Παρασκευή 24 Μαΐου 2019

Κωστής Παλαμάς-Οι πατέρες

Τ’ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης.
(Τραγούδι του λαού)
Η Ελλάδα, αρχαία, παντοτινή. Μα κοίτα, και τη βρίσκειςτου νέου μες στο περπάτημα τη δύναμη του αρχαίου.Πόσες φορές δε βλέπουμε στου νέου παιδιού το σείσμα,στου νέου παιδιού το λύγισμα, να σειέται, να λυγιέται5μέσ’ απ’ του χρόνου τους βυθούς ο γέρος ο πατέρας,και μόλο που του νέου παιδιού το λύγισμα, το σείσμα,σαν αλλαχτά και σα θρεφτά κι απ’ άλλο βιος, ποιός ξέρει!καν απ’ της μάνας τον αέρα, καν από τον ίσκιοκάποιου προγόνου βάρβαρου και αλαργεμένου, που ήρθε10και στοίχειωσε, και ξαναζεί στου νέου παιδιού τη μοίρα.
Η νέα Ελλάδα, νέα ψυχή, νιος λόγος, νιο τραγούδι,και της Ελλάδας της ψυχής, τραγούδι εσύ, ο καθρέφτης.Και γέρνεις και κοιτάζεσαι μες στον καθρέφτη, ω Μάνα,και λαμπροκαθρεφτίζεσαι με τις θωριές της πλάσης15και με τα πάθη της καρδιάς. Σ’ εσέ καρδιά και η πλάση,γιατί απ’ την πέτρα ώς το πουλί στον κόσμο το δικό σουκι αιστάνονται όλα και μιλάν μ’ ανθρωπινή λαλίτσα.Σ’ εσένα πάλε και η καρδιά σταυραδερφή της πλάσηςτης άγγιχτης κι απάρθενης απ’ την πανάρχαιαν ώρα20που γύρω από τις μαντικές βαλανιδιές και κάτουστον ίσκιο της ιερής ελιάς και μες στο φως το ακράτο,καλόρυθμα, λειτουργικά, διαβαίναν τραγουδώνταςΑλκαίοι και δωρικοί χοροί και ιωνικές κιθάρες.
Του τραγουδιού σου ο ποιητής εγώ δεν είμαι, ω Μάνα,25και μήτε και ακριβός κανείς της γνώρας και της φήμηςαπ’ τους μακάριους του θεού του δελφικού που πίνουνκαι ζουν από τ’ αθάνατο νερό της Ιπποκρήνης.Μονάχη εσ’ είσαι κι ο Όμηρος, εσύ και η Φαντασίατου τραγουδιού που τραγουδάς, Δέσποινα, Μάνα, Ελλάδα.30Και τα παλιά βιολιά χτυπάς με δοξαριές καινούριες.Ο ψάλτης δίχως όνομα και χίλια ονόματα έχει.Ψάλτης κανένας από μας του ψαλτηριού σου, τι όλοικάτου από σε αξεχώριστα και ομάδι, είμαστ’ ο ψάλτης,μα πιο πολύ είν’ οι ταπεινοί κι οι απλοί βλαστοί, οι ξωμάχοι.35Αγνώριστοι και αγύρευτοι ζουν έξω από τις χώρεςτου βάρυπνου, του ακάθαρτου και κρύου και μολεμένου,κάτου απ’ τα μάτια τ’ ουρανού νυχτόημερα, και παίρνουναπό βουνά και πόταμους και στάνες και ρουμάνια,κι από της γης τα καθαρά κι από τ’ αγνά της πλάσης40τη γνώμη και τη λεβεντιά, το στίχο και τον ήχο.
Χαίρε, ο Πολίτης, ο Σοφός!— Η αυγή ροδογελούσε,στ’ αραχνιασμένο, στο κλειστό παλάτι βαρύς ύπνοςτο γέρο καταχώνιαζε το βασιλιά, το Μύθο,και γύρω του νυχτερευτές και λιβανίστρες γύρω45θρησκείες, λατρείες· και οι βωμοί λογής και σα σβησμένοι.Και τα πορτοπαράθυρα του παλατιού τ’ ανοίγειςκαι μπάζεις μέσα της ζωής το φως και τον αέρα,και λες του Μύθου: —Ξύπνησε!— Και λες του ρήγα: —Μίλα,ξύπνα, και νά η Παράδοση και νά η νεράιδα· μίλα!—50Και ξεσκεπάζεις της κρυφής λιγόλοης Παροιμίαςτ’ αγαλματένιο πρόσωπο, νόημα, φωνή τής δίνεις.Και της καρδιάς μας την καρδιά μάς δείχνεις, το Τραγούδιτ’ ολόδροσο, το πιο όμορφο ρηγόπουλο, και κράζεις:—Ακούστε το πώς κελαηδεί και δέστε το πώς πάει!—
55Χαρείτε, νιάτα ελληνικά, περηφανέψου, Μάνα!
Χαίρε, κι εσύ ο κελαηδιστής, το κρητικό τ’ αηδόνι!Σα να χωρίζεις του τεχνίτη το τραγούδι πρώτοςαπ’ το τραγούδι του λαού που ρέει κι είναι σαν έναμ’ εσένα, ω πλάση απρόσωπη, τι χίλια πρόσωπα έχεις.60Και του τεχνίτη το τραγούδι σφραγιστό με μύριες,με λογής βούλες άμοιαστες, και η κάθε βούλα δείχνεικαι νιο ξέχωρο πρόσωπο χρυσογραμμένο απάνου,που ένα, κι αξίζει για πολλά, και ντόπιο και σαν ξένο.Μες στη βουνόσπαρτη Σητειά, των πέλαων ξαγναντεύτρα,65στης Κρήτης την Ακρίτισσα που γέννησεν εσένα,ποιός θεός σε βλόγησε; Και ποιά κρητικοπούλα νύφη,ποιά νύφη συναναθρεφτή ποιάς Φράγκισσας Καλλιόπηςποιόν Ομηρίδη ραψωδόν αγάπησε και πήρε,για να γεννήσουν —θεού χαρά— διπλομορφιά, τη Ρίμα70με τη λαλιά τη ζωντανή που τη λαλεί κι αντριεύειτο Γένος ολοζώντανο; Δόξα σ’ εσέ, ο Κορνάρος,δόξα σ’ εσένα, ο ποταμός ο χρυσομελιτάρης,που τρέχεις και κατρακυλάς και πότισμα και δρόσοςτης θείας ελλήνισσας φυλής κι ελεύτερης και σκλάβας,75και με τους Ερωτόκριτους και με τις Αρετούσες,δόξα κι αγάπη και τιμή κι όλες τις αντρειοσύνες!
Χώρια, ματιά, περπατησιά, κορμοστασιά ο καθένας,στου δεκαπεντασύλλαβου το βήμα αρμονισέ τους,την κρίση μην τη φοβηθείς, και μέτρα τους και πες τους,80Μούσα, με τα σημάδια τους και με τα ονόματά τους.
ΣολωμόςΡήγαςΒηλαράςΨυχάρηςΒαλαωρίτης,της μυγδαλιάς τα στέφανα και του σποριά τα χέρια,και οι παραστάτες κι οι προεστοί. Πολέμαρχοι. Οι Πατέρες.
Πλάστης κριτής, ο Πολυλάς. Και με των Ιλιάδων85και με των Τετραβάγγελων το φως ο Πάλλης, ψάλτης.Γιά χαίρονται του ήλιου το φως, γιά μες στο χώμα λιώνουν,βασιλευτοί, αβασίλευτοι, δεν ξέρω· ζουν εμπρός μου.Στους ουρανούς ελληνικούς, της αρμονίας η Πούλια.Σ’ άνανθο βράχο αποσυρτός, αταίριαστος, μονάχος,90ζωσμένος με της λύρας του τον ωκεανό, και ο Κάλβος.—Πατριδολάτρη σαλπιχτή μεγαλομάρτυρα! Ήρθεν,ήρθε της δόξας ο καιρός. Ώς πότε παλικάρια;Δε ζουν τα παλικάρια πια θεριά σ’ ερμιές και σπήλια,της Πολιτείας διαφεντευτές, του θρόνου είν’ αντιστύλια.95Μα είν’ η Ελλάδα σου πλατιά, τετράπλατα γραμμένηστα σύνορα του χάρτη σου, στου ονείρου σου τα μάγια,μακριός ο δρόμος, άσωστος, τα κακοτόπια πλήθος,ο οχτρός εφτάψυχος και μες στο ψυχομάχημά του.Κύριοι, τα μίση των εθνών και των τρανών οι αμάχες.100Σαν την αρχαίαν αράθυμη βασίλισσα, κι η Αγάπημαρμάρωσε και στέκεται μαζί με τα παιδιά τηςδοξαρεμένα από σκληρούς θεούς μες στην ποδιά της.Και των αυτοκρατόρω μας ο σταυραϊτός μακριάθεκλαγγάζει από την ξενιτιά. —Ξενιτεμένε, μήπως105μας στέλνεις χαιρετίσματα; Μηνάς το γυρισμό σου;Της δόξας ήρθεν ο καιρός; Ώς πότε, παλικάρια;
Μώμε κι εσύ παιγνιδιστή, Θύρση, δειλέ βοσκάρη,από της Τουρκαρβανιτιάς το λύκο σαστισμένε,πρόδρομε, που δεν όκνεψες να κονταροχτυπήσεις,110και μες στα μαύρα Γιάννενα τα κατασκλαβωμένα,για κάποιο μέγα λυτρωμό μελλόμενο του Λόγου.Στης λυτρωμένης Ήπειρος τις ράχες και τις λίμνεςπροσμένει σε η φλογέρα σου ποιμενική με κάποιουςπιο γλυκούς ήχους άπαιχτους, για να τους παίξεις τώρα,115αν, όπου ζούσες άμοιρος, μακαριστός γυρίσεις.
—Κι εσύ ο ασύγκριτος! Μ’ εσέ πρωτόφαντος ο στίχος,μαζί, η πολέμια χλαλοή και η κλάψα της τρυγόναςκαι η χάρη που άγιο λείψανο τ’ ωραίο συντρίμμι κάνει.Κι αν το πετάς μισουρανίς του βούκινου το σκούσμα,120μυστικά γέρνεις και γλυκά το στήθος προς την άρπα,να πλάσεις τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας,νύχτα γιομάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.
— Και ω ΦωτεινέΑστραπόγιαννε και αρματολέ και Ακρίτακαι της φυλής και της φωνής, καρδιά, τραγούδι, λόγος,125του Γένους φυλακάτορα, και σα να στέκεις πάντασκοπός, το καριοφίλι σου το κλέφτικο κρατώντας,με κάποια ολάνοιχτα φτερά, σα σκέπη απάνωθέ μας.Δροσάτος απ’ του Κίσσαβου την πάχνη, από τη φλόγαμαυριδερός, μοσκοβολάς μπαρούτι και θυμάρι.
130—Κι ο απ’ όλους δυνατότερος, μα και γι’ αυτό γραμμένοςνα τηνε σέρνεις για καιρό σαν ξεμοναχιασμένητη δύναμή σου, του καιρού καταφρονήτρα και όλωνόσοι μισοί, και σα νερό μήτε ζεστό ούτε κρύο,καρποί άδετοι ανωφέλευτοι, μήτε καλοί, κακοί ούτε,135μισοί και σβούνε, οι Τίποτε στο τίποτε γυρίζουν,και —το είπε ο τρισμεγάλος σου πατέρας, ο Αλιγκέρηςδεν τους βαστά η παράδεισο, μήπως και τη μολέψουν,και δεν τους θέλει η κόλαση, μήπως το παινευτούνε.Αντάρτη και καταλυτή, διδάχε και οικοδόμε140με του Οίστρου τα κεντήματα, με της Σοφίας τα μέτρα,θέλεις δε θέλεις, μια φορά, κι ας είναι αργά, ένας βράχοςθα σκαλιστεί για να γενεί βωμός με τ’ άγαλμά σου.
Στήστε βωμούς, χώριους, λογής, κι από τα μάρμαρα όλα,τα κόκκινα, τα πράσινα, τ’ άσπρα, τα πλουμισμένα,145κάθε πατέρας και βωμός, κάθε βωμός πατέραςμε το δικό του τ’ όνομα, με τη δική του εικόνα,σημάδι να είναι τ’ όνομα και λατρεμός η εικόνα·κι ένα βωμό, του τραγουδιού κορόνα στήστε, για όλους.Και γύρω σ’ όλους τους βωμούς και στο βωμό τον ένα150και Απόλλωνες και Σάτυροι και Μούσες, νέοι, ωραίοι,κισσομυρτοστεφάνωτοι, ποιητές και τραγουδίστρες,περιπλεχτοί, με τάματα, με πρόσφορα κανίσκια,δάκρυα του μοσκολίβανου, του στίχου κεροπλάστες,κι απ’ των ανθών το βύζασμα τεχνίτες μυροβράστες,155χορούς χορεύτε γραικικούς, πανηγυρίστε τα όλατα πανηγύρια, ελληνικά, βυζαντινά, ρωμαίικα,πινδαρικό, σολωμικό τον ύμνο ανάφτε, υψώστε!Και μη μου βαργομήσετε, μην παραπονεθείτεκι όσοι της λύρας δάσκαλοι και της φλογέρας πρώτοι,160μαστόροι με τη δοξαριά, με την πνοή φερμένοισα με φτερά υπερκοσμικά στους φαντασμένους κόσμους,και οι πρωτινοί και οι πιο στερνοί και οι νιοι και οι γερασμένοικαι στη ζωή όσοι σέρνεστε κι όσοι στα Ηλύσια ζείτεκαι που καβαλικεύετε το φτερωτό νοητάκι,165βουνίσιοι από τη Ρούμελη κι απ’ το Μοριά καμπίσιοι,κορυδαλλοί της Ήπειρος, αϊτοί μακεδονίτες,θρακιώτες γέρανοι, κι εσείς, νησιώτικα δελφίνια,του Ιόνιου τ’ αφροκύματα, του Αιγαίου δροσομελτέμια,αττικοί ψάλτες, σιγαλές κι εσείς μοιρολοήτρες,170α! μη μου βαργομήσετε, μην παραπονεθείτεπου δε στηθήκανε βωμοί για σας με τ’ όνομά σας.Γιατί, ω της νιότης ακριβοί, γιατί, ω νυμφίοι της Ρίμας,τα λεβεντόπαιδα είσαστε, δεν είσαστε οι πατέρες.Κι είναι και κάποιοι… Είναι βωμοί που γίνονται —δεν είναι—175μπορεί ψηλότεροι και πιο φανταχτεροί από τούτους.Τα ονόματά σας λάμπουνε κι οι εικόνες σας θαμπώνουντα μάτια τα οραματικά κι όσο ποτέ δε φέξανκι όσο ποτέ δεν άστραψαν τα ονόματα κι οι εικόνες,κι όσα γραμμένα σε βωμούς. Γρήγορ’ αργά μια θεία180Πυθώνισσα απολλωνική τρανόκραχτα ώς τ’ αστέριαστο διάβα κάποιων από σας θα τον αποσκεπάσει,κράχτη δειλό το λόγο μου, σκούζοντας: Νά οι Πατέρες!
Κι εγώ ποιός είμαι; Όρθρος θαμπός χρυσής αυγής καθάριας,ή κάποιο ανάδομα στερνό στο σβήσιμο μιας φλόγας;185Μην είμαι ρείθρο από πηγή μιας μουσικής και στάζω;Μην κυπροκούδουνο και ηχώ και ντέφι κι αλαλάζω;Ξέρω; Δεν ξέρω τίποτε. Γνωρίζω μόνο, εγώ ειμαιτου απόμερου ζευγολατιού που μέσα του πρωτόειδεςτο φως και της μητέρας σου το χαμογέλιο, εγώ ειμαι190του απόμερου υποστατικού και ο φυτευτής και ο κύρης,του απόμερου περιβολιού πατέρας, και δικός σου.Κι εσύ παιδί απ’ το αίμα μου κι από το λογισμό μου,παιδί μου εσύ, το χτήμα μου που θα κληρονομήσεις,μέσα του, απάνου στ’ απαλά βρυγιά και στ’ ανθοκλάδια,195στα μονοπάτια, στις βραγιές, όπου καρποί, όπου φύτρες,και σε βωμών υψώματα και σ’ αγαλμάτων πόδια,πουλιά και λύρες κελαηδάν, καρδιές καίνε, όπως καίνετα κανελογαρίφαλα στα θράκια τ’ αναμμέναγια τα μοσκοβολήματα, για του κακού τα ξόρκια,200και είν’ οι βωμοί θρησκευτικοί, και οι γλυπτικές εικόνες,και μόλο τους τ’ ασάλευτο, σαν από σάρκα ζούνε.Του ξωτικού αναγάλλιαση και ξάφνισμα τ’ ανθρώπου,τα δέντρα αγνώριστα είν’ εκεί, παράξενα βαλμένα,και λες δεν έχουν όνομα, σειρά γενιάς δεν ξέρουν.205Ποτήρια, της μοσκοβολιάς προσφέρνουν το νεχτάρικάποια λουλούδια, και οι καρποί, κάποιοι καρποί μοιράζουντης αλοής το πίκραμα και τ’ αφιονιού τον ύπνο.Μα εκεί, της γέψης όνειρα, τα ολόγλυκα τα σύκα,σμαράγδι είναι το θώρι τους και σμάλτο είν’ η καρδιά τους,210σμάλτα, σμαράγδια της δροσιάς και της απαλοσύνης·και τα κεράσια του Μαγιού και τα σπυριά του ρόιδου,φιλιά και κρουσταλλώσανε, ρουμπίνια και αναλιώσαν.Σαν τραχιά κλήματα βαριά τα ζουμερά σταφύλιατης φτώχειας είναι ο θησαυρός, της ομορφιάς η ζήλια.
215Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.Σκάψε το ακόμα πιο βαθιά και φράξε το πιο στέρεακαι πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,220και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας,κι αν αγαπάς τ’ ανθρωπινά κι όσα άρρωστα δεν είναι,ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.Κι αν είναι225κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντραγια τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το,230και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούρια γένναπ’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για νά ’ρθει,κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.Φτάνει μια ιδέα να σ’ το πει, μια ιδέα να σ’ το προστάξει,235κορόνα ιδέα, ιδέα σπαθί, που θα είν’ απάνου απ’ όλα.
ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ /ΟΙ ΒΩΜΟΙ /ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ 
Πηγή:http://www.greek-language.gr/Resources/literature/tools/concordance/browse.html?text_id=1722&hi=419376&cnd_id=7

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου