοί περίπατοι» 1931, «De profundis», 1937, «Στον ίσκιο της Αγάπης», 1948, «Χρυσές μνήμες» 1959, όπου, πρώτη φορά, παρουσιάζει και ποιήματα σ’ ελεύθερο στίχο. Στα 1963, κυκλοφορεί «Το Χρονικό της ζωής μου» (ποιητική αυτοβιογραφία) και τέλος στα 1968 ενσωματώνει όλες τις ποιητικές συλλογές του σ’ έναν τόμο, με τον τίτλο «Ποιήματα». Επίσης μεγάλη είναι η μεταφραστική εργασία του Κούλη Αλέπη. Στα 1933 κυκλοφορεί τη «Μήδεια» του Ευριπίδη. Στα 1938 εκδίδει ανθολογία Αρμενίων ποιητών με τον τίτλο: «Αρμένικη Μούσα». Στη μετάφραση των ποιημάτων, που έγινε από το γαλλικό κείμενο, βοηθήθηκε σημαντικά από τον Αρμένη
ποιητή Βαζκέν Εσαγιάν, που μένει στην Αθήνα. Στα 1944 ο Αλέπης εκδίδει μετάφραση της «Ηλέκτρας» του Ευριπίδη. Στα 1962 εκδίδει σε μετάφραση του το έργο του Ιταλού ποιητή Angiolo Silvio Novaro, «Ή μητέρα του Χριστού». Στα 1961 εκδίδει: «Τα εικοσιτέσσερα σονέττα» της Γαλλίδας ποιήτριας Λουίζας Λαμπέ. στα 1963 κυκλοφορεί σε μετάφραση του «Η Ελλάδα στο Βιργίλιο του Λουίτζι Αλφόνσι». Στα 1964 κυκλοφορεί το βιβλίο «Άνθη από κήπους ξένους», ποιήματα 76 ποιητών, Γάλλων Αρμενίων, Ιταλών. Η ποίηση του Κούλη Αλέπη έχει μιά συγκινητική τρυφεράδα εκφραστική, σχεδόν κουβεντιαστή απλότητα, κι έναν αυθόρμητο λυρισμό. Βασανισμένος ψυχικά από υποκειμενικούς του λόγους, με τη μοναξιά του απροσάρμοστου και ρομαντικού ποιητή, με τη λεπτή ευαισθησία, με τη μουσικότητα του λόγου και τη γνησιότητα τού πάθους ο Κούλης Αλέπης μεταδίνει τη συγκίνηση του και στον αναγνώστη:
Βγήκες ένα βράδι, βράδι με βροχήγια να μη γυρίσης πάγκαλη ψυχή.Βγήκες ένα βράδι περιστέρι αγνόγια να φτερουγίσης προς τον ουρανό.Τώρα πια τί μένει στο χρυσό κλουβί;μιά καρδιά θλιμμένη μιά λαλιά βουβή.
Βγήκες ένα βράδι, βράδι με βροχήκι έφυγες για πάντα πάγκαλη ψυχή.
Ο Κούλης Αλέπης έχει γνήσια ποιητική στόφα και κατέχει μιά θέση στην ελληνική ποίηση. Στο ενεργητικό του καταγράφονται και οι ωραίες του και προσεχτικά επεξεργασμένες μεταφράσεις. Τελευταίο μεταφραστικό του έργο, ανάτυπο από την «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» του 1968 είναι τα «Αρχαία Ελληνικά Επιγράμματα» (1968).
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ / Δ. Π. ΚΩΣΤΕΛΕΝΟΣ - ΑΘΗΝΑ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΦΟΙ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΙ, 1976
Προαίσθηση
Κι’ όσο είμαι νέος πάλι καλά, σύγνεφο όμως πελώριοσα θα σταθεί κι’ απάνω μου των γηρατειών η θλίψη,την κρύα καρδιά μου, ένα δεντρί που καίγεται σβηστό,σαύρα πικρή κι’ ακούραστη θα κατοικήσει η τύψη.Πώς σ’ άφησα και μου’ φυγες, ω ζωή, μες απ’ τα χέρια,κι’ ας λαχταρούσα ως τη στερνή σταλιά να σε ρουφήξω,σα στρατοκόπος που έσκυψα να πιω να δροσιστώ,μα ουδέ τα δάχτυλα καλά δε φρόντισα να σμίξω...
Και τι πως αύριο
Και τι πως αύριο η πίκρα μου η παλιάμε ξέχειλο μπορεί να φτάσει τάσι;Απόψε έχω μεθύσει από φιλιάκι από ζεστά αγκαλιάσματα χορτάσει.Κι είναι άνοιξη· και πάω σα σε χορό,στο νοτερό το απόβραδο, το γκρίζο,κι όπως γυρίζω σπίτι, αργοπορώκαι τ’ ακριβό όνομά σου ψιθυρίζω.Τα δάχτυλά μου οσφραίνομαι συχνά,τα ρούχα που εχαρήκαν το κορμί σου,το μύρο για να νιώσω σιγανά,ξανά της γλυκανάσαστης ορμής σου.Καλώς να φτάσεις, πίκρα μου παλιά,και ξέχειλ’ αύριο ας πιω τ’ άθλιο σου τάσι!Απόψε έχω μεθύσει από φιλιάκι από ζεστά αγκαλιάσματα χορτάσει.
Δημοσιεύτηκε στο τ. 43 του περιοδικού «Ελεύθερα Γράμματα» (15.5.1946)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου