για τη σάλτσα που μας μαύρισε,
για το πρώην ξανθό κρεμμυδάκι, τους κεφτέδες
που σφίχτηκαν χωρίς την αναλογική τους ψίχα
σε άγριο τσιμεντάρισμα, κλαις.
'Ω πάθημα της ημέρας, καπνοί ώς το ταβάνι
σαν τους καβαλάρηδες που μες στον κουρνιαχτό
στ' αποκαΐδια του Γαλατικού χωριού,
μες στο De Bello Gallico ή στο Civili,
δεν θυμάμαι τώρα,
δεν βλέπαν ούτε τα κεφάλια των αλόγων τους
καληώρα,
και δεν στριφογυρνάει ανεμιστήρας,
η μπόχα θα κατσιάζει για μέρες.
Και για τα ιδανικά, όμως, δακρύζεις
συγχρόνως με το κατεστραμμένο κρεμμυδάκι σου,
για τα ιδανικά κι αγύριστα που πέρασαν
και μας μείναν οι αναθυμιάσεις τους, κλαις.
Αλλά η σάλτσα δεν είταν μόνο ευκαιρία
για ποιητικές μεταφορές:
και για το χαράμισμα της σάλτσας καθαυτής
έκανες ένα βουρκωματάκι.
Παλιές ηλικίες, Ερμής 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου