Στη φυλακή, ο Μαντίμπα υιοθέτησε το κλασικό σύνθημα των πολιτικών κρατουμένων: «αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ».
Διάβαζε πολύ, σχεδόν ό,τι έπεφτε στα χέρια του. Το βιβλίο που του έκανε μεγάλη εντύπωση, εκείνο που διάβαζε και ξαναδιάβαζε χωρίς να το χορταίνει, ήταν το μυθιστόρημα του Νιγηριανού Τσινούα Ατσέμπε «Τα πάντα γίνονται κομμάτια».
Ιδιαίτερα τον συγκινούσε ο Οκόνκουο, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, που θύμιζε ήρωα αρχαίας τραγωδίας. Όλοι οι ήρωες του μυθιστορήματος ήταν ολοζώντανοι, απτοί σχεδόν. Τους έβλεπε να ξεπροβάλλουν μέσα από τους τοίχους του κελιού του και να του μιλούν.
«Διαβάζοντάς το, ένιωθα τους τοίχους της φυλακής να λειώνουν», έλεγε χαρακτηριστικά.
Παραμύθι και μαρτυρία συνάμα, η αφήγηση του Τσινούα Ατσέμπε μεταφέρει τη δράση της στα σκονισμένα χωριά των Ίμπο και στον βασικό πρωταγωνιστή, τον Οκόνκουο, που ενσαρκώνει τις αξίες και τις παραδόσεις της φυλής.
Ο Οκόνκουο είναι δυναμικός και περήφανος, με πυκνά φρύδια, που σε συνδυασμό με την πλατιά του μύτη τού δίνουν ύφος αυστηρό. Στα μέρη του ο ήλιος ανατέλλει πρώτα για εκείνους που στέκονται όρθιοι και μετά για εκείνους που είναι γονατιστοί – έτσι λένε οι γεροντότεροι.
Οι παροιμίες είναι για τους Ίμπο το φοινικέλαιο που ποτίζει όλες τις συζητήσεις.
Επικίνδυνοι συγγραφείς, σελ. 203-204
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου