Πέμπτη 4 Ιουλίου 2019

Νίκος Καρούζος, Στη ρόδινη σκιά του Κάφκα



Σελήνη μεγαλούτσικη απόψε.
Γοερά ήσυχος αισθάνομαι
να θροΐζουν ελευθερίες.
Πολύφωτο της μοναξιάς το ελάφι
στα βελούδινα τριξίματα.
Ο θάνατος είναι φόβος
δεν είναι θάνατος.
Τα δέντρα συνοψίζονται σ’ ένα πλατύ ασήμισμα.
Λυπηρά γεγονότα –
η τεμπέλικη φύση…
Ο χρόνος έχει πια σκουληκιάσει
κάθε πρωί τα κοκόρια φτύνουν την ψίχα του.
Πάλι θα μας κεράσει τα αιωνόβια
δευτερόλεπτα σε όλες τις ποικιλίες
το δίκιο και το άδικο περιττά και τα δύο
την όρνιθα περιχυμένη απ’ τον ήλιο στην αυλή της.
Τα χάχανα των ουρανών ακούγονται ψηλά.
Στο χώμα η δεντρογαλιά σαν κερασόκλαδο.
Πόσες φορές αλλάζει η θάλασσα
ως θα καρπίσει λάμψη ο ορίζοντας τον όρθρο
και θα γιομίσει τέτοια χρώματα η δύση
καταπίνοντας τις ώρες…
Το ξέρω μαζί με τα φυτά:
κ’ ένα ζωύφι μαχαιρώνει.
κ’ η ωραία πεταλούδα στα καθίσματά της.
Όμως υπάρχει ο περίτρομος αθώος
καίγεται στην κρύα φλόγα των απελπισμών.
Αθόρυβα στρέφει τα πόμολα
τον ύπνο των άλλων ακούει.
και την αθρόα λάμψη βλέπει
την πλεγμένη γύρω του
να πέφτι λέπι-λέπι.
Δεν έχει όλο το δικαίωμα ο ήλιος –
αλίμονο.
Γάβγισμα των σκυλιών τη νύχτα…
Κι αν ακόμη
δεν ξέρεις που βρίσκεσαι
σου δίνει την αίσθηση του ανοιχτού χώρου.
Κάτσε να θυμηθούμε
πιες το καφεδάκι.
Ο τρομαγμένος τάρανδος
όσο τον κυνηγούν οι λύκοι
απέχει απ’ τη λύτρωση
μάρτυρες τα δέντρα.
Χαμένος κόπος ανύπαρκτος ακολουθεί
το χιόνι και η ευκολία του έαρος.
Εκείνος που σεβάστηκε πολύ τα πράγματα
θυμήθηκε χωρίς τη μνήμη
και βρήκε άδειο το νερό πίσω απ’ τα κυλίσματα.
Ήτανε πάντα κάποιος ολέθριος για τα λουλούδια.
Έβλεπε πάντα πως η θάλασσα είναι άρρωστη.
Πρωί-πρωί στο στήθος του ένας κίτρινος ποντικός
λαχάνιαζε φουσκώνοντας δώθε-κείθε το πουκάμισο του.
Το βράδυ-βράδυ έμπαινε στην κάμαρά του
η βρεφική του ηλικία ολομόναχη και του μιλούσε
με τη μεγάλη μάσκα του αγίου Αυγουστίνου
και το Βιβλίο των Μαγισσών αιωρούμενο
που κάποτε το ’γραψε μια νεκρή δακτυλογράφος.
Έτσι λοιπόν χαζεύοντας
αιώνες κ’ αιώνες τώρα
τον πόνο του στη διάρκεια των ωρών
όπως ακούμε το δελτίο ειδήσεων
ετοιμαζότανε για τη σφαγή του.
Παραμονή τυχαία βρέθηκε στο κουκλοθέατρο
και γέλασε με την καρδιά του όταν
πέφτοντας από λαμπρό σπαθί
το κεφαλάκι της πιο έξαλλης μαριονέτας
απόμεινε στον αέρα ορθή η κόκκινη σκούφια της.

(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα, τ. Α’, Ίκαρος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου