ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ
Δεν έδειχνε σε κανέναν το τραύμα του
Αναπηρία προχωρημένου βαθμού
Κι ωστόσο υπεράνω πάσης υποψίας
Τις νύχτες άνοιγε μυστικά συρτάρια
Άπλωνε μέλη τεχνητά στον καθρέφτη
Συναρμολογούσε ηλικίες χαμόγελα
Το πρωί αναστέναζε νικημένος
Αποσυρόταν
Κάποτε θ’ ανακάλυπταν ήταν επόμενο την αδυναμία του
Ασυμβίβαστη άλλωστε προς το επάγγελμά του
Ήταν εκτιμητής του χρόνου
ΨΙΛΗ ΚΥΡΙΟΤΗΣ
Την ημέρα συμφύρεται με αριθμούς
Με υπεξαιρέσεις φωτός
Με τροχοφόρα με κρότους
Με ανθρώπους που φράζουν αποπνικτικά
Το χώρο του γραφείου
Τη νύχτα κλειδώνεται μες στο δωμάτιο
Φορεί τις λεπτές στιλπνές φτερούγες
Κι ανασηκώνει μεγάλες πέτρες τ’ ουρανού
Ερευνά
Δεν ξέρει πως τα τυχόν ευρήματα
Θ’ ανήκουν στην κυριότητα του Χρόνου
ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΗ
Συχνά στα πρόθυρα της πτώσης
Κάτω απ’ το δέρμα έρπει ο φόβος
Γεύση φαρμακωμένη
Από επαίσχυντες προδοσίες
Μετά την πτώση
Η μνήμη λειτουργεί και πάλι
Φυσιολογικά
Αναγνωρίζει τα πρόσωπα
Διακρίνει μ’ ενάργεια τα περιστατικά
Η φωνή ξαναβρίσκει το βάρος της
Η νύχτα το σώμα της
Καταπράσινο από στερήσεις
Διόλου δεν μετανοεί
Έτσι τουλάχιστο διαψεύδει τους πλησίον του
Είχε απλούστατα η κατακρήμνιση
Ανοδική φορά
ΧΡΟΝΟΣ ΑΝΥΠΟΠΤΟΣ
Δεν ακολουθεί τη φορά
Αρέσκεται συνεχώς να τρέχει
Προς την αντίθετη πάντα κατεύθυνση
Άπειρα καθημερινά συμβάντα
Κατακλύζουν το βίο
Καταπνίγουν το βίο
Πυκνά διαλείμματα ολέθρου
Ωραίος κι ευθυτενής
Σταθμίζει τα βήματά του
Σιωπή
Μην ταράζετε το φως του
Σχοινοβατεί πάνω σε χρόνο ανύποπτο
ΔΙΟΛΙΣΘΗΣΗ
Τις νύχτες ιδίως
Όταν οι φλέβες τεντωμένες στη σιωπή
Αντιμάχονται όταν περιπολούν φάσματα
Και φωνές μιας πρώτης ζωής
Όταν σημαίνει ο λυγμός μιας λέξης
Το σφύριγμα κάποιου τρένου
Το παράπονο μιας επετείου
Τότε η Ποίηση
Διολισθαίνει απ’ το ιερατείο
Κι ακροποδίζοντας έρχεται
Δίπλα σου να σου σταθεί
ΟΠΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ
Κατατρύχονταν από μια μορφή γυναίκας
Την έβλεπε στον ύπνο του μ’ υψωμένα
Χέρια να παραληρεί με θέρμη
Την έβλεπε κάθε πρωί να γνέφει
Στο απέναντι παράθυρο να χαμογελά
Μ’ αστραπές στα μάτια και στα δόντια
Μες στο μισοσκότεινο δωμάτιο
Σύμβολο της άυλης παντοτινά γυναίκας
Έτσι νόμιζε τουλάχιστο δεν είχε διδαχθεί
Τους παράγοντες της οφθαλμαπάτης
Όταν πια κατάλαβε είχε ξημερώσει
Σα να κύλησε μια ατελείωτη νύχτα
Κι ήταν μόνος πάλι και ξεφύλλιζε
Παλιές πολύ παλιές φωτογραφίες
Από τη συλλογή «Κλειδάριθμοι» (1963), που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική έκδοση «Κλείτος Κύρου, εν όλω ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ, 1943-1997»,εκδ. ΑΓΡΑ 2006.
Πηγή: https://ppirinas.blogspot.com/2017/04/blog-post_10.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου