. . Η αμαρτία στρογγυλοκάθεται στο βούρκο, και οι μύσται της, ξένοιαστοι, έχουν την ηδονή για επιούσιον άρτον. Παρέκει, οι αγαθοί, σκύβουν ολημερίς στο μόχθο που τους έλαχε. Ο γεωργός ποτίζει, τη γη με τον ιδρώτα του. Ο ναύτης σβήνει τη δίψα του στην άλμη της θαλάσσης. Και ο καλόγερος λατρεύει το Θεό του και φυλάγει μη σβήσει το καντήλι.
Αλλά νά, φύσηξε το ανοιξιάτικο αεράκι και τους μεθά χωρίς κόπο καθώς τους βρίσκει άπειρους και ανέτοιμους. Αρχίζουν έναν τρελό χορό. Το αεράκι δυναμώνει, γίνεται θύελλα και τους συνεπαίρνει. Ο ναύτης πνίγηκε... Ο γεωργός τα ’χασε όλα και ξενιτεύτηκε κοπέλι... Και ο καλόγερος χτυπά το μέτωπό του επάνω στο μάρμαρο, γονατισμένος μπρος στο ιερό.
Τον βούρκο δεν τον τάραξε η θύελλα. Η αμαρτία, στρογγυλοκαθισμένη, καμαρώνει τους μύστες της που ξένοιαστοι έχουν την ηδονή για επιούσιον άρτο και για φυλαχτό . . .
ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ, Λεμονοδάσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου