Επιτέλους, τραβάγανε για τα σπίτια τους. Είχανε να βάλουνε κι εκεί τάξη. Γιατί, γυρνώντας από την ταβέρνα, λίγοι βρίσκουνε το σπίτι τους, όπως το 'χουν αφήσει. Οι πιο πολλοί, μέσα κι ο Ηρακλής, το βρίσκουνε με τα κεραμίδια κάτου και τα θεμέλια απάνου. Το 'βλεπε το σπίτι ανάποδα και ξύπναγε μέσα του ο μυθικός του συνονόματος. Φέσι γύρναγε κάθε βράδυ στη φαμελιά του. Στρατηγός. Ο μεθυσμένος, δεν ξέρω αν έχεις προσέξει, είναι χωρισμένος στα δύο. Απ' τη μέση κι απάνου έχει πάρει τα γαλόνια το ΄να πάνου στ' άλλο, έχει φτάσει στο ψηλότερο σκαλί και πολεμάει να σταθεί στο ύψος που τον έχει στείλει το πιοτό. Απ' τη μέση και κάτου; Αλίμονο! Πάει σούρνοντας να πάρει τη θέση που με τόσο κόπο κέρδισε. Κάτου, στο τελευταίο σκαλί.
Λυμένα χέρια και πόδια, βαριά η ανάσα κι η ανηφοριά όλο και πιο ανηφορική. Αβάσταχτη, σαν την απελπισία. Πώς να το σπρώξει το ρημάδι το καρότσι και μάλιστα φορτωμένο; Έβλεπε και λάβαινε για να φτάσει μέχρι την πόρτα του.
Πηγή:Κατερίνα Ξάνθου, Ένα μαγικό ταξίδι (τότενες μάτια μου...) Καλαμάτα: Έλυτρον 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου