Ίνα τι εφρύαξαν έθνη; (ψαλμοί β΄)
Το μισόφωτο του μαρτιάτικου σούρουπου βάραινε πάνω από τους δρόμους των περιχώρων. Το ψυχρό, γκριζωπό λυκόφως έκανε τις βρόμικες προσόψεις των υψηλών οικιστικών συγκροτημάτων να φαντάζουν ακόμα αποκρουστικότερες, ενώ εδώ κι εκεί ένας θαμπός φανοστάτης πάσχιζε να φωτίσει το γεμάτο ακαθαρσίες πεζοδρόμιο. Από τις θολωτές εισόδους των μαγαζιών, τις πνιγμένες από τα στοιβαγμένα ή κρεμασμένα εμπορεύματα, έβγαιναν νοτισμένες, βαριές οσμές, ανάλογες με τα εμπορεύματα του κάθε καταστήματος ή και μπλεγμένες αξεδιάλυτα η μια με την άλλη, - Μισόγυμνα παιδιά με βρόμικες, κουρελιασμένες πουκαμίσες έπαιζαν μπροστά στις εξώπορτες, έσερναν δεμένα σε σπάγκους κακόμορφα κούτσουρα, που παρίσταναν τα ξύλινα αλογάκια τους, ενώ τα κάπως μεγαλύτερα αγόρια εκσφενδόνιζαν με αποκρουστικά ουρλιαχτά τις σφηνοειδείς σβούρες τους μέχρι τη μέση του δρόμου. Και μέσα σε όλα αυτά περνούσαν βαριά φορτηγά φορτωμένα με μακριές σιδερόβεργες, αγοραίες άμαξες , που τις έσερναν βαριεστημένα δυο ζευγάρια κακομοιριασμένων αλόγων, --και πότε πότε διάβαινε όλο κομπασμό, με επιδέξιους ελιγμούς μέσα από το βουερό αυτό πανδαιμόνιο, το ιδιωτικό αμάξι κάποιου ανερχόμενου μεγαλοεπιχειρηματία, που επέστρεφε από το εργοστάσιό του στο πολυτελές διαμέρισμά του στο κέντρο. Το βουητό των οχημάτων και τα ουρλιαχτά των αμαξάδων έπνιγαν τους υπόκωφους κτύπους του ρολογιού από το καμπαναριό της Μαρίενκιρχε, -- Και να, τώρα τινάχτηκες απ’ όλες τις μεριές το παράξενο και διαπεραστικό στρίγκλισμα από τις σειρήνες των εργοστασίων, που σήμαιναν το σχόλασμα απ’ τη δουλειά. Παντού είχαν ανοίξει οι μαύρες πύλες, στις οποίες κατέληγαν οι πνιγμένοι από την αιθάλη δρόμοι, αυτοί που τις ένωναν με τα μουτζουρωμένα και κατσούφικα κτίρια των εργοστασίων και ένα μουντό και κατάκοπο πλήθος στριμωχνόταν με βουβή ανυπομονησία να τις διαβεί. Ξεχυνόταν λοιπόν στου λασπωμένους δρόμους των περιχώρων αυτό το άμοιρο, απόκληρο γένος, του οποίου η ζοφερή ύπαρξη πασχίζει καθημερινά για την επιβίωση στριμωγμένη ανάμεσα στη μιζέρια και τη χυδαιότητα. Περνούσαν άντρες, γυναίκες, πρόωρα μεγαλωμένα αγόρια και πόρνες, έχοντας στα κενά μάτια και τα πρησμένα χείλη τους μια έκφραση στυγνής ωμότητας, ασυνείδητης, καρτερικής εξαθλίωσης. Μόνο σε ορισμένα αντρικά χείλη υπήρχε ακόμα το περιπαικτικό πείσμα – μισοσβησμένο σχεδόν παραιτημένο. – Τα αγόρια με τα μαυριδερά πρόσωπα περιτριγύριζαν τις πόρνες που, στημένες σε μακριά σειρά, έπιαναν όλο το πεζοδρόμιο, και τις πείραζαν με σκουντιές και πρόστυχα αστεία. Οι μεγαλύτερες γυναίκες περπατούσαν οι περισσότερες κατά ζεύγη – οι άντρες ακολουθούσαν, άλλοι μόνοι τους, άλλοι σε ομάδες. Ένας τους κρατούσε μια κατατσαλακωμένη εφημερίδα και με έντονες χειρονομίες φαινόταν να εξηγεί το περιεχόμενο ενός άρθρου στην παρέα του. Κάποιοι έστριβαν σε παρόδους δεξιά κι αριστερά, ενώ πολλούς τους κατάπιναν οι πόρτες των κρασοπουλειών. –
Στο μεταξύ είχε νυχτώσει για τα καλά. Οι γκαζόλαμπες έριχναν το κουρασμένο φως τους στα στενά δρομάκια και η κάθε μια τους σχημάτιζε στο οδόστρωμα έναν συγκεχυμένο κύκλο. Μια ριπή ανέμου έκανε τα τζαμάκια στους φανοστάτες να κροταλίσουν και τη φλόγα να τρεμουλιάσει. – Έπιασε να βρέχει.
………………… (απόσπασμα)
----------------------------------------------------------
ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΔΡΑΚΟ και άλλα διηγήματα. Εκδόσεις Ροές
Μετάφραση: Φαίη Κηπουρού- Τατιάνα Λιάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου