Ολόκληρος ο 14ος αιώνας χαρακτηρίζεται ως αιώνας παρακμής για την άλλοτε ισχυρή Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η καθοδική πορεία που ξεκίνησε με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Χριστιανούς σταυροφόρους της τέταρτης Σταυροφορίας στα 1204 συνεχίζεται, χωρίς να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι η γενιά των Παλαιολόγων θα κατορθώσει να ξαναστήσει το βυζαντινό κράτος στα πόδια του. Η πρωτεύουσα λεηλατήθηκε και τα κρατικά χρηματοκιβώτια που χρηματοδότησαν για αιώνες την πολιτική της αυτοκρατορίας άλλαξαν χέρια. Με οικονομικούς όρους, έχουμε μια τεράστια μετατόπιση κεφαλαίων προς τη δύση, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Οι βυζαντινοί στρατηγοί και αυτοκράτορες που στο παρελθόν απειλούσαν να δωροδοκήσουν ένα λεφούσι λαών και να συντρίψουν τους αντιπάλους τους σαν πήλινο αγγείο μόλις που καταφέρνουν να υπερασπιστούν την ίδια την πρωτεύουσα του κράτους.
Στη διάρκεια αυτού του κρίσιμου αιώνα το Βυζάντιο συμπιέζεται και σταδιακά συρρικνώνεται, καθώς απειλείται σχεδόν ταυτόχρονα από παντού: οι Τούρκοι -συχνά με πρόσκληση των Βυζαντινών- έχουν ήδη αποκτήσει ισχυρά ερείσματα στην ευρύτερη περιοχή της Μικρασίας, οι Σέρβοι εμφανίζονται απειλητικοί από την πλευρά της σημερινής Ευρώπης, ενώ οι Γενουάτες και οι Ενετοί ενισχύονται σημαντικά στο νησιωτικό χώρο.
Τον ίδιο αιώνα η βυζαντινή Θεσσαλονίκη σφραγίζεται από τη θεολογική σκέψη ενός από τους μεγαλύτερους θεολόγους της Ορθοδόξου Εκκλησίας, του αγίου Γρηγορίου Παλαμά, κατά τη σύγκρουσή του με τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, η οποία συνιστά, ως γνωστόν, την α΄ φάση της ησυχαστικής έριδας.
Τον Ιούνιο του 1341 πεθαίνει ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ΄ Παλαιολόγος, χωρίς να υπάρχει ενήλικος διάδοχος του θρόνου -ο γιός του είναι μόλις έντεκα ετών. Ατύπως την αντιβασιλεία αναλαμβάνει ο ικανός και δραστήριος στρατηγός Ιωάννης Καντακουζηνός και την ίδια θέση εποφθαλμιούν ο Πατριάρχης Ιωάννης Καλέκας και ο γόνος άσημης οικογένειας αλλά ισχυρός άνδρας του καθεστώτος Αλέξιος Απόκαυκος. Οι δυο τελευταίοι παίρνουν με το μέρος τους τη βασιλομήτορα Άννα και επιχειρούν να αποδυναμώσουν τον προστάτη της αριστοκρατίας Ι. Καντακουζηνό, ο οποίος βρίσκεται στην Αδριατική και αντιδρά αποφασιστικά ανακηρύσσοντας τον εαυτό του αυτοκράτορα στις 26 Οκτωβρίου 1341.
Η δυναστική έριδα γύρω από το θρόνο γρήγορα εξελίσσεται σε εκτεταμένη εμφύλια κοινωνική σύγκρουση και επηρεάζει όλα σχεδόν τα αστικά κέντρα. Οι αριστοκράτες στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας συντάσσονται με την πλευρά του Καντακουζηνού, ενώ ο “δήμος”, οι αγρότες και τα πλήθη των φτωχών προλετάριων επιστρατεύονται από τους αντιπάλους του Καντακουζηνού υποστηρίζουν τη νόμιμη αυτοκρατορική διοίκηση. Η ρήξη ανάμεσα στην αντιβασιλεία της Κωνσταντινουπόλεως και τον αρχηγό της αριστοκρατίας και των δυνατών φέρνει στο προσκήνιο εκρηκτικές κοινωνικές αντιθέσεις και ανισότητες, που αναστάτωναν συχνά την αυτοκρατορία, ιδίως στις περιόδους που αντιμετώπιζε εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα. Η θέση των μικρών αγροτών στο Βυζάντιο γίνονταν ακόμη χειρότερη σε περιόδους πολέμων, δυσμενών κλιματολογικών συνθηκών και εξαιτίας της πίεσης των μεγαλογαιοκτημόνων και της βαριάς κρατικής φορολογίας. Οι χωρικοί μικροκαλλιεργητές που έχαναν τα κτήματά περνούσαν στην τάξη των δουλοπάροικων και δεν υπηρετούσαν στο βυζαντινό στρατό. Η «ευανδρούσα» και «πολυάνθρωπη» Θεσσαλονίκη την εποχή αυτή είχε περίπου 200.000 κατοίκους, χωρίς να υπολογίσουμε την ευρύτερη.
Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στη συνέχεια, κάπως σύντομα και ενδεικτικά, με ποιούς τρόπους εκδηλώθηκε η κοινωνική διαμαρτυρία και η αγανάκτηση των καταπιεσμένων στρωμάτων της βυζαντινής κοινωνίας και σε ποιο κοινωνικό και ιδεολογικό κλίμα εκδηλώθηκε το κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη, το οποίο κατέλαβε την εξουσία και κυβέρνησε την πόλη για επτά ολόκληρα χρόνια (1342-1349 μ.Χ.).
Οι εξεγέρσεις, οι στάσεις και οι κάθε είδους ταραχές ήταν συχνές στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Σε μιά περίπτωση (στα 390 μ.Χ.) ο “όχλος” της Θεσσαλονίκης εξεγείρεται εναντίον των Γότθων και καταλύει την κεντρική εξουσία σκοτώνοντας και αρκετούς κρατικούς υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων και τον Βουθέριχο ο οποίος ήταν επικεφαλής της φρουράς στην πόλη. Ο ιβηρικής καταγωγής αυτοκράτωρ Θεοδόσιος ο Α‘ -επονομαζόμενος και Μέγας, γνωστός για τις διώξεις του εναντίον των Ελλήνων ειδωλολατρών και τις συστηματικές καταστροφές των αρχαίων ελληνικών μνημείων- αφού συγκέντρωσε με δόλιο τρόπο 10.000 ή κατ’ άλλους 15.000 Θεσσαλονικείς στον ιππόδρομο της πόλης, τους εξόντωσε αδιακρίτως. Αν οι λαϊκές εξεγέρσεις καταστέλλονταν με τον συνήθη βίαιο τρόπο, τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα και περίπλοκα στις περιπτώσεις μαζικών θρησκευτικών αιρέσεων. Εδώ έχουμε να κάνουμε απλώς με πληβειακές εξεγερμένες μάζες αλλά με οργανωμένες δυνάμεις, μηχανισμούς εξουσίας και παραστρατιωτικές δομές. Ακόμα και αυτοκράτορες συντάχθηκαν με το μέρος αιρετικών, άλλωστε το τι είναι αίρεση αποφασίζεται κάθε φορά και μάλλον εξαρτάται από απολύτως γήινους συσχετισμούς ισχύος, παρά πηγάζει από την επουράνια βούληση του Θεού.
Η αίρεση των Παυλικιανών
Ήδη από τον 8ο αιώνα στις ανατολικές επαρχίες εξαπλώνεται η αίρεση των Παυλικιανών και η διδασκαλία τους βρίσκει σημαντική απήχηση στους φτωχούς αγρότες και στα λαϊκά στρώματα της επαρχίας. Οι Παυλικιανοί κατακρίνουν την εξουσία των επισκόπων, απορρίπτουν τη νόμιμη εκκλησιαστική ιεραρχία, απαιτούν διανομή της εκκλησιαστικής περιουσίας και προβάλλουν το ασκητικό ιδεώδες της κοινοκτημοσύνης, όπως αυτό εμφανίστηκε στις πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Η δύναμη της αίρεσης αυξάνεται διαρκώς κατά τον 9ο αιώνα και αρχίζει να ανησυχεί σοβαρά την Κωσταντινούπολη. Ακολουθούν μαζικές διώξεις και σφαγές των αιρετικών στη Μικρασία. Οι τρεις απεσταλμένοι της αυτοκράτειρας Θεοδώρας -ο Λέων Αργυρός, ο Ανδρόνικος Δούκας και ο Σουδάλης-, επέδειξαν πρωτοφανή σκληρότητα εναντίον των αιρετικών. Αν δεν είναι υπερβολικά όσα αναφέρει ο Παπαρηγόπουλος, περίπου εκατό χιλιάδες Παυλικιανοί θανατώθηκαν μετά από βασανιστήρια.
Οι Βογόμιλοι
Ανάλογη τύχη είχαν και χιλιάδες αιρετικοί Βογόμιλοι, οι οποίοι απέρριπταν γενικά ό,τι θεωρούσαν ως κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία -καθώς πίστευαν ότι έχουν ανθρώπινη προέλευση- αρνούνταν να πληρώσουν φόρους και δεν συμμετείχαν στον πόλεμο. Θεωρούσαν ακόμη τους ναούς της επίσημης Εκκλησίας ως κατοικίες δαιμόνων, τηρούσαν πολύ αυστηρές νηστείες και καταδίκαζαν δραστηριότητες που έφερναν τον άνθρωπο κοντά στην ύλη, όπως η κρεοφαγία και η οινοποσία. Το αιρετικό αυτό κίνημα απέκτησε χιλιάδες πιστούς στη Βαλκανική χερσόνησο την περίοδο μεταξύ του 10ου και του 15ου αιώνα. Έχει σημασία να επισημάνουμε το ριζοσπαστικό και φιλειρηνικό χαρακτήρα του:
«Ανόμοια με τους Παυλικιανούς, οι οποίοι έπαιρναν όπλο για να αμυνθούν, ο Βογόμιλος και οι ακόλουθοί του ήταν ειρηνιστές οι οποίοι εφάρμοζαν κοινωνική ανυπακοή»[1]. «[…] οι Βογόμιλοι δεν εμπλέκονταν σε στρατιωτική δράση εναντίον του κράτους, αν και αντιστέκονταν σε κάθε προσπάθεια να τους μεταστρέψουν σε ορθόδοξες μορφές χριστιανισμού». [2]
Το κόμμα των Ζηλωτών, αντιθέτως, όχι μόνο δεν απέρριπτε τη χρήση βίας αλλά είχε στις τάξεις του πολλά μέλη των βυζαντινών συντεχνιών – κυρίως ναύτες- που οπλοφορούσαν μόνιμα.
Οι Ζηλωτές
Οι πρώτες αναφορές για Ζηλωτές μας οδηγούν στην Παλαιστίνη του 1ου αιώνα μ. Χ.. Με αυτό το όνομα καλούνται οι φανατικοί οπαδοί μιας πολιτικοθρησκευτικής ιουδαϊκής κίνησης με χαρακτηριστικά μεσσιανικά. Είναι ακόμη γνωστή η αναφορά της Καινής Διαθήκης ότι οι ηγέτες τους προσπάθησαν – χωρίς επιτυχία- να προσεταιριστούν τον Ιησού και να τον εντάξουν στο κόμμα τους. Τον 4ο αιώνα μ. Χ. ομάδες φανατικών και καλογήρων με το ίδιο όνομα συμμετέχουν σε βίαιες διώξεις εναντίον των οπαδών της παλιάς θρησκείας – των Ελλήνων εθνικών- που εξαπέλυσε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο Α’.
Οι πιστοί Ζηλωτές της Καινής Διαθήκης εκπροσωπούν αυτό που ονομάστηκε εθνικοχριστιανικός μεσσιανισμός και δεν διέκρινε την κοσμική από την πνευματική εξουσία, κάτι που δεν άρεσε καθόλου στους Ρωμαίους αυτοκράτορες καθώς στρεφόταν ευθέως εναντίον τους. Η φράση των Ζηλωτών «ουδείς Κύριος ημών πλην Θεού» αμφισβητούσε ανοιχτά την πολιτική εξουσία επί της Γης. Αντιθέτως, η επίσημη χριστιανική διδασκαλία και οι κοινότητες των πιστών είχαν οδηγηθεί σε ένα είδος συμβιβασμού με τη ρωμαϊκή εξουσία, απέρριπταν σαφώς τα βίαια πολιτικά μέσα και προέτρεπαν τους πιστούς να αποδίδουν «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ.» Αυτά θεωρητικώς, αφού ήταν πολλές οι περιπτώσεις στις οποίες εκατοντάδες ή και χιλιάδες μοναχοί εγκατέλειπαν τα κελιά τους και κατευθύνονταν απειλητικοί προς την Πόλη. Όσο γνωρίζουμε, δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνδέουν τους βιβλικούς Ζηλωτές με αυτούς που εμφανίστηκαν περίπου 10 αιώνες αργότερα, μπορούμε όμως να διακρίνουμε ορισμένα κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Το πιο σημαντικό είναι η έννοια της κοινοκτημοσύνης, η ρητορική κατά της πλουτοκρατίας και η έμπρακτη εναντίωση στην κοσμική εξουσία. Στην περίπτωση των Ζηλωτών της Θεσσαλονίκης που μάς ενδιαφέρει εδώ η μεγάλη συμμετοχή λαϊκών φαίνεται να είναι καθοριστική για τη φυσιογνωμία και τις πρακτικές του κινήματος.
Το πλήθος και η δύναμη των αιρέσεων μάς πείθουν ότι ουδέποτε κυριάρχησε μία και μοναδική ερμηνεία του Θείου Λόγου και των Γραφών. Είτε μιλάμε για Αρειανούς, Βογομίλους ή τους οπαδούς του Βαρλαάμ, συχνότατα οι διεκδικήσεις και τα πολιτικά προγράμματα των καταπιεσμένων -όπως άλλωστε και των καταπιεστών- έπαιρναν τη μορφή της Θρησκείας ή της αίρεσης, αναλόγως. Με άλλα λόγια, η πολιτική ιδεολογία -ως αξίωση ισχύος- μιλάει τη γλώσσα της θρησκείας και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά σε μια κοινωνία βαθιά διαποτισμένη από το χριστιανικό πνεύμα. Δεν μπορεί να γίνει βεβαίως λόγος για κόμματα με τη σημερινή έννοια του όρου, ωστόσο οι εμπειρίες του κοσμικού ή μοναχικού κοινοτισμού, οι κανόνες λειτουργίας των ισχυρών συντεχνιών στα αστικά κέντρα και η δραστηριότητα των βυζαντινών δήμων αποτελούν περιπτώσεις συλλογικής κοινωνικής οργάνωσης που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν μεταρρυθμιστικά κοινωνικά προγράμματα και τύπους οργάνωσης του λαού. Είναι ακόμη λογικό να διασώζεται η αρχαία παράδοση της αυτονομίας των πόλεων, όπως εξελίχθηκε στη διάρκεια των αιώνων. Το κίνημα των Ζηλωτών, όπως θα δούμε, ήταν τοπικό, καθώς στη μακεδονική ενδοχώρα που μαστίζεται από επιδρομές η κυριαρχία τους πρακτικά ανύπαρκτη. Με άλλα λόγια, οι Ζηλωτές δεν επιδίωξαν να επεκτείνουν την κυριαρχία τους αλλά να στερεώσουν την εξουσία εντός των ορίων της Θεσσαλονίκης και να εφαρμόσουν τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις τους.
Οι Αρσενιάτες
Τον 12ο αιώνα οι Ζηλωτές ζητούν να περιοριστούν οι επεμβάσεις του αυτοκράτορα στα εκκλησιαστικά ζητήματα, επιμένουν να αρνούνται κάθε συνεργασία με την κοσμική πολιτική εξουσία, τάσσονται στο πλευρό του εκθρονισθέντος πατριάρχη Αρσένιου και συμμετέχουν σε συνωμοσίες εναντίον αυτοκρατόρων όπως ο Ανδρόνικος ο Β’. Οι Αρσενιάτες, όπως ονομάστηκαν, δημιουργούν εκκλησιαστικό-πολιτικό κόμμα το οποίο λειτουργεί ανταγωνιστικά προς την επίσημη εκκλησία και την πολιτεία.
Στη Θεσσαλονίκη, στο μεγάλο αυτό λιμάνι με τον ανομοιογενή πληθυσμό, συνυπήρχε για αιώνες ο υπερβολικός πλούτος με την πιο αφόρητη αθλιότητα. Η πόλη πάντοτε κατείχε ξεχωριστή θέση στην αυτοκρατορία και ήταν ένας χώρος, όπου εμφανίζονταν κάθε είδους φιλελεύθερες διεκδικήσεις. Στο λιμάνι της είχε συγκεντρωθεί κάθε καρυδιάς καρύδι, μεταξύ των οποίων και σκληροτράχηλοι οπλοφορούντες ναυτικοί από τη Μάλτα και άλλες περιοχές. Διαμορφώνεται λοιπόν μια ισχυρή λαϊκή παράταξη με σταθερή οργάνωση με σχετικά ξεκαθαρισμένη πολιτική ιδεολογία.
Σύμφωνα με τον Georg Ostrogorsky, “οι Ζηλωτές ήταν ο πυρήνας του λαϊκού κινήματος της Θεσσαλονίκης, μία ισχυρή λαϊκή παράταξη που είχε σχετικά ξεκάθαρη πολιτική ιδεολογία, είχε πρόγραμμα, ήταν ένα κόμμα. 0 πυρήνας τους ήταν η συντεχνία των ναυτικών και πρωτοπόροι αστοί και μέλη της αριστοκρατίας ακόμη, κατά πάσα πιθανότητα ξεπεσμένα, δεν είχαν να περιμένουν τίποτα από τις δύο αριστοκρατικές παρατάξεις, παρά επιθυμούσαν μία αλλαγή ριζική για βελτίωση της ζωής τους. Οι ναυτικοί, επιπλέον, «έχουσιν και ιδιάζουσαν αρχήν αυτοί παρά την της πόλεως.” [3]
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της επανάστασης των Ζηλωτών, είναι ότι το αντι- αριστοκρατικό κίνημα δεν εκδηλώθηκε απλώς ως ένα έστω παρατεταμένο βίαιο ξέσπασμα της λαϊκής οργής ή του ταξικού μίσους, αλλά πέτυχε να καταλάβει την εξουσία και να αλλάξει το κυρίαρχο σύστημα εξουσίας. Αυτό το κριτήριο χρησιμοποιούμε εδώ και μιλάμε για επανάσταση και όχι εξέγερση ή ταραχές. Τι είδους καθεστώς όμως ίδρυσαν οι Ζηλωτές και με ποιον τρόπο κυβέρνησαν την πόλη για επτά ολόκληρα χρόνια αντιμέτωποι όχι μόνο με τη βυζαντινή αριστοκρατία αλλά και με τους Τούρκους και τους Σέρβους που έστρεψε ο Καντακουζηνός εναντίον τους.
Εδώ οι πηγές δεν είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικές. Όσο γνωρίζουμε δεν έχει σωθεί καμμιά πρωτογενής πηγή φιλικά προσκείμενη στους Ζηλωτές ούτε γραπτά των ίδιων. Οι πληροφορίες που έχουμε είναι από τους αντιπάλους τους. Όπως λ.χ. μας πληροφορεί ο Καντακουζηνός, ήδη από την αρχή του κινήματος οι Ζηλωτές είχαν ως έμβλημα και σημαία τους το σταυρό, διακηρύσσοντας ότι αυτός είναι ο στρατηγός τους. «Εις τοσούτον δε απονοίας και τόλμης ήλθον», γράφει, «ώστε καίτοι τα δεινότατα τολμώντες, σταυρόν εκ των ιερών αδύτων αρπάζοντες, εχρώντο ώσπερ σημαία και υπό τούτω έλεγον στρατηγείσθαι». Στρεφόμενοι μάλιστα εναντίον όσων τους κατηγορούσαν για τις επαναστατικές αλλαγές που επέφεραν στην πόλη, τόνιζαν ότι η νέα Πολιτεία που εγκαθίδρυσαν στηρίζεται στην ισότητα, τη δικαιοσύνη και την ευσέβεια προς το Θεό και ότι φιλοδοξούσαν σύμφωνα με τους νέους νόμους που θέσπισαν η Πολιτεία αυτή να ξεπεράσει ακόμη και την Πολιτεία του Πλάτωνα.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
[1] Historical Dictionary of Byzantium, The Scarecrow Press, 2001, λήμμα “Bogomils”
[2] Gregory Timothy, A History of Byzantium, Wiley-Blackwell publ., 2005, σ. 229
[3] George Ostrogorsky, Iστορία του Βυζαντινού Κράτους τ. Α΄, Β΄, Γ΄(Μτφ. Ιωάννης Παναγόπουλος, Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα, 1978)
Πηγή: eranistis.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου