Πατάτες, σόγια, σπόρια που δεν κάνει να φυτέψεις
λόγια, στατιστικές και υποσχέσεις
που δεν κάνει να πιστέψεις.
Σβήσαν οι μυρωδιές, κανέλλα μου,
πιπέρι κι άγριος δυόσμος
και το πληγούρι που 'τρωγες με τον πατέρα, πείνα περσινή,
εκείνο το μελαχρινό, που σε έκανε γερό σαν το σκυλί...
Αφές χαμένες μες το δίκτυο, ξέχασαν πια
να ψηλαφούν και να μαθαίνουν,
χέρια απλωμένα σ' ευλογία περιττή, αινίγματα κατεβατά
στο μαυροπίνακα του υδρόγειου χάρτη,
κι η πείνα αργυραμοιβός μες τ' απορρίμματα της πόλης
σου γνέφει σαν πουτάνα ξεχασμένη και γριά.
Ανάβουν στα στενά τα πεινασμένα πάθη και τα μίση,
χαράζουν μέτωπα, συνθλίβουν πρόσωπα,
έρημε ξένε...
Μάταιος σούρνεται κουρέλι
αδύναμος τυχαίος θρήνος,
στο βόρειο σέλας καιροφυλακτούν
ουρλιάζοντας πέντε άγρια σκυλιά..
Τα δάση, ακούστηκε, πως ρίξαν κάτω
πριν την ώρα τ΄ ασημένια τους φτερά...
-Ποιος θα μαζέψει μάνα φέτος τα ροδάκινα,
ποιός τα μικρά θα πάει στ' ακρογιάλι;
Στην άμμο πέρσι κάποιοι τα σημάδεψαν
του κόσμου τα χαρτιά.
Μαριάννα Παπουτσοπούλου, Χρώμα μελαχρινό, εκδ.ΑΩ 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου