Γονατισμένη παράμερα κλαίει με τα γαλανά της μάτια η Μαγδαληνή χωρίς να την ακούει ή να τηνε βλέπει κανείς. Τα χρυσά της τα μαλλιά σέρνονται καταγής και το πορφυρό της ιμάτιο πέφτοντας απ’ το δεξιό τον ώμο τής φανερώνει —λαχτάρα και καημός!— τη μισή πλάτη κι ολάκερο το στήθος. Και σπαράζει πιο πολύ παρ’ όσο, νια κι αμαρτωλή, σπάραζε μέσα στην αγκάλη του έπαρχου. |
· |
Η ΜαγδαληνήΜες σε παλάτια, που σα σπήλια αντήχαν απ’ τις μουσικέςκι αστράβαν απ’ τα μέταλλα και τα δεμένα φώτα,στα μάγουλά μου, που κανείς δεν τα είδεν ήλιος, οι μοσκιέςγλίστρααν με λάγγεμα πολύ και τα δαγκώναν σαν οχιές·5στην κρυσταλλένια μου φωνή θαμπή εγλιστρούσε νότα. Στην τεσσεροβασίλευτη Γιουδαία εγώ ’μουν η Πηγή:του κόρφου μου τ’ αμάραντα και μοσκοβόλα κίτρα.Ωσάν τη φλόγα του κορμιού μου άλλη δε γνώρισεν η Γη,σαν της αγκάλης μου μεστή καμιά δεν ύπαρχε σιγή.10Ο έρωτάς μου νίκαγε τη Ρώμη τη νικήτρα… Σκοτάδια ήτανε μέσα μου, ξέρα μεγάλη κι αμμουδιάκαι στα γλυκά τα χείλια μου πικρά πολύ τα γέλια.Και μου τινάζαν άξαφνα τ’ αγνώστου φόβοι την καρδιάκαι μου κοβόταν η αναπνιά μες σε φορέματα φαρδιά —15απ’ του Θριάμβου την κορφή μακριά ’βλεπα συντέλεια. Δεν ήταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά σιγά…Ωραίος δεν ήσουν, τίποτα δεν είχες πάνω σου άξο!Κοίταγες χάμου τα χαλίκια, ως μίλαγες σιγά κι αργά.Την τρίτ’ ή τέταρτη φοράν άρχισε ο νους μου να ριγά20κι ως σήκωσες τα μάτια σου, δε βάσταα να κοιτάξω. Κι ένιωσα ορμή ασυγκράτητη στα πόδια σου να κυλιστώ.Είδα να σειέται μέσα μου ψυχή παρθένα ώς τώρα.Την ευτυχιά τη γνώρισα στο δόσιμο χωρίς μιστό,τη λευτεριά, στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό25και την υπέρτατ’ ηδονή στον πόνον,— άξια γνώρα. Και στους φτωχούς μοιράζοντας τα υπάρχοντά μου (ασημικά,διαμαντικά, μεταξωτά, μπαξέδες και παλάτια)τα βήματά σου ακλούθησα, που κι αν τα σβηούσε ταχτικάστον άμμ’ ο αγέρας του βραδιού, σα φώτα μένανε γλυκά30για πάντα σ’ άμμο και ψυχή και σ’ ακοές και μάτια. Πράματα νέα δεν έλεγες κι ούτε, με λόγια νέα, παλιά.Από πολλούς κι από καιρούς ολά ηταν ειπωμένα.Μα ’χες τη δύναμη ν’ ακούς των ουρανών τη σιγαλιάκι όλα για σένα (κι άψυχα κι ανθρώποι) διάφανα γυαλιά35και διάφαν’ η καρδιά του Θεού για σένα — και για μένα! Κανείς (και πλήθη και σοφοί και μαθητάδες και γονιοί)δεν ξάνοιγε το σπαραγμό στα θάματά σου πίσωκι αν πρόσμενες το λυτρωμό σου από την άδικη θανή,εγώ μονάχα το ’νιωσα, που ήμουνα λάσπη και κοινή,40πόσο Χριστέ ’σουν άνθρωπος! Κι εγώ θα σ’ αναστήσω! ω! |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου