Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

Ηλίας Βενέζης-Νο 31328 (αποσπάσματα)

 «Αισθάνομαι τα μικρά μου χρόνια απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ’ το μεθύσι. Γελά. Κάνει μια προσπάθεια να ισορροπήσει αλλά με την κίνησή τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δυο τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου. Ανασαίνω βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά…».

  […] Ώσπου να γίνει η βάση του φούρνου, ας πούμε πως τα πράματα πήγαν καλά. Έπρεπε «ν’ αλφαδιάσουμε» τον πάτο. Δε βαριέσαι! Ας έβγαινε στραβός. Μα, σαν ήρθε η ώρα να κάνουμε την κουκούλα του με τούβλα, τα πράματα σκουρύναν. Ο χωριάτης που μας είχε στη δούλεψή του ήταν ένας αγαθός Ανατολίτης. Σκάλιζε τα γένια του και παρακολουθούσε το κατασκεύασμα που ανέβαινε κατακόρυφα, με γωνίες, και που ήταν να παραστήσει φούρνο. Η απορία του μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Δεν έλεγε τίποτα, μα μια στιγμή πια δεν το βάσταξε:
-Ουλάν ουστά (βρε μάστορα), μπας και κάνεις λάθος; Φούρνος θα γίνει τούτο;
Ο Στυλιανός έβαλε όλη τη δύναμή του να χαμογελάσει:
-Καλά δα, να μην ξέρουμε την τέχνη μας! Έννοια σου, αφέντη, και θα δεις!
[…] Χτίζοντας και γκρεμίζοντας ανεβάσαμε κάμποσο την κουκούλα. Ήθελε καμιά μέρα δουλειά ακόμα. Ο ουρανός βούρκωνε. Γυρίσαμε και τον κοιτάξαμε με αγωνία.
-Θα βρέξει.
-Μην το λες!... Μην το λες!... μουρμούριζε ο Στυλιανός.
Ξέραμε πως το έργο μας δεν ήθελε πολλά πράματα για να κατρακυλήσει.
Έβρεξε όλη τη νύχτα. Τουρτουρίζαμε όλοι στο κελί, κλαίγαμε τη μοίρα μας.
[…] Με σφιγμένη καρδιά πλησιάσαμε την άλλη μέρα στο σπίτι που δουλεύαμε. Μας περίμενε αγριεμένος ο γιος του χωριάτη. Δεν είχαμε καλά καλά μπει στην αυλή, ρίχτηκε κι άρχισε το μάστορα στο ξύλο - πού σε πονά, πού δε σε πονά. Όλη η κουκούλα κειτόταν στον πάτο, λάσπες και τούβλα να τα χαίρεσαι. […]
[…] Ο Στυλιανός δήλωσε το βράδυ στον τσαούς πως τα καταφέρνει καλύτερα σα μαραγκός. Δηλαδή, ξέρει κι από χτίστης, αλλά καθαυτό, να πούμε, η δουλειά του ήταν μαραγκός).
Οι μέρες περνούν, το κρύο πολύ, πολεμούν να σκεπάσουν την γύμνια τους. Ο Βενέζης βρίσκει μισό σακί πεταμένο. Του κάνει μια τρύπα, περνά μέσα το κεφάλι, το δένει στη μέση του μ’ ένα σπάγκο. Μαζεύει και παλιόχαρτα, τα βάζει κατάσαρκα. Κάποιοι σύντροφοι ζητιανεύουν γυναικεία παλιόρουχα. Όμως παπούτσια δεν υπάρχουν, ούτε σκεπάσματα για τη νύχτα. Όσους πιάνει η πούντα, αν δεν πεθάνουν, τους βάζουν βεντούζες με τενεκεδένια κουτιά. Για να αντέξουν ζητιανεύουν κιόλας έξω από τα σπίτια. Άλλοι τους δίνουν, άλλοι τους περιγελούν, άλλοι τους φτύνουν, άλλοι τους χτυπούν.
Μπακίρκιοϊ  και πάλι Κίρκαγατς, Αξάρ, Μαγνησά όπου θερίζει ο τύφος. Εδώ ο συγγραφέας παίρνει με χαρά το ντενεκεδένιο του νούμερο: 31328. Τώρα είναι και αυτός «κάποιος», κάπου καταγεγραμμένος, Στο Χατζή-Χασάν, το παλιό φρενοκομείο της Μαγνησάς. Αξιοσημείωτη είναι εδώ η αναφορά του σε Ρωμιούς και Αρμένιδες που ξέρουν τούρκικα, τους «τσαούς» που λειτουργούν ως δοσίλογοι.
Μετά από μήνες κάνει πρώτη φορά μπάνιο: «Ξούσα από πάνω μου τη βρώμα-δικό μου πράμα ήταν, λυπόμουν».

 «Σε τι λοιπόν ξεχωρίζανε αν ήταν Χριστιανοί για Τούρκοι; Σε τι ξεχωρίζανε;»  

[...]

Εδώ μέσα δεν υπάρχει ψυχή ,δεν υπάρχει περιθώριο για ταξίδι σε χώρους της μεταφυσικής .Όταν καίγεται έτσι, που καίγεται εδώ, με πυρωμένο σίδερο η σάρκα ,παντοδύναμη θεότητα υψώνεται αυτή κι όλα τα’ άλλα σωπαίνουν. Έχουν να λένε πως κανένας πόνος δε μπορεί να είναι ισοδύναμος με τον ηθικό πόνο. Αυτά τα λένε οι σοφοί και τα βιβλία. Όμως αν βγεις στα τρίστρατα και ρωτήσεις τους μάρτυρες αυτούς που τα κορμιά τους βασανίστηκαν, ενώ πάνω τους σαλάγιζε ο θάνατος, κι είναι τόσο εύκολο να τους βρεις ,η εποχή μας φρόντισε και γέμισε τον κόσμο- αν τους ρωτήσεις, θα μάθεις πως τίποτα, τίποτα δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται.

(Απόσπασμα από το βιβλίο: Με τον καιρό, χωρίς να το καταλάβουμε, τυφλά, αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι εμείς, να ερχόμαστε σιμά. […] Στις δουλειές που πάμε, μήτε χτυπούν πια μήτε βλαστημούν. […] Άρχισαν να μην μπορούν να ξεχωρίσουν τις δυο μοίρες, τη δική τους και τη δική μας. Τρέμουν τους αξιωματικούς τους και τους τσαουσάδες τους δικούς μας. Αυτούς τους ίδιους μισούμε κι εμείς).


(Απόσπασμα από το βιβλίο: Τέσσερις χιλιάδες μπράτσα, πάει ένας χρόνος τώρα, δεν κλείδωσαν γυναίκα…).


Πηγή: http://logoteckyklos.blogspot.com/2014/06/31328-18112012-30-4-1904-1898.html




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου