Ικέτης σου έτρεξα, εκκλησούλα του βουνού,
με τον βαθύν αντίλαλο του εσπερινού,
κ’ είμαι ορφανός. Και ζήτησα να βρω αντιστύλι,
στ’ ασημοκαντηλιού το φως που μούχες στείλει
μακρυά καθώς παράδερνα στην ερημιά,
του κάμπου πετροκαλαμιά.
Κι’ ήρθα. Αγιοκέρια λάμπανε: λιβανωτός,
καπνός με πήρε στην αγκάλη του παντός.
Κ’ είμαι ορφανός. Μα ο εσπερινός γλυκά σημαίνει,
κι’ άκουσα μια φωνή, μυστηριακή να βγαίνη:
-Εδώ ειμ’ εγώ! των ουρανών η Πλατυτέρα,
για όλους Μητέρα.
Νικόλαος Πετιμεζάς-Λαύρας (1872-1952)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου