Όταν οι άνεμοι στοργικά αποθέταν
Την αφή της συμπόνιας στο δέρμα του
Έκλεινε τα μάτια το παιδί
Ακουμπισμένο στις βρώμικες πλάκες
Και απαλά παραδιδόταν στ’ όνειρο.
Κι έβλεπε πως τα πόδια των περαστικών
Ήτανε μέχρι πάνω καλυμμένα στάχτη
Και φωτιά ανάβανε τα ξωτικά στα σπλάχνα τους
Και τα μάτια τους στριφογύριζαν νευρικά
Και τα χείλη τους τρεμοπαίζαν άηχα
Και τα χέρια τους φλογισμένες λαμπάδες
Και τα μαλλιά τους φίδια με γλώσσες πύρινες.
Και τότε βγαίνανε τα ξωτικά μέσα απ’ την άσφαλτο
Και πάγωναν το χρόνο.
Και το παιδί ολόρθο τραγουδούσε.
Κρατήστε με μικρά μου ξωτικά
Απλώστε πάνω μου απάνεμα τα χέρια
Ανοίξτε την παλάμη
Να χτίσει τα φύλλα που πέφτουν απ’ τα μέλη μου.
Ελάτε μικρά μου ανάερα ονείρου όντα
Μιλήστε μου.
Πείτε για τη δροσιά του φύλλου την αυγή
Για τη σιγή της νύχτας
Σαν θεριεύει το ποτάμι
Πείτε για το νερό που ακάματο κυλάει
μέχρι τη ρίζα
ως το υφάδι του χρόνου που πάγωσε.
Ελάτε μικρά μου αθώα ξωτικά
Μονάχα εσείς νιώσατε όλο το βάθος.
Κι αν σας καλώ με πόνο
Είναι που βλέπω
Στα χτισμένα μάτια των ανθρώπων
Να σαλεύει η σαύρα του φόβου.
Και μια στάλα νερό δε βρίσκω
Να βυθίσω τα φλεγόμενα λόγια μου.
Μονάχα γκρεμούς και αλλόφρονα άτια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου