Πρωί στο πολυθόρυβο λιμάνι πάλι βρέθηκα
ανάμεσα σε τσιμινιέρες που καπνίζαν,
σε γερανούς και σε καμιόνια φορτωμένα.
Στο χέρι χαρτοφύλακα κρατώ γεμάτον
μ’ έγγραφα τελωνειακά.
Ιούλιος μήνας
και ο ήλιος ανάλγητος στην άσφαλτο που λιώνει.
Περπατώντας βιαστικός, με το μαντίλι μουσκεμένο
στο λαιμό, ξάφνου διακρίνω ανάμεσα
στο δάσος των καταρτιών και των φουγάρων
σκαρί ολόλευκο, παράξενα υπερήφανο
και ωραίο. Στην πλώρη του με κόπο ξεδιαλύνω
συλλαβίζοντας συγκινημένος –τρέμουν
τα χείλη μου, υγραίνονται τα μάτια–
σε δύστροπη, κυριλλική γραφή, με κόκκινα γράμματα.
τ’ όνομά του: ΝΙΚΟΛΑ ΒΑΠΤΣΑΡΟΦ.
Όνομα
όχι ενός άγιου της χριστιανοσύνης, καθώς
συνηθίζεται, αλλά ενός όσιου κι ενός μάρτυρα
της Ποίησης και της Επανάστασης.
Συντριμμένος
παίρνω το μουσκεμένο μου μαντίλι και σφουγγίζω
τα δάκρυά μου· στοχάζομαι το παλικάρι.
Εκείνος
διάβηκε τον σύντομο έστω βίο του, φλεγόμενο άστρο
και κάηκε τέλος μες στην πίστη του, ωραίος.
Δεν ήτανε γραφτό του να επιζήσει και να δει
πώς εκποιούνται τα όνειρα, πώς αποφέρει
σε συμπαιγνίες στυγερές υπεραξία το αίμα
και να πεθαίνει λίγο λίγο σε φριχτή απιστία.
Από τη συλλογή Η επίσκεψη και άλλα ποιήματα (1987)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου