Μοιάζω σαν ένα πίνακα κάποιου άγνωστου ζωγράφου
που είναι σε μια έκθεση μ’ άλλους πολλούς μαζί
κι έχει γραφτεί επάνω του η όψη ενός τάφου
που κλείνει εντός του ένα κορμί, που τώρα πια δεν ζει.
Τριγύρω μου άλλοι πίνακες με άλλες παραστάσεις
παράξενες, χαρούμενες, τρελές, χορταστικές
κι αφηρημένες, που εύκολα δεν ξέρεις να ονομάσεις,
όλο γραμμές παράλληλες, ίσιες, καμπυλωτές.
Και όλοι αυτοί οι πίνακες με τις άλλες παραστάσεις
στα μάτια φιγουράρουνε του δύσκολου κοινού
που χίλιες γνώμες συζητά και παίρνει αποφάσεις
ζητώντας να ‘βρει σύμπλεγμα ωραίου και χαρωπού.
Κι αφού μετά απ’ τις κρίσεις του που μοιάζουν παραμύθι
βγαίνει η στερνή απόφαση: «-Ποιον θές;», «-Αυτόν εκεί»
άσπρη ετικέτα βάζουνε που γράφει «επωλήθη»
χωρίς κι εμέ που καρτερώ κανένας να με δει.
Έτσι είναι πάντα το κοινό σε τούτο τον αιώνα,
ψάχνει να εύρη τη χαρά, ζητά να δει το φως
κι εγώ που πάντα μέσα μου θανάτου έχω χειμώνα
σε μια γωνιά απούλητος θα μένω μοναχός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου