Δευτέρα 3 Ιουνίου 2019

Léopold Sédar Senghor-H νύχτα του Sine


Woman, place your soothing hands upon my brow, 
Your hands softer than fur.
Above us balance the palm trees, barely rustling
In the night breeze. Not even a lullaby.
Let the rhythmic silence cradle us.
Listen to its song. Hear the beat of our dark blood, 
Hear the deep pulse of Africa in the mist of lost villages.

Now sets the weary moon upon its slack seabed
Now the bursts of laughter quiet down, and even the storyteller
Nods his head like a child on his mother's back
The dancers’ feet grow heavy, and heavy, too, 
Come the alternating voices of singers.

Now the stars appear and the Night dreams
Leaning on that hill of clouds, dressed in its long, milky pagne.
The roofs of the huts shine tenderly. What are they saying
So secretly to the stars? Inside, the fire dies out
In the closeness of sour and sweet smells.

Woman, light the clear-oil lamp. Let the Ancestors
Speak around us as parents do when the children are in bed.
Let us listen to the voices of the Elissa Elders. Exiled like us
They did not want to die, or lose the flow of their semen in the sands.
Let me hear, a gleam of friendly souls visits the smoke-filled hut, 
My head upon your breast as warm as tasty dang streaming from the fire, 
Let me breathe the odor of our Dead, let me gather
And speak with their living voices, let me learn to live
Before plunging deeper than the diver
Into the great depths of sleep.
................................................................................................................................................................

Γυναίκα, ξεκούρασες στο πρόσωπό μου
τα από βάλσαμο χέρια σου,
τα χέρια σου πιο απαλά κι από προβιά.
Οι ψηλές χουρμαδιές ταλαντεύονται
στον βραδινόν αέρα μόλις θροΐζοντας
με άνοιγμα νανουρίσματος,
οι ρυθμοί κι η σιωπή μας τριγυρίζει.


Άκουσε τα τραγούδια τους, άκουσε τον χτύπο
του σκοτεινού μας αίματος,
τον χτύπο του σκοτεινού αρμού της Αφρικής
μες στην ομίχλη των χαμένων χωριών.
Τώρα το κουρασμένο φεγγάρι γέρνει στο κρεβάτι του
από χαλαρό νερό, τώρα υγρό είν’ το γέλιο, πέφτουν να κοιμηθούνε.


Αυτή είναι η ώρα των άστρων και της νύχτας που ονειρεύεται
και πλαγιάζει σ’ αυτόν τον τόπο των νεφών
σκεπασμένη μες στο μακρύ γαλακτερό τους φόρεμα,
οι στέγες των σπιτιών γυαλίζουν απαλά.
Εμπιστευτικά στ’ αστέρια άφησέ με ν’ ακούσω
στην καπνισμένη καλύβα την σκιώδη επίσκεψη
των εξευμενισμένων ψυχών, άφησέ με να αναπνεύσω
τ’ άρωμα των νεκρών μας, άφησέ με να αναπολήσω
και να επαναλάβω ζωντανές φωνές τους,
άφησέ με να μαθαίνω να ζω πιο βαθιά κι από τον δύτη
στο ψηλό βάθος του ύπνου.

Μετάφραση: Αλέξης Τραϊανός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου