Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2021

Φώτης Αγγουλές-Ποιήματα

 Είσαι φτωχή

 

Μη με παρακαλείς αν μείνω

μαζί σου, να πονέσω, ή, να χαρώ.

Είμαι μια δίψα που δε σβύνω,

μια θέληση που δεν μπορώ.

Μη μου μιλάς γι’ αγάπη, μη,

δεν σ’ αγαπώ και δεν σε νοιώθω,

μη μου σπαράζης την ψυχή.

Πώς να στο πω; Είσαι μια φτωχή,

κι’ είμαι μια θάλασσα από πόθο.

 

 

Το στίγμα

Σ’ ένα νεαρό Φασίστα,

που βρέθηκε σκοτωμένος

πάνω σε μια ρούσικη χιονισμένη στέππα

Και μεσ’ στα χιόνια, θησαυρούς το άρπαγο μάτι βλέπει;

Ξανθέ φονιά, τι σ’ έφερε σ’ αυτήν εδώ τη στέππη;

Μέσα στη νύχτα, φονικό ποιανού έστηνες καρτέρι;

Ποιος σ’ έβλαψε τόσο μακρυά; Ποιον ξέρεις; ποιος σε ξέρει;

Εδώ που χρόνια εμόχθησε το εργατικό το χέρι

να χτίση την καλύβα του και μια ζωή να φτιάση; 

Νυχτερινέ διαγουμιστή, πώς θες να σε δικάση,

το χέρι αυτό που του γκρεμνάς ό,τι από χρόνια χτίζει;

Τώρα φωλιάζουν στ’ άσαρκο κρανίο σου σκοτάδια,

κι αφ’ της φυλής τα όνειρα είναι τα στήθια σου άδεια.

Κι’ ίσως μια μάννα, ένα παιδί ! κάπου να σε προσμένει,

μα εσύ, θα μένεις πάντοτε ξένος σε χώρα ξένη,

κι’ η μνήμη σου που της ζωής το νόημα θα λερώνει,

θάναι ένα στίγμα, ένας λεκές, μέσ’ στο κατάσπρο χιόνι…

 

Μπάυρον

Γιατί να ρθής στην ώμορφην Ελλάδα να πεθάνης;

ξανθέ ποιητή,

γιατί;

 

Εμείς, την εχτιμούμε τη φιλία.

Εμείς, τη Λευτεριά την αγαπούμε.

Τώρα που βάρβαρα οι δικοί σου

μας τυραγνούν, τι να τους πούμε;

 

Κύτταξε, απ’ έξω μας φρουρούνε

διπλοφρουροί.

Τούτη τη νύχτα, δεν μπορούμε

να θυμηθούμε τη μορφή σου,

γιατί στα σύρματα μπορεί η σκέψη μας ν’ αγκυλωθή

και να ματώση την ψυχή σου.

 

 

Ο δρόμος μας

Στους συντρόφους

που δεν γυρίσανε πίσω

Ας μην ήρθατε πίσω,

κι’ ας μη φτάσατε πουθενά.

Ο δρόμος μας αρχινά,

από κει που ο δικός σας τελειώνει.

Μέσα στο κάτασπρο χιόνι,

μια ματωμένη γραμμή το δρόμο μας δείχνει,

ας ρίχνει σκοτάδι τριγύρω η νύχτα, ας ρίχνει…

Ακολουθούμε πιστά τα  ατωμένα σας ίχνη.

 

 

Αν το λέμε…

 

Η φτωχές μας καλύβες σηκώνουνε τις μεγάλες Πατρίδες.

κι’ οι καλοί πατριώτες,

τεχνουργούν για τα χέρια μας δυνατές αλυσίδες.

 

Αν πονούμε, μας δείρανε, όμοια οχτροί κι’ όμοια φίλοι,

κι’ αν το λέμε, αν το ξέρουμε της ζωής το τραγούδι,

το μάθαμε απ’ του χάρου τα χείλη.

 

 

Ανοικοδόμηση

 

Σήμερα

η Διεθνής Οικονομία

εκέρδισε τρεις πατάτες.

Ο διπλανός μου πεθαίνει.

Στα χείλη του που πιπιλάνε

τις τελευταίες αναπνοές

αφ’ τον ασκό του οξυγόνου

ούτε παράπονο φαίνεται,

ούτε γέλοιο.

Μα πέρα, στο βάθος του δρόμου,

πίσω αφ’ τις μικρές αροδάφνες

που ακόμα δεν άνθισαν,

τα χαλάσματα της Αθήνας,

περιμένουν την ανοικοδόμηση…

 

 

Καλόγερε

 

Καλόγερε είσαι άνθρωπος και μόνο αυτό μου φτάνει,

να ξέρω πως δεν μπόρεσες τον κόσμο μας  ν’ απαρνηθής.

Πες το καλόγερε σ’ αυτούς που βρίσκονται στην πλάνη,

τί πειρασμός είν’ η ζωή, και πόσο αλήθεια αξίζει,

και πώς εσέ τον αρνητή συχνά σε σκανταλίζει,

κι’ όταν η σάρκα σου ξυπνά σε μια του νου σου λάμψη,

τόσο ανάβει ο πόθος σου, που θέλει να σε κάψη.

Κανένας ζωντανός δεν ζει εκτός καιρού και τόπου,

κι’ αν δεν βοηθήσης τον φτωχό να λυτρωθή, κι’ εσύ ασκητή,

θάσαι προδότης της ζωής και θάσαι οχτρός του ανθρώπου.

 


Μην καρτεράτε

 

Μην καρτεράτε να λυγίσωμε.

μήτε για μια στιγμή,

μηδ’ όσο στην κακοκαιριά

λυγάει το κυπαρίσσι.

Έχουμε τη ζωή πολύ,

πάρα πολύ αγαπήσει.

 

 

Μείνε

 

Γλύστρησε κρυφά, να μην το πάρη

είδησι ο φρουρός μου π’ αγρυπνά

κι’ ήρθε στο κελλί μου το φεγγάρι.

Ήρθε και με βρήκε λυπημένο

κι’ ήτανε το χάδι του απαλό,

σαν γυναίκειο χέρι αγαπημένο.

 

Μείνε στο φτωχό μου το κελλί,

φεγγαράκι, τι να σε τρατάρω;

δεν μου μένει πια παρά η ψυχή,

κι’ έχω τόσο ανήφορο να πάρω.

 

Κυπαρίσσια

 

Τα κυπαρίσσια της φυλακής μας στοιχειώνουν.

Φυλαχτείτε από τον ίσκιο τους.

Τ’ ακούμε τις νύχτες ν’ ανεμοδέρνονται και να κλαίνε:

─«Δέντρα δεν είμαστε πια. Στα κλαδιά μας,

σταυρώσανε την Αλήθεια.

Στον ίσκιο μας βασανίσανε την Αγάπη

και κόψαν της Καλωσύνης τα χέρια.

Μια θλίψη πικραίνει τις ρίζες μας.

αε τούτο τον ουρανό δεν υπάρχουνε άστρα.

Κάτι κίτρινες φλόγες σαν από θειάφι μονάχα,

κάτι ύποπτα βλέμματα σαν πυρωμένα καρφιά,

κι’ η ατέλειωτες νύχτες…

Εδώ, η ζωή κι’ η ποινή, είναι ένα.

Κάθε μερόνυχτο που ξοφλάς αφ’ την καταδίκη σου,

το αφαιράς από τη ζωή σου.»

Ε, κυπαρίσσια, μην κλαίτε.

Όλοι έχουνε από δυο διπλωμένα φτερά,

και κανείς δε γυαλίζει τις χειροπέδες του.

Τα λιμάνια τους είναι σίγουρα.

Κυττάξετε τους κυματοθραύστες

που τραγουδάνε απάνω τους η φουρτούνες.

Κυπαρίσσια, μην κλαίτε.


 Πορεία μέσα στη Νύχτα, 1958

Αναδημοσίευση από:

https://www.thematapaideias.org/site001/index.php?option=com_content&view=article&id=74%3A2014-12-29-14-28-50&catid=7%3A2014-09-01-16-57-23&Itemid=9  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου