Τ’ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ προχωρούσε βραδυκίνητο. Μάκραιναν οι ίσκιοι των δέντρων, η μακρινή κάψα πέρσευε. Μια θολούρα στεγνή, ακόμα ανεπαίσθητη, πύκνωνε αργά-αργά πάνω στον κάμπο.
Άνοιξε τα μάτια της και, με το βλέμμα, αναζήτησε τον σύντροφό της. Λίγο πριν είχε νιώσει το μπράτσο του να τραβιέται κάτω από το κεφάλι της κι άκουσε τα βήματά του να τρίζουνε πάνω στις ξερές βελόνες τω ν πεύκων. Τον είδε λίγο πιο κάτω, καθισμένον σε μια πέτρα. Είχε το κορμί του σκυφτό και το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια.
Αργά η Σοφία ανασηκώθηκε. Κάθισε αγκαλιάζοντας με τα μπράτσα τα γόνατά της και χαμογέλασε ήρεμα, με παιδιάστικη καλοσύνη.
«Γιάννη!»
Δε σήκωσε το κεφάλι του, δεν ξεσκέπασε το πρόσωπό του. Μονάχα η ράχη του φαινότανε να τρέμει.
Άπλωσε το χεράκι της και τον κάλεσε.
«Έλα…»
Στράφηκε τώρα, αργά, και την κοίταξε. Το πρόσωπό του ήτανε χλωμό, τα μάτια κοκκινισμένα. Σηκώθηκε με δυσκολία, με κόπο, στάθηκε ορθός, με τα χέρια κρεμασμένα, έκανε να φύγει πέρα, στάθηκε, ξαναγύρισε και, δίχως να την κοιτάζει:
«Γιατί το ’κανες αυτό» τη ρώτησε βραχνά.
Τέντωσε τα μάτια της κι απόμεινε να τον κοιτάζει έτσι, απορημένη. Δεν καταλάβαινε τι θέλει να της πει, αναρωτιόταν ανήσυχη για το λογικό του.
«Γιατί σ’ αγαπώ», απολογήθηκε σιγανά, σαστισμένη.
Ξαφνικά, ο βοηθός έσφιξε τις γροθιές του και τις σήκωσε κατά τον ουρανό. Τις κατέβασε με δύναμη χτυπώντας τα μεριά του και είπε τρέμοντας:
«Θυσία ή ενέδρα; Θε μου!… Θυσία ή ενέδρα;»
Τον κοίταζε τεντώνοντας τα μάτια της, άφησε τα χέρια της να γλυστρήσουνε στο χώμα και, μεμιάς, κατάλαβε…
Εκείνος τώρα είχε σταυρωμένα τα χέρια του, κι ασάλευτος σαν άγαλμα κοίταζε πέρα, κατά τον κάμπο. Σηκώθηκε κι αυτή σιάζοντας το φουστάνι της, έστρωσε πρόχειρα τα μαλλιά της και πήρε στο χέρι το καπελάκι της. Τα χείλη της έτρεμαν ανάλαφρα κι είχανε πανιάσει.
«Πάμε!» έκανε παγερά.
Η φωνή της είχε ξανάβρει τη γυναίκεια της ανάπαλση.
Και την ώρα που μπαίνανε στο λεωφορείο στράφηκε και του είπε μονάχα:
«Να μη θεωρείς τον εαυτό σου δεσμευμένο. Είσαι λεύτερος. Ακούς;!»
Λεύτερος;… Στ’ αυτοκίνητο μέσα, που τους φέρνει πάλι στην Αθήνα, αναρωτιέται ο Γιάννης ο Μαρούκης αν η λέξη τούτη έχει καθόλου περιεχόμενο. Τι να πιστέψει; Την ανειλικρίνεια του κοριτσιού που είναι καθισμένο δίπλα του ή το περήφανο ψέμα της; Τον γυναίκειο υπολογισμό ή το παρθενικό θάρρος; Κι όμως, πάνω απ’ όλα, τη στιγμή τούτη στέκεται ένα γεγονός ανεπανόρθωτο και μια ευθύνη: η δική του.
Αργά, ρυθμικά, ξαναπερνάει στο νου του την περασμένη του ζωή, από τα μικρά του χρόνια. Αναθυμάται τα πρόσωπα, τα περιστατικά και τις στιγμές. Ξαναγυρίζει ο νους στην πρόσφατη κι ωστόσο μακρινή εποχή της περυσινής άνοιξης, το δειλινό εκείνο που το πέρασε στο καφενείο της μικρής πλατείας. Τη γνωριμιά με τον Μαλβή. Το βράδυ του Επιταφίου… Η Σοφία! Το μικρό, το ξένο εκείνο κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά, η αγγελική εμφάνιση μέσα στη λάμψη που χύνουν οι λαμπάδες. Θε μου! Πόσο μακριά, μια ολάκερη θαρρείς ζωή, και τόσα, τόσα που μεσολάβησαν από τότε ως τώρα… Τα θυμάται όλα, τα περιστατικά της τελευταίας τούτης χρονιάς, τα λοξοδρομίσματα της καρδιάς του, την εσωτερική του ιστορία που είναι μεστότερη από την εξωτερική, τη μορφή της άτυχης μάνας του, τη μοίρα της που είναι κι ολονών των ανθρώπων η μοίρα, να κάνουνε τόπο στην ανυπόμονη νέα ζωή. Ξαναβλέπει τον εαυτό του σε παλιότερους καιρούς, όταν ήταν αδέσμευτος, τον βλέπει περιπατητή ρεμβαστικό κι ονειροπαρμένο, αιώνιον αναποφάσιστο, μέσα στα φτωχικά σοκάκια της πολιτείας τούτης που του στάθηκε δεύτερη πατρίδα και πρώτη ερωμένη. Αναθυμάται και νοσταλγεί, τι, ούτε κι αυτός δεν ξέρει, και μέσα σ’ όλ’ αυτά, ασύνειδα, ψάχνει να βρει έναν ειρμό, μιαν εξήγηση, μια κοινή αιτία. Ναρκωμένος, με το νου βαρύ, ψάχνει στα τυφλά, ψηλαφίζει. Πού βρίσκεται, λοιπόν, το κέντρο όλης τούτης της περιφοράς; Πού; Γιατί κάπου πρέπει να υπάρχει ένας πυρήνας, μια εστία έλξης και κίνησης, κάτι που δίνει το σύνθημα και το σπινθήρα.
Δεν ξέρει γιατί η σκέψη τούτη μπαίνει και του ριζώνεται βαθιά στο νου, διψώντας τη γοργή της εξήγηση. Αφαιρεμένος, χαύνος, αναζητάει. Είναι μια από τις αναζητήσεις εκείνες τις συνειδητά άσκοπες, τις ατελεσφόρητες, κι ωστόσο επιταχτικές. Το βλέμμα του τεντώνεται ίσια μπροστά, έξω από τα τζάμια του αυτοκινήτου, και ψαχουλεύει μηχανικά τον ορίζοντα. Ξάφνου, σαστισμένος, σταματάει.
Εκεί, χαμηλά, σ’ έναν κάμπο στρωτό κι απέραντο, σαν πάνω σ’ ασημένιο δίσκο, μια πολιτεία απέραντη προβάλλει, μαγική. Πλήθος, μιλιούνια τα σπιτάκια ξεχύνονται κατά τη θάλασσα που ασημίζει δεξιά, σαν άσπρα βότσαλα απλωμένα ανάμεσα σε απαλούς μενεξεδένιους λόφους. Είναι ένα όραμα λευκό κι ευαίσθητο που γεμίζει ολάκερο τον ορίζοντα από τη μια στην άλλη του άκρη, τόσο αναπάντεχο, τόσο ελαφρό, σαν απατηλό αντικαθρέφτισμα ενός παραμυθένιου κόσμου. Κι η πολιτεία τούτη που τεντώνεται ανάερη, με χαμόγελο απλοϊκής ηδυπάθειας, μοιάζει αφαιρεμένη, σιωπηλή, μέσα στο δειλινό όνειρο της παρθενικής της ρέμβης.
Η Αθήνα! Ποτέ του δεν την είχε φανταστεί τόσο πλατιά, τόσο μεγάλη. Μοιάζει σαν εφηβική ύπαρξη που ξαφνικά κι αναπάντεχα ξεπέταξε την κρυμμένη άνθησή της. Από τ’ αυτοκίνητο μέσα κοιτάζει ο βοηθός ίσια μπροστά το δρόμο που τους πάει κοντά της. Κάτι ανήσυχο κι όμως χαρούμενα απορημένο σαλεύει μέσα του, μια σιγανή τρομάρα. Γιατί εκεί, μέσα στο πέλαγος των άσπρων σπιτιών που τόσο απρόσμενα φούσκωσε κι απλώθηκε ξεχειλίζοντας τον κάμπο, μια ορμητική ζωή, χίλιες ζωές, χιλιάδες χιλιάδων υπάρξεις, ζούνε και συγχρωτίζονται, δουλεύουν, αγωνίζονται, χαίρονται, υποφέρουν. Η σύναξη εδώ των ψυχών, μέσα στο ίδιο χωνευτήρι, έχει προικίσει την πολιτεία με μια δική της, ανεξάρτητη ζωή, κάποιαν υπερφυσική ύπαρξη που χτυπάει μέσαθε, σα μεγάλη υποχθόνια καρδιά. Το γέννημα τούτο του πλήθους απαρνήθηκε τη φύτρα του και τώρα, θεριεμένο σε τέρας συμβολικό, κυβερνάει την ανθρωπομάζα. Το δουλεύουν οι άνθρωποι νυχτοήμερα, το ποτίζουν με τον ιδρώτα του, του προσφέρνουν τροφή την καρδιά τους. Φευγαλέα, μυστικά, το χνότο του γλιστράει στο αίμα τους και το δαιμονίζει. Κυβερνάει η πολιτεία τους ανθρώπους σα θεότητα απόκρυφη, δυναστική, με το αόρατο γνέψιμο της Μοίρας.
Ο δρόμος ξετυλίγεται κατά κείθε ίσιος κι ελαστικός, όλο και κονταίνοντας, σαν απλοκαμός που ρίχτηκε από την πολιτεία πάνω στον κάμπο και τραβάει τώρα πάλι κοντά της την ανθρώπινη τροφή. Το κάλεσμά της είναι αβίαστο, διάνεμα ερωτιάρικο που δεν προστάζει παρά γητεύει. Ο βοηθός αγναντεύει τ’ αντικρινά βουνά και χαμογελάει με την ειρωνεία του φιλήδονου που αφιερώθηκε στο θάνατο του γλυκού δηλητήριου. Γυρίζει και κοιτάζει και δίπλα του τα μάτια του κοριτσιού. Μέσα τους καθρεφτίζεται, κουκλίστικη, η παραμυθένια πολιτεία.
Παίρνει στο χέρι του το χέρι της αγαπημένης και το σφίγγει απαλά, με την αδερφική στοργή του ομότυχου. Θυμάται μια παλιά του σκέψη. Μ’ ένα γνέψιμο βουβό, σηκώνει το δάχτυλο και, δείχνοντας αντίκρυ:
«Η μενεξεδένια πολιτεία!» λέει σιγανά, και στα χείλη του τρεμοπαίζει ένα γλυκόπικρο χαμόγελο – η ηδονή της καρτερίας.
Άγγελος Τερζάκης
Πηγή: https://www.timesnews.gr/aggelos-terzakis-i-menexedenia-politeia-apospasma/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου