Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα
είναι η ειρήνη.
Γ. Ρίτσος |
Κλ. Μονέ, τρένο μέσα στο χιόνι. 1875 |
Μ. Αναγνωστάκης -[Κάτω απ’ τις ράγες…]
Κάτω απ’ τις ράγες του τρένου
Κάτω από τις γραμμές του βιβλίου
Κάτω από τα βήματα των στρατιωτών
Όταν όλα περάσουν — πάντα σε περιμένω.
Πέρασαν από τότε πολλά τρένα
Όταν όλα περάσουν — πάντα σε περιμένω.
Πέρασαν από τότε πολλά τρένα
Κι άλλα πολλά βιβλία θα διαβαστούν
Κι άλλοι στρατιώτες το ίδιο θα πεθάνουν.
Κάτω από καθετί που σου σκεπάζει τη ζωή
Κάτω από καθετί που σου σκεπάζει τη ζωή
Όταν όλα περάσουν—
Σε περιμένω
Αττίλα Γιόζεφ - Συνείδηση
Ζω κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές.
Βλέπω τα τραίνα να περνάνε.
Τη λαμπερή μύγα του παράθυρου
μες στο παλλόμενο, λιναρένιο σκότος.
Κι έτσι περνάνε βιαστικά
μες στο αιώνιο σκοτάδι οι φωτισμένες μέρες
και μόνο εγώ στου κάθε βαγονιού το φως
στέκομαι ακουμπώντας στους αγκώνες μου, χωρίς μιλιά.
[Συνείδηση, του Αττίλα Γιόζεφ , Μετ: Ανδρέας Αγγελάκης]
ΝΙΚΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ - Είναι θλιβερά τα τραίνα
Έρχονται και φεύγουν σαν τις μέρες. Γρήγορα.
Σου θυμίζουν ότι όλα είναι μεταβλητά,
Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά
Σου θυμίζουν ότι οι άνθρωποι πάντα έχουν κάπου
να πάνε. Θέλουν να βρίσκονται αλλού.
Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι το πρωινό τραίνο.
Κόσμος τρέχει από τον δρόμο, τρέχει από το
λεωφορείο, από το πεζοδρόμιο, τρέχει να ανέβει
τα σκαλιά, να προλάβει το τραίνο. Και τρώνε
ένα κουλούρι στα γρήγορα και πάνε να βγάλουν
εισιτήριο και τους πέφτουν τα κέρματα και δεν
χτυπούν σωστά το εισιτήριο και ίσα
που προφταίνουν το τραίνο. Και βάζουν τα χέρια και
τα πόδια στην πόρτα να μην κλείσει και σπρώχνουν και
φωνάζουν και ιδρώνουν για να προλάβουν να μπουν στο τραίνο.
Και αν τα καταφέρουν και μπουν χαίρονται και αν
μείνουν απ’ έξω είναι κατηφής.
Όταν μπουν στο τραίνο, όταν η πόρτα κλείσει και ο
κρότος της ακουστεί, τότε οι άνθρωποι γίνονται άκαμπτοι.
Αυτοί που έκαναν τόσο κόπο για να τα καταφέρουν, τώρα
είναι σαν να ξέχασαν την ψυχή τους στην πόρτα.
Αν κοιτάξεις κάποιον στα μάτια μέσα στο τραίνο, δεν
βλέπεις τίποτα. Έχουν όλοι ένα κενό βλέμμα.
Έχουν όλοι το ίδιο βαριεστημένο, απογοητευμένο ύφος.
Λες και δεν ήθελαν να μπουν ένα πράμα. Λες και δεν
κόντεψαν να χάσουν ένα χέρι, ένα πόδι για να
επιβιβαστούν
Είναι θλιβερά τα τραίνα.
Ανδρέας Εμπειρίκος - θα περιμένουμε
Θα περιμένουμε μην τυχόν περάσει
Το τραίνο μας με το πολύτιμο φορτίο
Το τραίνο μιας άλλης ώρας
Μιας άλλης χώρας που σύνορα δεν έχει.
Θα περιμένουμε μην τυχόν περάσει
Το τραίνο που δεν μπορεί μια και ξεκίνησε να σταματήσει
Τώρα σε σήραγγα μπορεί να βρίσκεται
Μπορεί να βρίσκεται σε δύσκολο βουνό
Ίσως σε κάμπο με πλημμύρα
Σε τόπο που νά' ναι μεσημέρι
Ή σ' άλλον που νά' ναι βράδυ
Μα θα περάσει.
Κι εμείς θα περιμένουμε
Γιατί δεν είναι δυνατό να δεσμευθεί
Δεν είναι δυνατόν να σπάσει
Να κουραστεί σε στέππες και σε πάμπες
Και σ' επικίνδυνες ανηφοριές
Το τραίνο μας, που σίγουρα θα φτάσει.
Θα περιμένουμε λοιπόν ακόμα,
Σήμερα κι αύριο και μεθαύριο
Θα περιμένουμε το τραίνο πάντα
Γιατί δεν είναι δυνατόν να μην περάσει.
Αθήνα 14/8/1934
Οράσιο Καστίγιο - Κοπάδι σε τρένο
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Με τα κεφάλια κρεμασμένα απ’ τους φεγγίτες κοιτούσαμε τον απέραντο [κάμπο.
Αίφνης, ένα μουκάνισμα μας έφερνε στη θύμηση την Ιφιγένεια
και γυρίζαμε για να σφίξουμε τα παιδιά μέσα στα στήθια μας.
Τι είναι εκείνο; Ο ήλιος. Τι είναι εκείνο; Ένα σύννεφο.
Είχαμε λησμονήσει το χρώμα της θάλασσας, τη μυρωδιά της βροχής.
Όσοι ήξεραν από αστέρια είχαν ξεχάσει τις ονομασίες τους,
γι’ αυτό τους δίναμε ονόματα των παιδιών μας για να προσανατολιστούμε [στο γυρισμό.
Τι είναι εκείνο; Ένα δέντρο. Τι είναι εκείνο; Ένα ποτάμι.
Κι ένα γρηγοριανό μέλος υψωνόταν ολόγυρά μας,
μιλούσε για όσους προορίζονταν για τη θυσία.
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Το γάλα είχε ξινίσει στα στήθια των μανάδων,
χτενίζαμε τα μαλλιά μας και γίνονταν στάχτη.
Τι είναι εκείνο; Ένα πουλί. Τι είναι εκείνο; Μια πέτρα.
Και χαμηλώνοντας το κεφάλι κρύβαμε την ντροπή μας,
βουβοί κόβαμε τα νύχια των νεκρών.
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Τ’ απόβραδα πίναμε το κρασί των τυφλών,
ονειρευόμασταν ακόμα ένα δάσος από ορχιδέες.
Τι είναι εκείνο; Άμμος. Τι είναι εκείνο; Ομίχλη.
Κι η ζωή δραπέτευε σαν νυχτερίδα απ’ τις σκιές
και αποκοιμόμασταν με μια απρόσμενη γαλήνη στο βλέμμα.
Ύστερα τα μάτια μας έγιναν σαν τα μάτια των αγαλμάτων,
κοιτάξαμε τις παλάμες μας κι είχε εξαφανιστεί η γραμμή της ζωής,
κι από τη στοίβα υψώθηκε ιαμβικός ο ρόγχος
αλυχτώντας για σένα, για μένα, για όλους μας τους συντρόφους.
Έμειναν πίσω μόνο οι ετρουσκικές μας γραμμές,
κέρινα τραγούδια που ταξιδεύουν στον ήλιο,
και στο πλευρό μας πάντα εσύ, κόρο σπλαχνικό,
εσύ, ψυχή μου, δαμάλα, στεφανωμένη με βιολέτες και νάρδους.
Monet - La Estación Saint-Lazare |
Αττίλα Γιόζεφ - Συνείδηση
Ζω κοντά στις σιδηροδρομικές γραμμές.
Βλέπω τα τραίνα να περνάνε.
Τη λαμπερή μύγα του παράθυρου
μες στο παλλόμενο, λιναρένιο σκότος.
Κι έτσι περνάνε βιαστικά
μες στο αιώνιο σκοτάδι οι φωτισμένες μέρες
και μόνο εγώ στου κάθε βαγονιού το φως
στέκομαι ακουμπώντας στους αγκώνες μου, χωρίς μιλιά.
[Συνείδηση, του Αττίλα Γιόζεφ , Μετ: Ανδρέας Αγγελάκης]
Στέλιος Μαυρομάτης 1974 Το τρένο |
Έρχονται και φεύγουν σαν τις μέρες. Γρήγορα.
Σου θυμίζουν ότι όλα είναι μεταβλητά,
Η αλλαγή είναι η μόνη σταθερά
Σου θυμίζουν ότι οι άνθρωποι πάντα έχουν κάπου
να πάνε. Θέλουν να βρίσκονται αλλού.
Το χειρότερο όμως απ’ όλα είναι το πρωινό τραίνο.
Κόσμος τρέχει από τον δρόμο, τρέχει από το
λεωφορείο, από το πεζοδρόμιο, τρέχει να ανέβει
τα σκαλιά, να προλάβει το τραίνο. Και τρώνε
ένα κουλούρι στα γρήγορα και πάνε να βγάλουν
εισιτήριο και τους πέφτουν τα κέρματα και δεν
χτυπούν σωστά το εισιτήριο και ίσα
που προφταίνουν το τραίνο. Και βάζουν τα χέρια και
τα πόδια στην πόρτα να μην κλείσει και σπρώχνουν και
φωνάζουν και ιδρώνουν για να προλάβουν να μπουν στο τραίνο.
Και αν τα καταφέρουν και μπουν χαίρονται και αν
μείνουν απ’ έξω είναι κατηφής.
Όταν μπουν στο τραίνο, όταν η πόρτα κλείσει και ο
κρότος της ακουστεί, τότε οι άνθρωποι γίνονται άκαμπτοι.
Αυτοί που έκαναν τόσο κόπο για να τα καταφέρουν, τώρα
είναι σαν να ξέχασαν την ψυχή τους στην πόρτα.
Αν κοιτάξεις κάποιον στα μάτια μέσα στο τραίνο, δεν
βλέπεις τίποτα. Έχουν όλοι ένα κενό βλέμμα.
Έχουν όλοι το ίδιο βαριεστημένο, απογοητευμένο ύφος.
Λες και δεν ήθελαν να μπουν ένα πράμα. Λες και δεν
κόντεψαν να χάσουν ένα χέρι, ένα πόδι για να
επιβιβαστούν
Είναι θλιβερά τα τραίνα.
The Railway Bridge At Argenteuil by Claude Oscar Monet |
Θα περιμένουμε μην τυχόν περάσει
Το τραίνο μας με το πολύτιμο φορτίο
Το τραίνο μιας άλλης ώρας
Μιας άλλης χώρας που σύνορα δεν έχει.
Θα περιμένουμε μην τυχόν περάσει
Το τραίνο που δεν μπορεί μια και ξεκίνησε να σταματήσει
Τώρα σε σήραγγα μπορεί να βρίσκεται
Μπορεί να βρίσκεται σε δύσκολο βουνό
Ίσως σε κάμπο με πλημμύρα
Σε τόπο που νά' ναι μεσημέρι
Ή σ' άλλον που νά' ναι βράδυ
Μα θα περάσει.
Κι εμείς θα περιμένουμε
Γιατί δεν είναι δυνατό να δεσμευθεί
Δεν είναι δυνατόν να σπάσει
Να κουραστεί σε στέππες και σε πάμπες
Και σ' επικίνδυνες ανηφοριές
Το τραίνο μας, που σίγουρα θα φτάσει.
Θα περιμένουμε λοιπόν ακόμα,
Σήμερα κι αύριο και μεθαύριο
Θα περιμένουμε το τραίνο πάντα
Γιατί δεν είναι δυνατόν να μην περάσει.
Αθήνα 14/8/1934
Στέλιος Μαυρομάτης 1977 Σύνθεση με κλειδί |
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Με τα κεφάλια κρεμασμένα απ’ τους φεγγίτες κοιτούσαμε τον απέραντο [κάμπο.
Αίφνης, ένα μουκάνισμα μας έφερνε στη θύμηση την Ιφιγένεια
και γυρίζαμε για να σφίξουμε τα παιδιά μέσα στα στήθια μας.
Τι είναι εκείνο; Ο ήλιος. Τι είναι εκείνο; Ένα σύννεφο.
Είχαμε λησμονήσει το χρώμα της θάλασσας, τη μυρωδιά της βροχής.
Όσοι ήξεραν από αστέρια είχαν ξεχάσει τις ονομασίες τους,
γι’ αυτό τους δίναμε ονόματα των παιδιών μας για να προσανατολιστούμε [στο γυρισμό.
Τι είναι εκείνο; Ένα δέντρο. Τι είναι εκείνο; Ένα ποτάμι.
Κι ένα γρηγοριανό μέλος υψωνόταν ολόγυρά μας,
μιλούσε για όσους προορίζονταν για τη θυσία.
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Το γάλα είχε ξινίσει στα στήθια των μανάδων,
χτενίζαμε τα μαλλιά μας και γίνονταν στάχτη.
Τι είναι εκείνο; Ένα πουλί. Τι είναι εκείνο; Μια πέτρα.
Και χαμηλώνοντας το κεφάλι κρύβαμε την ντροπή μας,
βουβοί κόβαμε τα νύχια των νεκρών.
Είμαστε αθώοι, ουρλιάζαμε μες απ’ τα τρένα.
Νύχτα ήταν ή μέρα; Ήμασταν ζωντανοί ή νεκροί;
Τ’ απόβραδα πίναμε το κρασί των τυφλών,
ονειρευόμασταν ακόμα ένα δάσος από ορχιδέες.
Τι είναι εκείνο; Άμμος. Τι είναι εκείνο; Ομίχλη.
Κι η ζωή δραπέτευε σαν νυχτερίδα απ’ τις σκιές
και αποκοιμόμασταν με μια απρόσμενη γαλήνη στο βλέμμα.
Ύστερα τα μάτια μας έγιναν σαν τα μάτια των αγαλμάτων,
κοιτάξαμε τις παλάμες μας κι είχε εξαφανιστεί η γραμμή της ζωής,
κι από τη στοίβα υψώθηκε ιαμβικός ο ρόγχος
αλυχτώντας για σένα, για μένα, για όλους μας τους συντρόφους.
Έμειναν πίσω μόνο οι ετρουσκικές μας γραμμές,
κέρινα τραγούδια που ταξιδεύουν στον ήλιο,
και στο πλευρό μας πάντα εσύ, κόρο σπλαχνικό,
εσύ, ψυχή μου, δαμάλα, στεφανωμένη με βιολέτες και νάρδους.
David Tutwiler |
Στη μνήμη τής Κορνηλίας
Κοντά στα τρένα υπάρχει μια κρυφή ροή νερού
Αργά ράθυμα δροσίζει τ’ αναμμένα βαγόνια
Η Κορνηλία σκύβει απ’ το παράθυρο επικίνδυνα
Σ’ ένα κουπέ με κόκκινα βελούδα
Ανοίγει μια πετσέτα στα γόνατά της
Ψωμί τυρί αυγό και αλατοπίπερο
«Θα ‘ρθεις μαζί μου ως το θάνατο;» λέει
Ποιος ντυμένος στα μαύρα κόβει εισιτήρια σήμερα
Ποιος ελεγκτής μάς κοιτάζει με μια νέα υποψία
Ο κλειδούχος ας ξεκλειδώσει επιτέλους την καρδιά του
Ας χορτάσει ο μηχανοδηγός μια θεία ανάπαυση
Και οι γραμμές να γυαλίσουν τα παπούτσια τους
Στην πλατεία κοιμάται η αγία τεμπελιά
Ένας καφές φουσκώνει ως τον ουρανό
Σκάζει στα χείλη τού σταθμάρχη που ρουφάει τη μέρα
Σα να ‘ναι η πρώτη του κι η τελευταία
ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ - ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΒΛΑΔΙΒΟΣΤΟΚ
Θερμοκρασία 60 υπό το μηδέν
και το εισιτήριο προς το Bλαδιβοστόκ στην τσέπη.
Kι’ απόξω, εξισωμένη με το άπειρον
η παγωμένη στέππη.
Δεν είμαι μόνος. Ένας άνθρωπος παράξενος αντίκρυ μου
μου εξάπτει το ενδιαφέρον σε σημείον μέγα.
Kι’ ενόσω τού ’χα δώσει σημασίαν «ά λ φ α» στην αρχή,
τώρα, δεν ξέρω πώς, λαμβάνει σημασίαν «ω μ έ γ α».
Kαι το εισιτήριο προς το Bλαδιβοστόκ στην τσέπη μου.
A! Tο Bλαδιβοστόκ! Ω! ας ήτανε ποτέ να μην υπήρχεν εδώ κάτω.
Kι’ όμως, είν’ ο σκοπός του ταξιδιού μου αλλοίμονο,
το τέρμα… που δεν έχει παρακάτω.
Kι’ όμως, το νοσταλγούσα κάποτες το τέρμ’ αυτό.
Mα τώρα… Tώρα τίποτα. Mονάχα η παγωμένη γύρω στέππη,
κι’ ο αμίλητος κι’ ακίνητος συνταξιδιώτης μου
που, σαν μετουσιωμένο σύμβολο, με βλέπει.
Kι’ όσο και πάει… σιμώνει το Bλαδιβοστόκ.
Kαι τότε… τι θα γίνει; Θα ξαναγυρίσω πάλε;
Δεν το πιστεύω. Mα θαρρώ της φάρσας ή του δράματος
πως πλησιάζει οσονούπω το «φ ι ν ά λ ε».
Ωραίο πιστόλι ετούτο μα την πίστη μου
κι’ είν’ εντελώς καινούργιο και γεμάτο.
Kι’ όπου και νά ’ναι θα φανή και το Bλαδιβοστόκ,
το τ έ ρ μ α… που δεν έχει π α ρ α κ ά τ ω.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΛΑΣΚΟΣ (1908-1992)
Aπό τις ΑΓΡΙΟΧΗΝΕΣ, 1972
Vincent Van Gogh |
Τάσος Λειβαδίτης - Έρημος σταθμός
……Μόλις πέθανα, βγήκα απ’ το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού σπιτιού, το σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα έλεγε το παλιό τραγούδι των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολουθούσαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα πού να πάω κι αποκοιμήθηκα στα χέρια των τυφλών, που εντούτοις άναβαν τη λάμπα,
……ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις,
……όταν τέλος έφτασα στο σταθμό, είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο φοβισμένος που αν μ’ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φανεί ο θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. κι εμείς έπρεπε να κάνουμε ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την υπηρετούσε είχε μάθει να πετάει, για να μην της λερώνει το χαλί,
……φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν είχανε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο μακριά κι απ’ τους νεκρούς κι ο άμαξας των παιδικών καιρών έξω απ’ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμαρωμένα άλογα.
The Railway Station by William Powell Frith |
«Ώρες η σιωπή πατούσε το χώμα πού ‘σκαψαν τα μάτια
μα κανένα φως δεν έβγαινε απ’ αυτού
και μόνο οι φοβερές ρωγμές χαραγμένες στη ράχη της γης
από ανθρώπους που προσπάθησαν να σχεδιάσουν μια μοίρα
ανάσαιναν τη μνήμη μου κι αυτή αργούσε να πεθάνει
σκοντάφτοντας αδιάκοπα σε ξερές ημερομηνίες και μισογκρε-
μισμένα ονόματα.
Καμιά φωνή δε φεύγει τώρα απ’ την ηχώ της
καμιά λύση δε δίνει τη θέση της σ’ άλλη
όλα κρατούν ένα μικρό διάστημα- παρηγοριά της επιστροφής-
μα αυτός ο ρημαγμένος σταθμός- κομμένα τα σύρματα,
κομμένες οι φωνές…-
δε με πλανεύει πια γι αλλού
για μιαν αναπνοή μακρύτερα.
Μόνος κι άλλος κανείς εδώ
με το μέτωπο κολλημένο στις ράγες
να λογαριάζω τα σάπια βαγόνια
εδώ κι όχι αλλού, καμιά υπεκφυγή γι αλλού
τα τρένα όλα φευγάτα
κι οι μέρες μας ατέλειωτες…
………………………………………………………
Όλα σιγά σιγά θα με γνωρίσουν
όλα θα μάθουν ποια είναι η μοναξιά μου
και μόνο ο θάνατος, θαρρώντας πως παρακοιμήθηκα,
νωρίς θε νά ‘ρθει μ’ ένα πέλαγος πουλιά
όπως άλλες φορές η μάνα μου να με ξυπνήσει…»
(Βύρων Λεοντάρης, Ψυχοστασία, ύψιλον/βιβλία)
Vincent Van Gogh Landscape with Carriage and Train |
Μενέλαος Λουντέμης - O μικρός Σουκρής
“Ο μικρός Σουκρής” είναι απόσπασμα παρμένο από το μυθιστόρημα του Μενέλαου Λουντέμη “Συννεφιάζει”, που εκδόθηκε το 1948. Το έργο αναφέρεται στα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922, οπότε έγινε η ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Το θέμα του αποσπάσματός μας είναι μια τραγική σκηνή αποχωρισμού ανάμεσα σ’ ένα ελληνόπουλο, το συγγραφέα-αφηγητή κι ένα τουρκόπουλο, το Σουκρή, η οποία διαδραματίζεται στο σιδηροδρομικό σταθμό του Βερτεκοπίου.
.Ένα κείμενο που θέτει πάνω από όλα το ζήτημα του σεβασμού στον "άλλον", προβάλλει την παιδική αγνότητα και αθωότητα, υμνεί την ανθρωπιά,την αγάπη,την ευαισθησία και τη φιλία πέρα από τις οποιεσδήποτε πολιτικές σκοπιμότητες.
Από δω πάνω απ`τη δραγατσά , φαίνουνται όλα ήμερα και καταλαγιασμένα. Ο "χαμάλης" πηγαινοέρχεται φυσώντας τον καπνό του και ταχτοποιεί σαν κομπολόι τα βαγόνια του. Ο κύριος σταθμάρχης κόβει βόλτες σαν το τρεχαντήρι κι ο κόσμος θαμπώνεται απ` τα πολλά σειρήτια που`χει στο καπέλο του. Οι καποτρένοι ξαναμωράθηκαν και παίζουνε τα σκολιαρόπαιδα με τις ντουντούκες. Όλα φαίνονται από δω καθαρά. Να κι ο Δημητρός ο αργάτης. Άφησε το φκυάρι του και τώρα τριγυρίζει σαν τρελός. Κάποιον ψάχνει. Φωνάζει κιόλα, μα το σούσουρο του σταθμού είναι μεγάλο και δεν ακούγεται.
Ξεκινήσαμε να κατέβουμε. Σε λίγο θα `ταν ώρα για τη φευγάλα. Δε μιλούσαμε. Κοιτάγαμε παραπονεμένοι το χώμα και κλωτσούσαμε τα πετραδάκια σαν να μας έφταιγαν αυτά.
Στα μισά του δρόμου ανταμώσαμε το Δημητρό που έτρεχε λαχανιασμένος μες τα χωράφια. Σαν μας είδε σκύλιασε.
- Βρε Σουκρή! φωνάζει μπαρουτιασμένος. Βρε Σουκρή! Η μάνα σου βρε! χτυπιέται καταή! Η βάβω σου βρε! λιγοθυμάει!... Βρήκες την ώρα, μωρέ θεοσκοτωμένο, να γκιζερίσεις!
-Γιατί μπρε Ντημητρό;
-Γιατί, λέει!... Άκου μωρέ!... Ε, πάει θα τρελαθώ! Γιατί; Βρε ο " χαμάλης" φεύγει, βρε!.. φεύγει,βρε! Έφυγε! Ακούς; Μπρος τώρα. Φουσέκι! Ακόμα κάθεσαι; Φουσέκι να προκάμεις! Άτιμο τουρκί! Για κοίτα βρε, περπάτημα... θα φύγουνε και θα σ` αφήσουνε αμανάτι. Για κοίτα ένα σχέδιο άνθρωπος. Αχ ... και να σ` είχα δικό μου!
Χιμήξαμε τον κατήφορο σαν ζαρκάδια που οσμίστηκαν μπαρούτι. Η μηχανή του "χαμάλη" πήγε και κόλλησε στα βαγόνια. "Πάμε;" τους λέει."Φρρρ! Όλα έτοιμα !" κάνουν οι καποτρένοι και χώνουνται μες στα καβούκια τους. "Πουφ! πουφ..." ο "χαμάλης" άρχισε να σαλεύει.Ό,τι είχαμε σκαρφαλώσει κι εμείς τα κάγκελα του σταθμού...
Χύθηκε ο Σουκρής ξοπίσω στο τρένο, σαν χηνάρι που τρέχει να προφτάσει την αρμαθιά τ` αδερφάκια του. Μα ο "χαμάλης" είναι τόσο άπονος... "Πουφ!... πουφ!" κείνος τη δουλειά του. Ο Σουκρής τσιρίζει σπαραχτικά.
- Ανάαα... ντουρ! Ανατζίιικ... ντουρ.... ντουρ! ( Μάναα... Μανούλα... Σταμάτα! ).
Άρχισε το κυνηγητό.
-Α! Σουκρή! φώναζαν απ`όλα τα βαγόνια... όλος ο κόσμος κρεμασμένος. Η μάνα άπλωνε τα χέρια της σαν κλαδιά που τα δέρνει ο αέρας.
-Α, γιαβρούμ... Α, τζερίμ!... ( Α, λατρεία μου... Α, σπλάχνο μου! ).
Όλοι χτυπούσανε τα κάγκελα.
-Χ-α!... Χ-α!...
-Α, Σουκρή! Α! καπλάν!... Χ-α!
Γέροι και νιοι απλώνανε τα χέρια, απλώνανε ζουνάρια. Η βάβω του τραβούσε τους χαλκάδες του τρένου, για να το σταματήσει και το περικαλούσε και το μάλωνε:
-Ντουρ μπρε! Ντουρ μπρε! ( Στάσου βρε! Στάσου! ).
Σπαραγμός...
Μα ήθελε δεν ήθελε ο "χαμάλης" έκοψε για μια στιγμή τη φόρα του όχι από καλοσύνη του, μα να , γιατί είχε φτάσει στα ψαλίδια, χρειάζεται προσοχή εκεί. Ο Σουκρής τον έφτασε. 'Απλωσε κιόλας τα μαύρα του χεράκια να γατζώσει. Μα δεν τ` αξιώθηκε. Σφυριγματιές πολλές ακούστηκαν με μιας. Κι ένα στρίγγλισμα φοβερό, φοβερό... από χίλιες φωνές μαζί.
-Αααααα !!!
... Ο Δημητρός, ο μπερδεμένος , ο χαζολογάς σκουπίζει με το μανίκι τον ιδρώτα του και-κρυφά κρυφά για να μην τον πάρω χαμπάρι-το περνάει κι από τα μάτια του. Αχ, γιατί να`ναι τόσο άπονα τα τρένα.
Τώρα η βάβω δε θ` ανασαίνει πια. Τώρα η μάνα θα μοιρολογάει...Θα περπατάει το μοιρολόι της πάνω στις γραμμές. Και δε θα τη νοιάζει καθόλου αν το τρένο φεύγει, πού πάει... κι αν κάποτε θα φτάσει, και πού...Τώρα η ψυχή της απόμεινε πίσω στο Βερτεκόπι, να ξεσκίζεται... Κι ο "χαμάλης" θα σφυράει... Θα σφυράει και θα τρέχει σαν στοιχειό που το κάψανε τα ξόρκια, και θα ουρλιάζει και θα σούρνεται στους κάμπους να βρει συγχώρεση. Και θα ουρλιάζει και θα σούρνεται, ώσπου να σκάσει.
Κι εγώ ( αχ... εγώ που ζύμωσα τα πικρά μικράτα μου, τ` αδύναμα αλαφρά όνειρά μου μ` ένα τουρκάκι της Καράτζοβας, κάθομαι, ώρες τώρα - κρεμασμένο κουρελάκι- πάνω στα κάγκελα του σταθμού και δε βλέπω τίποτα μπροστά μου , τίποτα, γιατί όλα είναι κλάμα...
Λένε πως τα παιδιά, σαν είναι άκακα εδώ στη γης και καλόγνωμα, σαν φτάσουνε στον ουρανό γίνονται άγγελοι. Μα ο θεός τους ο Τούρκος, τώρα έφυγε και ποιος θα του ανοίξει του Σουκρή που δεν ξέρει και τη γλώσσα;
Σε περικαλώ, παππού Θεέ..., α δεις να τριγυρνάει όξω απ` το παλάτι σου ένα μαυριδερό τουρκάκι, είναι ο φίλος μου ο Σουκρής. Πάρ` το μέσα. Σε περικαλώ και να το συγχωρέσεις που έχει λίγο άσκημα χείλια και μην το κακοκαρδίσεις γι`αυτό. Σε περικαλάει ένας φτωχός μικροπουλητής του σταθμού που δρόσιζε τον κόσμο.Αν ήσουνα καμιά φορά περαστικός από κει, θα τον θυμάσαι. Ήταν ένα κουτσό αγόρι. Σ`ευχαριστώ...
Στο θλιμμένο κάμπο βρέχει
βρέχει στις ελιές τις γκρίζες –
το νερό σας ρίγος τρέχει
από τα κλαδιά στις ρίζες.
Γκρίζα η ώρα, γκρίζα η χώρα
σκοτεινά κάτω κι απάνω
ξεχωρίζουν μες στη μπόρα
τα τσαντίρια των τσιγγάνων.
Απ’ την άσφαλτο τα κάρα
κατεβαίνουν, κατεβαίνουν…
Λάμπουν μερικά τσιγάρα
στα παράθυρα του τρένου…
Ένα σκιάχτρο απελπισμένο,
στη νεροποντή, στο κρύο
άδικα γνέφει στο τρένο
κι εμψυχώνει το τοπίο.
Ανυπόφορη είναι η θλίψη
των αγρών αυτό το μήνα!
Η βροχή μας έχει κρύψει
απ’ το φόντο την Αθήνα…
Και το βράδυ κατεβαίνει
μες στη νέκρα, μες στη γύμνια…
που ‘ναι οι βάτραχοι κρυμμένοι;
Γιατί σώπασαν τ’ αγρίμια;
Μες στον κάμπο τώρα μόνα
τα βαριά περνούνε τρένα,
λες και φέρνουν το χειμώνα
και τη νύχτα από τα ξένα.
David Tutwiler |
Τίτος Πατρίκιος - Σταθμός του Βορρά
«Το πλήθος, τα μεγάφωνα, οι αποχαιρετισμοί
το πρόσωπό σου ακίνητο στο παράθυρο του βαγονιού
των διπλανών παραγγελίες και υποσχέσεις-
όλα σα να είχαν προβλεφτεί από σκηνοθέτη.
Κι άξαφνα θυμήθηκα το Χρίστο, στην Αθήνα
όταν με πήγε να δούμε τη “Σύντομη συνάντηση”.
Ο αγαπημένος φίλος, έπειτα εχθρός, έπειτα ξένος,
η παλιά ταινία, τώρα δεν παίζεται σχεδόν ποτέ,
εσύ, που άρχισες να μεταβάλλεσαι σ’ ανάμνηση
ακόμα πριν το τρένο ξεκινήσει.»
(Σύγχρονη ερωτική ποίηση, Καστανιώτης)
Μαρία Πολυδούρη - Ένα βράδυ στο σταθμό
«Τι θλιβερό πράμμα ο Σταθμός,
που μόλις νάχη φύγει το τραίνο.
Ούτε στιγμή, μόλις που εδώ
στις ράγιες του βαριά σταματημένο
και πηγαινόρχονταν γοργά,
ανίδεα γελώντας ταξειδιώτες.
Κι όσοι που μείνανε κι αυτοί
δεν έχουνε την όψη τους σαν τότες.
Η άδεια θέση κ’ η σιωπή
μεσ’ στο Σταθμό που τούφυγε το τραίνο.
Κι αυτοί που μείνανε σκορπούν
κ’ έχουν το βήμα το αποφασισμένο
όσων τη μοίρα ακολουθούν.
Κάθε φορά τους φεύγει κι από κάτι
και κείνοι μένουν στο Σταθμό
λυγίζοντας το θολωμένο μάτι.
Στρέφουν στα ίδια θαρρετοί
δήθεν κ’ η πλάτη τους κυρτώνει πίσω.
-Καταραμένε χωρισμέ,
όμως και σένα απόψε θα αγαπήσω.
Γιατί το “χαίρε” ήταν γλυκό
καθώς το χέρι σειόταν στον αέρα,
απ’ το μαντίλι πιο λευκό
κι απ’ τον ανθό, σα φως που έφευγε πέρα,
που δεν το είχα δει ποτέ,
τόσο γαλήνια ωραίο τ’ όραμά σου.
Καταραμένε χωρισμέ,
μου τρέμουν τα χείλη στ’ όνομά σου.»
(Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα, εκδ. γράμματα)
Μίλτος Σαχτούρης - Ο σταθμός
«Μέσα στον ύπνο μου όλο βρέχει,
γεμίζει λάσπη τ’ ονειρό μου
είναι ενα σκοτεινό τοπίο
και περιμένω ένα τραίνο.
Ο σταθμάρχης μαζεύει μαραγαρίτες
που φύτρωσαν πάνω στις ράγιες
γιατί έχει πολύν καιρό νά ‘ρθει
τραίνο σ’ ετούτον το σταθμό
και ξάφνου πέρασαν τα χρόνια
κάθομαι πίσω απ’ ένα τζάμι
μάκρυναν τα μαλλιά τα γένια
σά νάμαι άρρωστος πολύ
κι όμως με παίρνει πάλι ο ύπνος
σιγά-σιγά έρχεται εκείνη
κρατάει στο χέρι ένα μαχαίρι
με προσοχή με πλησιάζει
το μπήγει στο δεξί μου μάτι!»
Αντώνης Σαμαράκης - Σ’ ένα συνοριακό σταθμό
Σ’ ΕΝΑ ΣΥΝΟΡΙΑΚΟ ΣΤΑΘΜΟ (11’ 30’’)
Συντελεστές
Σενάριο – Σκηνοθεσία:Νάνσυ Σπετσιώτη
Διεύθυνση Φωτογραφίας : Άρις Σταύρου
Ήχος : Νίκος Μπουγιούκος
Μοντάζ : Γιάννης Παρασκευόπουλος
Παραγωγός : Δημήτρης Γαλανόπουλος
Διεύθυνση παραγωγής : Βιργινία Αρτοποιού
Μουσική : Μάριος Στρόφαλης
Σκηνικά / Κοστούμια : Μιχάλης Σδούγκος
Διανομή : Γιώργος Παπαδημητράκης, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Δημήτρης Τζουμάκης
Παραγωγή : Δημήτρης Γαλανόπουλος/ Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου
«Το πλήθος, τα μεγάφωνα, οι αποχαιρετισμοί
το πρόσωπό σου ακίνητο στο παράθυρο του βαγονιού
των διπλανών παραγγελίες και υποσχέσεις-
όλα σα να είχαν προβλεφτεί από σκηνοθέτη.
Κι άξαφνα θυμήθηκα το Χρίστο, στην Αθήνα
όταν με πήγε να δούμε τη “Σύντομη συνάντηση”.
Ο αγαπημένος φίλος, έπειτα εχθρός, έπειτα ξένος,
η παλιά ταινία, τώρα δεν παίζεται σχεδόν ποτέ,
εσύ, που άρχισες να μεταβάλλεσαι σ’ ανάμνηση
ακόμα πριν το τρένο ξεκινήσει.»
(Σύγχρονη ερωτική ποίηση, Καστανιώτης)
Hastings Railway Station - The Arrival of the Down-Train by Florence Claxton |
Μαρία Πολυδούρη - Ένα βράδυ στο σταθμό
«Τι θλιβερό πράμμα ο Σταθμός,
που μόλις νάχη φύγει το τραίνο.
Ούτε στιγμή, μόλις που εδώ
στις ράγιες του βαριά σταματημένο
και πηγαινόρχονταν γοργά,
ανίδεα γελώντας ταξειδιώτες.
Κι όσοι που μείνανε κι αυτοί
δεν έχουνε την όψη τους σαν τότες.
Η άδεια θέση κ’ η σιωπή
μεσ’ στο Σταθμό που τούφυγε το τραίνο.
Κι αυτοί που μείνανε σκορπούν
κ’ έχουν το βήμα το αποφασισμένο
όσων τη μοίρα ακολουθούν.
Κάθε φορά τους φεύγει κι από κάτι
και κείνοι μένουν στο Σταθμό
λυγίζοντας το θολωμένο μάτι.
Στρέφουν στα ίδια θαρρετοί
δήθεν κ’ η πλάτη τους κυρτώνει πίσω.
-Καταραμένε χωρισμέ,
όμως και σένα απόψε θα αγαπήσω.
Γιατί το “χαίρε” ήταν γλυκό
καθώς το χέρι σειόταν στον αέρα,
απ’ το μαντίλι πιο λευκό
κι απ’ τον ανθό, σα φως που έφευγε πέρα,
που δεν το είχα δει ποτέ,
τόσο γαλήνια ωραίο τ’ όραμά σου.
Καταραμένε χωρισμέ,
μου τρέμουν τα χείλη στ’ όνομά σου.»
(Μαρία Πολυδούρη, Τα ποιήματα, εκδ. γράμματα)
Γιώργος Χανδρινός - Ακινησία και σκουριά |
«Μέσα στον ύπνο μου όλο βρέχει,
γεμίζει λάσπη τ’ ονειρό μου
είναι ενα σκοτεινό τοπίο
και περιμένω ένα τραίνο.
Ο σταθμάρχης μαζεύει μαραγαρίτες
που φύτρωσαν πάνω στις ράγιες
γιατί έχει πολύν καιρό νά ‘ρθει
τραίνο σ’ ετούτον το σταθμό
και ξάφνου πέρασαν τα χρόνια
κάθομαι πίσω απ’ ένα τζάμι
μάκρυναν τα μαλλιά τα γένια
σά νάμαι άρρωστος πολύ
κι όμως με παίρνει πάλι ο ύπνος
σιγά-σιγά έρχεται εκείνη
κρατάει στο χέρι ένα μαχαίρι
με προσοχή με πλησιάζει
το μπήγει στο δεξί μου μάτι!»
James Jacques Joseph Tissot - The Departure Platform, Victoria Station |
«Από παιδί είχε μανία με τα τρένα. Μεγάλη μανία. Το έσκαγε από το σχολείο, με τα βιβλία παραμάσχαλα, και πού τον έχανες, πού τον έβρισκες, στο σταθμό. Έμεναν σε μια μικρή επαρχιακή πόλη.
Τρύπωνε σε μια γωνιά κι εκεί καθότανε ώρες ολόκληρες και κοίταζε. Όχι μόνο τα τρένα που ολοένα ερχόντουσαν και ολοένα φεύγανε, μα όλη η ατμόσφαιρα εκεί τον γοήτευε. Από το πολύ το σκασιαρχείο έμεινε στην ίδια τάξη. Η μάνα του του τις έβρεχε ταχτικά, αυτός το βιολί του.
Το όνειρό του, από τότε, δεν ήτανε να γίνει, όπως θέλανε άλλα παιδιά, αξιωματικός ή μηχανικός, μα σταθμάρχης. Ονειρευότανε τον εαυτό του σταθμάρχη στον κεντρικό σταθμό της πρωτεύουσας, με τη σκούρα μπλε στολή, με τα σιρίτια στα μανίκια. Κι ένοιωθε μεγάλη συγκίνηση.
Συχνάζοντας στο σταθμό, είχε μάθει από μικρός όλες τις μανούβρες που γίνονται εκεί σαν είναι να ‘ρθει ή σαν είναι να φύγει ένα τρένο.
Είχε μάθει ακόμη να παρατηρεί. Να μελετάει τα πρόσωπα των ταξιδιωτών. Άλλοι φτάνανε στο σταθμό με συνοδεία συγγενείς και φίλους κι αρχίζανε οι ατέλειωτοι αποχαιρετισμοί, οι συγκινήσεις και τα ρέστα. Άλλοι πάλι ερχόντουσαν και βρίσκανε ολόκληρη υποδοχή. Και ξανά οι συγκινήσεις και τα ρέστα. Μα κείνοι που ήταν η συμπάθειά του από τότε, ήταν οι μοναχικοί ταξιδιώτες. Αυτοί που φεύγουν ή έρχονται ολομόναχοι. Σαν είναι να φύγουνε πηδάνε στο βαγόνι τους και χάνονται εκεί μέσα. Δεν κοιτάνε από το παράθυρο, γιατί ξέρουν πως δεν είναι κανένας για να τους αποχαιρετίσει, να τους πει: «Καλό ταξίδι!». Το ίδιο σαν έρχονται. Κατεβαίνουν από το βαγόνι τους, γρήγορα γρήγορα, και τραβάνε κατευθείαν στην έξοδο. Ξέρουν πως δεν είναι κανένας για να τους πει: «Καλωσόρισες!».
Το είχε λοιπόν μεγάλο μεράκι να γίνει σταθμάρχης. Και τίποτα, μα τίποτα, δε μπόρεσε να του κάνει ν’ αλλάξει γνώμη. Ούτε το ξύλο που ταχτικά έτρωγε από τη μάνα του ούτε που έμεινε στην ίδια τάξη δυο φορές.
Και γίνηκε σιδηροδρομικός, μα όχι σταθμάρχης. Δεν είχε τα «τυπικά προσόντα». Δεν τα κατάφερε να τελειώσει το σχολείο. Όμως, μέρα και νύχτα, βρισκότανε στο αγαπημένο του περιβάλλον κι αυτό του έφτανε.
Τώρα που είναι συνταξιούχος, λέει να καθίσει να γράψει ένα βιβλίο με τις αναμνήσεις του. Τριάντα δύο χρόνια έκανε σιδηροδρομικός. Υπηρέτησε σε πολλούς σταθμούς, μικρούς και μεγάλους, και είδε πολλά πράγματα. Έχει ένα σωρό αναμνήσεις.
Το είπε το σχέδιο του για το βιβλίο σ’ ένα φίλο του, συνταξιούχο δάσκαλο, που τα κουτσοπίνουν παρέα τα βραδάκια. Το βρήκε σπουδαίο το σχέδιό του ο φίλος του. Μάλιστα του βρήκε και τον τίτλο του βιβλίου: «Απομνημονεύματα μιας μακράς σιδηροδρομικής ζωής». Κι αυτός του είπε: «Δάσκαλε, τι ‘ναι τούτο; Μακρύ σα σιδερόδρομος είναι». Γελάσανε κι οι δυο τους και τσουγκρίσανε τα ποτήρια τους.»
(διήγημα από το βιβλίο του Αντώνη Σαμαράκη, «Ζητείται ελπίς-Σήμα κινδύνου», Αθήνα 1966, Εστία)
Σ' ένα συνοριακό σταθμό - Μια ταινία της Νάνσυ Σπετσιώτη βασισμένη σε διήγημα του Αντώνη Σαμαράκη
Συντελεστές
Σενάριο – Σκηνοθεσία:Νάνσυ Σπετσιώτη
Διεύθυνση Φωτογραφίας : Άρις Σταύρου
Ήχος : Νίκος Μπουγιούκος
Μοντάζ : Γιάννης Παρασκευόπουλος
Παραγωγός : Δημήτρης Γαλανόπουλος
Διεύθυνση παραγωγής : Βιργινία Αρτοποιού
Μουσική : Μάριος Στρόφαλης
Σκηνικά / Κοστούμια : Μιχάλης Σδούγκος
Διανομή : Γιώργος Παπαδημητράκης, Γεράσιμος Σκιαδαρέσης, Δημήτρης Τζουμάκης
Παραγωγή : Δημήτρης Γαλανόπουλος/ Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου
Train by John S. Smith |
Τάκης Σινόπουλος Tο τραίνο
Δεν τα κατάφερνε να κοιμηθεί, ζέστη του κερατά, και-
γότανε το μεσημέρι, η κάμαρα μία κόλαση, πλάγιασε
πάλι, απέναντι η Φανή,
το μάτι της Φανής ασάλευτο στο κάντρο, χρόνια δε-
καεφτά που πέθανε, κι όξω απ΄ την κάμαρα ο σταθμός,
σακατεμένες μηχανές βουλιάζοντας στο σίδερο.
Τραίνο στις 12, τραίνο στις 3, τραίνο στις 4 και τέ-
ταρτο, τότε το τραίνο κίνησε νυστάζοντα, κι άκουγες
τους αρμούς τα κόκαλα, τροχοί και κόκαλα, κι από τα
σπίτια πίσω ο μέγας ουρανός, κι από τα δέντρα πίσω
ο μαύρος ουρανός, το τραίνο παίρνοντας
την κατηφόρα, χώματα ξερότοποι, κι αυτός σκυμένος
στο παράθυρο, μήτε ήρθε στο φυλάκιο της στροφής
εκείνη η ανώνυμη γυναίκα, στάχτη κι ερημιά το μού-
τρο της, να σύρει τη βαρειά αλυσίδα, ο δρόμος ανοιχτός
και η άσφαλτο, κι ο σκύλος μήτε σάλεψε, χωμένος στη
γαρουφαλιά, το τραίνο παίρνοντας
την άλλη κατηφόρα, ίσια γραμμή, δεξιά το πεύκο βύ-
ζαινε το φως, και κάτω δέκα μέτρα η θάλασσα, σωστό
γυαλί στον ήλιο αστράφτοντας, η αρμύρα από τη θά-
λασσα, κι ο λίγος άμμος, το νερό σε μια φανταστική
συνέχεια, ο λίγος άμμος το κορμί του καίγοντας, στον
ήλιο καίγοντας.
Ετσι γυμνός ανάσκελα, χωμένος μες στο καλοκαίρι,
βούιζε το κεφάλι του, γιομάτο κυπαρίσσια και τζιτζί-
κια το κεφάλι του πριζότανε.
Χιλιάδες σπίθες στο εσωτερικό και σκοτεινιά κι αντί-
λαλοι, κι όξω στον άμμο ένα μεγάλο φως, πλατύ χω-
ράφι αθέριστο, γιομάτο φως, κι εκείνος,
έτσι πρησμένος και γυμνός, ανάσκελα, σε τούτη την
απίστευτη εκμηδένιση, το μάτι του άδειο γράφοντας
τα γεγονότα τ΄ ουρανού, τα κυπαρίσσια ακίνητα και
μια σειρά πουλιά, μαύρα, λοξεύοντας,
χιμώντας πάνω στο κουφάρι του, με πείνα αρπάζοντας
τα σπάραχνα, σκουντώντας τόνα τ΄ άλλο, κράζοντας,
και τρώγανε ανυπόμονα κι ακούγονταν μέσα στο φως
οι φοβερές φτερούγες που χτυπούσανε.
Κατέβηκε παντού η σιωπή.
Κατέβηκε με τ΄ άροτρο ο Θεός.
Ασπρο το ρούχο του, πελώριος έκατσε, κι έκατσε δίπλα
στο σκαμνί, τα ρούχα του τον άμμο σκοτεινιάζοντας,
και φαρδύ του χέρι εσκάλισε, τ΄ άσπρα του δά-
χτυλα κοσκίνισαν τον άμμο, κι ο Θεός
είπε, σηκώνοντας αργά το χέρι του, να φύγουν τα που-
λιά, κι εκείνα φύγανε, ξαφνιάστηκαν, πήραν το δρόμο
ανάμεσα στα κυπαρίσσια, εφύγανε, σκεπάσανε την ά-
κρη τ΄ ουρανού.
Κι είπε ο Θεός.
Κι ήρθε η Φανή, κατέβηκε, σκούρα κι αμίλητη στην
πέτρα του γιαλού.
Ηρθε κι ο θυρωρός κουτσαίνοντας,
ο Νίκος από το περίπτερο και το πλατύ
ποτάμι πέρα από τη Λάρισα, κι η γέφυρα ύστερα, κι ο
δρόμος όξω απ΄ την Κοζάνη, και τα πολυβόλα, κι η
κραυγή του λοχαγού στη σκοτεινή χαράδρα, ήρθε η
Φανή,
στο απέραντο νοσοκομείο, διάδρομοι και φως, και πιο
ψηλά κόκκινοι λόφοι, οι λόφοι κόκκινοι, κοκκινοκόκκι-
νοι, μαύροι καθώς ενύχτωνε και περπατούσαν με φα-
νάρια ανάμεσα στα ξύλα, βλαστημώντας το Χριστό
σας ο Ζαφόγλου κι ήρθανε
χιλιάδες έγγραφα, χαρτιά σφραγίδες και χαρτόσημα
κι υπογραφές, η επιτροπή στη σύναξη κι ο σκούρος
τοίχος πίσω τους με το σημαδεμένο χάρτη, μυγοχέ-
σματα, τσιγάρα, σκύβοντας κάτι σκυφτές φωνές.
Κι εφάνηκε απ΄ τους άμμους, περπατώντας ήσυχα, ήρ-
θε η γυναίκα στο φυλάκιο της στροφής, πήρε την α-
λυσίδα αργά, την πέρασε στο γάντζο, και το χέρι της
κομένο απ΄ τον καρπό, ξερό σαν ξύλο, κάψαλο το χέρι
της.
Και πέντε φορτηγά στην άσφαλτο σταμάτησαν, τόνα
με τ΄ άλλο, ο σκύλος τότε ανασηκώθηκε, πάνω στο
τραίνο εχίμηξε αστραπή, καθώς το τραίνο εκίναγε, κι
αρχίνισαν τα κόκαλα, τροχοί και κόκαλα, σίδερα - κό-
καλά, κι ο σκύλος τότες ούρλιαξε.
Κι εκείνος άκουσε, μέσα στη βύθιση, άκουσε.
Κι είπε να σηκωθεί, σηκώθηκε, ξανάπεσε μεμιάς.
Τον πήρε η θάλασσα, σκοτάδι χαμηλά σκοτείνιαζε και
πάγωνε από το παράθυρο, τον πήρε η θάλασσα, βρά-
χια νερό και πέτρες χάθηκαν,
η αλυσίδα, η άσφαλτο, τα πέντε φορτηγά,
τα βράχια κόκκινα, πέτρα χαλίκι κι άμμος κι ουρανός,
μονάχα ο κούφιος ουρανός.
Το Οριάν Εξπρές (Οrient Express = Ταχεία της Ανατολής) ήταν το πρώτο διηπειρωτικό τρένο της Ευρώπης που έκανε τη διαδρομή των 2.740 χιλιομέτρων περίπου από το Παρίσι (Gare de l'Est) έως την Κωνσταντινούπολη, με ενδιάμεσες σύντομες στάσεις στο Στρασβούργο, το Μόναχο, τη Βιέννη, τη Βουδαπέστη και τοΒουκουρέστι. Το Οριάν Εξπρές, το οποίο ταυτίστηκε με την ταξιδιωτική πολυτέλεια, άρχισε να λειτουργεί στις 5 Ιουνίου του 1883, ενώ το 1919 ξεκίνησε να λειτουργεί η γραμμή Simplon Orient Express, η οποία περιλάμβανε διαφορετικό δρομολόγιο και περνούσε από τους σταθμούς της Λωζάνης, του Μιλάνου, της Βενετίας, τηςΤεργέστης, του Βελιγραδίου. Το 1977 οι τακτικές υπηρεσίες του σταμάτησαν καθώς δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει τον ανταγωνισμό με το αεροπλάνο. Ωστόσο, το θρυλικό αυτό τρένο εξακολουθεί να λειτουργεί σήμερα και να προσφέρει πολυτελείς υπηρεσίες στους επιβάτες αλλά πλέον το δρομολόγιο του είναι κάπως σύντομο, σε σύγκριση με το δρομολόγιο του παρελθόντος. Καθημερινά συνδέει το Παρίσι με την Βιέννη, περνώντας από το Στρασβούργο, το Μπάντεν-Μπάντεν, το Μόναχο και πολλούς άλλους σταθμούς. Δύο από τα βαγόνια του τραίνου - μια κλινάμαξα και το εστιατόριο - διασώζονται και εκτίθενται στο Σιδηροδρομικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.
Επιρροές στον πολιτισμό
Το Οριάν Εξπρές, λόγω της φήμης του στην εποχή του ως πολυτελούς τραίνου, αποτέλεσε σκηνικό για το γνωστό μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές και για την ομώνυμη υποψήφια για έξι Όσκαρ ταινία του 1974 αλλά για και το βιβλίο του Γκράχαμ Γκρην Το Τραίνο της Σταμπούλ. Έχει επίσης χρησιμοποιηθεί σαν σκηνικό σε αρκετές ταινίες. Η διάσημη ταινία του Τζέιμς Μποντ Από τη Ρωσία με αγάπη (From Russia with Love) παρουσιάζει σκηνές δράσης που διαδραματίζονται στο Οριάν Εξπρές.
Μια μεγάλη περιπέτεια για το παιχνίδι ρόλων τρόμου Call of Cthulhu της εταιρείας παιχνιδιών Chaosium εξελίσσεται στο θρυλικό Οριάν Εξπρές και συγκεκριμένα στο Simplon-Orient Express. Η περιπέτεια αυτή ονομάζεται Horror on the Orient Express και είχε κερδίσει το 1991 από την Origin Awards τα βραβεία καλύτερης περιπέτειας παιχνιδιού ρόλων και καλύτερης γραφικής παρουσίασης https://el.wikipedia.org/
Recalled on Service, 1863 by Robert Collinson
Μουσείο Σιδηροδρόμων Δήμου Καλαμάτας
Το Μουσείο Σιδηροδρόμων, το οποίο λειτουργεί από το 1986, έχει εγκατασταθεί στο νότιο άκρο του Δημοτικού πάρκου ΟΣΕ, μέσα σε έκταση 54 στρεμμάτων, λύση που επέτρεψε την ένταξη του μουσειακού σιδηροδρομικού υλικού στο φυσικό του τοπίο.
Στα εκθέματα του Μουσείου περιλαμβάνονται, ο σταθμός και η περιοχή του, με διώροφο οικίσκο σταθμαρχείου, τέσσερις πλατμόρφες επιβίβασης με περίπτερο εισόδου και σταθερούς πάγκους αναμονής.
Υπάρχουν ακόμη υδατόπυργος με λίθινη κυλινδρική βάση, τρεις κρουνοί ατμαμαξών και τιμονιέρες, μεταλλική πεζογέφυρα, μήκους 28 μ., κατά τον άξονα του σταθμαρχείου, καθώς και μικροστοιχεία οργάνωσης του σιδηροδρομικού τοπίου (κλειδιά αλλαγής, φανοί, στάνζες, stoppers).
Εκτίθενται επίσης τροχαίο υλικό, αποτελούμενο από επτά ατμάμαξες και μια ντηζελάμαξα, δύο δραιζίνες (ποδήλατη και χειροκίνητη), ένα χειροκίνητο γερανό (1890), τρία επιβατηγά οχήματα Α' θέσης και πέντε Α'-Β' θέσης (1885), οκτώ φορτηγά οχήματα διαφόρων τύπων (1885-1947). Τα βαγόνια των συρμών μελετήθηκαν έτσι ώστε, παράλληλα προς τον παιδαγωγικό-μουσειακό τους προορισμό, να φιλοξενούν και κάποιες συγκεκριμένες δημοτικές λειτουργίες και δραστηριότητες φορέων της πόλης. http://odysseus.culture.gr/
Και ω αναμνήσεις, που συγκρατείτε πιο πολύ
απ' αυτό που ζήσαμε !
(Τ. Λειβαδίτης - Βιολέτες για μια εποχή)
- Οι στίχοι του Λειβαδίτη, είναι γραμμένοι στο χώρο έκθεσης μηχανήματος καταγραφής προσέλευσης υπαλλήλων, φωτογραφιών τους κλπ
- Το Μουσείο δεν χρηματοδοτείται από το Κράτος και δεν έχει αναγνωριστεί ακόμα από το Υπ. Πολιτισμού (!)
´Εσοδά του, κατά δήλωση του υπευθύνου, 1 €/μήνα κράτηση από τους συνταξιούχους του ΗΣΑΠ, το Σωματείο των οποίων ίδρυσε το Μουσείο το 1995, καθώς και τα έσοδα από τη πώληση του βιβλίου-λευκώματος
- Η είσοδος στο Μουσείο είναι ελεύθερη
Δείτε περισσότερα εδώ
ΜΟΥΣΙΚΗ
(Γιά την Οδό ονείρων, του Μάνου Χατζιδάκη)
Σβήνει τ' αστέρι του βοριά
στην ανηφοριά
κι ένα ποτάμι φωτεινό
κυλάει στον ουρανό
Κοιμούνται ακόμα τα παιδιά
κάτω απ΄τη ροδιά
και μ΄ένα δάκρυ μου θολό
τα μάτια τους φιλώ
Πάει έφυγε το τρένο,
έφυγες κι εσύ
σταλαγματιά χρυσή -
σταλαγματιά χρυσή.
Πάει χάθηκε το τρένο,
χάθηκες κι εσύ
σε γαλανό νησί -
σε γαλανό νησί.
Πήρες απ' το καλοκαίρι
στο μικρό σου χέρι
το χαμηλό τ'αστέρι
και πήγες σ'άλλη γη.
Μ' όνειρο κι εγώ πηγαίνω
να σε περιμένω
νερό σταματημένο
σε δροσερή πηγή.
Πάει έφυγε το τρένο
έφυγες κι εσύ.
The Indiscretion, 1895 by Constant Aime Marie Cap |
Πολίτικη κουζίνα (Ο σταθμός) _ Ευανθία Ρεμπούτσικα
Στίχοι: Μάνος ΕλευθερίουΜουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Το τρένο δεν ξεκίνησε ποτέ για Κατερίνη
μείναμε όλοι στο σταθμό
χαμένοι μηχανοδηγοί, χαμένη κι η σελήνη
χαμένα κι όσα είχα να σου πω.
Σβήσαν τα φώτα, πάγωσαν
και μόνον οι σειρήνες
ούρλιαζαν μες στον πυρετό.
Ντύθηκες όλα τα αίματα
και όλες τις πορφύρες
και 'κείνα πού 'χα χρόνια να σου πω.
Το τρένο δεν ξεκίνησε ποτέ για Κατερίνη
το τρένο αυτό του τραγουδιού
γεράσαμε γονατιστοί μπρος στην ασετιλίνη
στο ψεύτικο ταξίδι του μύθου μας του κρυφού.
https://itzikas.wordpress.com/
https://tassosleivaditis.wordpress.com/
http://greek-translation-wings.blogspot.gr/
http://www.greek-language.gr/
http://www.bibliotheque.gr/
http://www.snhell.gr/
http://ebooks.edu.gr/
http://annagelopoulou.blogspot.gr/
http://www.e-poema.eu/
http://www.vakxikon.gr/
https://www.youtube.com/
http://idrymapoiisis.blogspot.gr/
http://www.stixoi.info/
Πληροφορίες για τους πίνακες : https://www.1st-art-gallery.com/
Οι πίνακες του Στέλιου Μαυρομάτη από εδώ
Οι πίνακες του Γιώργου Χανδρινού από εδώ
http://www.e-poema.eu/
http://www.vakxikon.gr/
https://www.youtube.com/
http://idrymapoiisis.blogspot.gr/
http://www.stixoi.info/
Πληροφορίες για τους πίνακες : https://www.1st-art-gallery.com/
Οι πίνακες του Στέλιου Μαυρομάτη από εδώ
Οι πίνακες του Γιώργου Χανδρινού από εδώ
The El, New York, 1894 by Childe Hassam
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου